Θεμελιώνοντας το δικαίωμα στην κατοικία: Η δημιουργία Στεγαστικού Ταμείου
Διαβάζεται σε 6'
Γιατί είναι απαραίτητη η δημιουργία Στεγαστικού Ταμείου στην Ελλάδα και ποιο κενό έρχεται να καλύψει.
- 10 Σεπτεμβρίου 2025 06:34
Η στέγη στην Ελλάδα έχει πάψει εδώ και καιρό να θεωρείται αυτονόητο κοινωνικό αγαθό. Οι τιμές στα ενοίκια και στα ακίνητα έχουν εκτοξευθεί, μετατρέποντας το βασικό δικαίωμα σε είδος πολυτελείας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών κατευθύνεται σε στεγαστικές δαπάνες, το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σχεδόν οι μισοί ενοικιαστές δίνουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για στέγη, ενώ για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία ο αριθμός τους ξεπέρασε το 30% του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα κατέχει ένα θλιβερό ρεκόρ στην ΕΕ: το 47,3% των πολιτών καθυστερεί πληρωμές ενοικίων, στεγαστικών δανείων ή λογαριασμών.
Η κρίση αυτή έχει σαφείς αιτίες. Η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας το 2012 στέρησε από τη χώρα τον μοναδικό δημόσιο φορέα που παρείχε συστηματικά προσιτή στέγη. Παράλληλα, η άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας, η μετατροπή κατοικιών σε επενδυτικά προϊόντα μέσω προγραμμάτων όπως η Golden Visa και η ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων, συρρίκνωσαν ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο απόθεμα. Το κράτος αποσύρθηκε από ένα κρίσιμο πεδίο κοινωνικής πολιτικής, αφήνοντας την αγορά να καθορίζει μόνη της τις τιμές και τις ισορροπίες. Ως αποτέλεσμα το ιδιωτικό κέρδος κυριάρχησε εις βάρος του κοινωνικού δικαιώματος.
Πολλές χώρες σε όλη την Ευρώπη, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το στεγαστικό ζήτημα με τη διατήρηση σημαντικού μέρους των κατοικιών σε μη κερδοσκοπικό έλεγχο. Ενδεικτικά, στην Ολλανδία το 34% του στεγαστικού αποθέματος είναι κοινωνικά ενοικιαζόμενες κατοικίες, στην Αυστρία το 24% και στη Δανία πάνω από το 20%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 8%, ενώ την ίδια ώρα στην Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε οργανωμένο θεσμικό πλαίσιο ούτε σχετικός φορέας. Η κοινωνική κατοικία σε αυτές τις χώρες ως στρατηγική κοινωνικής επένδυσης: ρυθμίζει την αγορά, προστατεύει τα ευάλωτα νοικοκυριά, αποτρέπει φαινόμενα γκετοποίησης και ταυτόχρονα δίνει ώθηση στην τοπική οικονομία μέσω ανακαινίσεων και κατασκευών.
Η πρόταση για δημιουργία Στεγαστικού Ταμείου στην Ελλάδα έρχεται να καλύψει ακριβώς αυτό το κενό. Στα πρότυπα του δανέζικου Landsbyggefonden, αποτελεί ένα εθνικό ταμείο που χρηματοδοτεί την κοινωνική στέγαση με αλληλέγγυο και οικονομικά ανακυκλούμενο μηχανισμό. Κεντρικό ρόλο έχει η αξιοποίηση μέρους της δημόσιας περιουσία. Για παράδειγμα η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου διαχειρίζεται περίπου 36.000 ακίνητα, πολλά από τα οποία μπορούν να μετατραπούν σε κατοικίες. Στις πυκνοκατοικημένες πόλεις προκρίνεται η ανακαίνιση υπαρχόντων κτιρίων, ενώ σε απομακρυσμένες περιοχές, όπου υπάρχουν διαθέσιμα οικόπεδα, αναπτύσσονται νέα συγκροτήματα κατοικιών. Μια τέτοια στρατηγική αυξάνει το απόθεμα προσιτής στέγης και ταυτόχρονα ενισχύει την αποκέντρωση, στηρίζοντας περιοχές που σήμερα ερημώνουν.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πάντα η χρηματοδότηση. Το Στεγαστικό Ταμείο δεν περιορίζεται σε επιδοτήσεις–«μπαλώματα», αλλά στηρίζεται σε σταθερούς και δίκαιους πόρους. Το αρχικό κεφάλαιο μπορεί να προέρχεται από τη φορολόγηση μεγάλης περιουσίας καθώς και η ενεργοποίηση φόρων υπεραξίας ακινήτων που έχουν νομοθετηθεί αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
Παράλληλα, μέρος των ασφαλιστικών εισφορών κατευθύνεται στο Ταμείο, με σκοπό τα χρήματα αυτά να επενδύονται και να επιστρέφουν στα ασφαλιστικά ταμεία μέσω των κοινωνικών μισθωμάτων, διαμορφώνοντας έναν κύκλο οικονομικής βιωσιμότητας. Συμπληρωματικά, αξιοποιούνται ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το InvestEU, το Ταμείο Ανάκαμψης ή δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, που ήδη στηρίζουν αντίστοιχα προγράμματα σε άλλες χώρες.
Όμως, τέτοιου είδους ταμεία από ένα σημείο και έπειτα λειτουργούν οικονομικά μέσω της ανακύκλωσης πόρων. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στην αρχή χρειάζεται ένα κρίσιμο κεφάλαιο, έπειτα οι πρόσοδοι από τα κοινωνικά μισθώματα αποτελούν τον κύριο οικονομικό πόρο του Ταμείου. Με αυτόν τον τόπο εξασφαλίζεται η οικονομική βιωσιμότητα του Ταμείου και κατ’ επέκταση της στεγαστικής πολιτικής, εφόσον αυτά τα χρήματα επανεπενδύονται στην παραγωγή μη κερδοσκοπικήςκατοικίας.
Η λειτουργία του Ταμείου δεν περιορίζεται σε χρηματοοικονομικό επίπεδο. Σχεδιάζεται μια ψηφιακή πύλη που συγκεντρώνει όλες τις διαθέσιμες κατοικίες, αλλά και τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα, καθώς οι δικαιούχοι κατατάσσονται βάσει εισοδηματικών, περιουσιακών και κοινωνικών κριτηρίων. Το ίδιο το σύστημα επιτρέπει στους πολίτες να επιλέγουν κατοικία ανάλογα με τις ανάγκες τους και το ποσό ενοικίου που μπορούν να καταβάλουν.
Εξίσου κρίσιμο είναι το ζήτημα της διακυβέρνησης. Η λογική είναι μια δημοκρατική λειτουργία εμπλέκοντας τους αντίστοιχους φορείς της κοινωνίας. Στο διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου πέρα από τα οριζόμενα κυβερνητικά μέλη, συμμετέχουν εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, των συνδικαλιστικών φορέων, των ενώσεων ενοικιαστών, των φοιτητικών συλλόγων και των οργανώσεων ΑμεΑ. Διότι έτσι διασφαλίζεται ο κοινωνικός έλεγχος, η λογοδοσία και η συμμετοχικότητα στις αποφάσεις.
Υπάρχει δείγμα γραφής και στην Ελλάδα, όπου στη Θεσσαλονίκη, υλοποιείται πιλοτικό πρόγραμμα κοινωνικής μίσθωσης με ανακαινισμένα δημόσια ακίνητα που διατίθενται σε χαμηλό ενοίκιο σε ευάλωτα νοικοκυριά. Το εγχείρημα αυτό, βασισμένο στο βελγικό μοντέλο, δείχνει ότι υπάρχουν πρακτικές λύσεις, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση. Όμως χρειάζεται στήριξη και να πολλαπλασιαστούν οι διαθέσιμοι πόροι.
Η συζήτηση γύρω από το Στεγαστικό Ταμείο αναδεικνύει και ένα ευρύτερο πολιτικό ερώτημα: πού κατευθύνονται οι δημόσιοι πόροι; Σήμερα δαπανώνται τεράστια ποσά για εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ η κοινωνική στέγαση παραμένει στο περιθώριο. Η επιλογή δεν είναι τεχνική, είναι βαθιά πολιτική: πολεμική οικονομία σε βάρος του κοινωνικού κράτους;
Το Ταμείο από μόνο του δεν αρκεί για να λύσει το στεγαστικό ζήτημα. Χρειάζονται παράλληλες παρεμβάσεις για την προστασία της πρώτης κατοικίας, τον περιορισμό της αισχροκέρδειας στα ενοίκια, την κατάργηση της Golden Visa και τη ρύθμιση της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ωστόσο, αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο για την οικοδόμηση μιας συνεκτικής στεγαστικής πολιτικής που δεν να αντιμετωπίζει την κατοικία ως επενδυτικό προϊόν. Η δημιουργία ενός Στεγαστικού Ταμείου αποτελεί μια ουσιαστική τομή για την θεμελίωση του δικαιώματος στην κατοικία.
Οι Βασίλης Δελής και Γιώργος Σπανουδάκης απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Το άρθρο βασίζεται στη μελέτη πολιτικής για το Ινσιτούτο ΕΝΑ