Άρης Λάσκος – Βαλάντης Φράγκος: Δυο δημιουργοί, μια Χαμένη Άνοιξη
Διαβάζεται σε 16'
Ο Άρης Λάσκος και ο Βαλάντης Φράγκος μιλούν για τη Χαμένη Άνοιξη του Στρατή Τσίρκα που θα ανέβει στο Θέατρο Πορεία από την 1η Οκτωβρίου.
- 16 Σεπτεμβρίου 2025 06:21
Το “Χαμένη Άνοιξη” του Στρατή Τσίρκα εκδόθηκε το 1976, είναι το τελευταίο έργο του συγγραφέα και έμελλε να μείνει μοναχικό κομμάτι μιας σχεδιαζόμενης τριλογίας με τον τίτλο «Δίσεχτα χρόνια».
Ο Στρατής Τσίρκας θέλησε μέσα από αυτό το μυθιστόρημα να αναμετρηθεί με την πρόσφατη ελληνική ιστορία, φωτίζοντας τις κοινωνικές και πολιτικές πληγές που άνοιξαν η Κατοχή, ο Εμφύλιος και τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν οι ελπίδες για μια διαφορετική πορεία της χώρας διαψεύστηκαν. Ο θάνατός του το 1980 δεν του επέτρεψε να συνεχίσει το σχέδιο, αφήνοντας την “Χαμένη Άνοιξη” ως αποχαιρετιστήριο αποτύπωμα.
Αυτό το εμβληματικό μυθιστόρημα – που παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο ουσιαστικές απόπειρες να καταγραφεί λογοτεχνικά το δράμα μιας γενιάς που βίωσε τον διχασμό και την ήττα – μεταφέρεται για πρώτη φορά στη σκηνή. Σε θεατρική διασκευή του Άρη Λάσκου και σκηνοθεσία του Βαλάντη Φράγκου, η παράσταση κάνει πρεμιέρα την 1η Οκτωβρίου στο Θέατρο Πορεία, με έναν θίασο έξι ηθοποιών και μία αφήγηση που φέρνει στο προσκήνιο την Ιστορία που πάντα παραμονεύει.
Η γοητεία της Χαμένης Άνοιξης
Ο Άρης Λάσκος («Ο αγνός εραστής», «Ένρον», «Τα μαγικά βουνά», «Το συνέδριο για τον Ιράν») διάβασε το μυθιστόρημα αυτό για πρώτη φορά στο Λύκειο και ήταν το πρώτο έργο του Στρατή Τσίρκα που έπεσε στα χέρια του. Τώρα το μεταγράφει για το θέατρο και εξομολογείται στο στο NEWS 24/7 πως “με τρέλανε αυτή η συνύφανση της προσωπικής και της δημόσιας ζωής, αυτό το εξαιρετικό μπλέξιμο μυθοπλασίας και τρέχοντος ιστορικού πλαισίου. Ήμουν μαθητής τότε. Είχε μόλις κηρυχθεί ο πόλεμος στο Ιράκ και συμμετείχα στο μεγάλο αντιπολεμικό, μαθητικό κίνημα της εποχής. Φεύγοντας από τα μαθήματα για να κατέβουμε στις πρώτες μας πορείες τότε, άρχισε να χαράσσεται έντονα η ιστορία αυτού του βιβλίου μέσα μου.
Σκεφτόμουν αυτούς τους ήρωες, τον Αντρέα, τη Φλώρα, τον Κακομοίρα, τον Αρίστο που κατέβαιναν στις πορείες του ’65. Κι όταν χρόνια αργότερα, το ξαναδιάβασα, ενήλικας πια, με έντονη συμμετοχή στα κοινά και τον συνδικαλισμό, με κατέκλυσε η διαρκής αγωνία και αναρώτηση των ηρώων: μπορούμε, άραγε, να ζήσουμε ευτυχισμένοι στην προσωπική μας ζωή, όταν γύρω μας, η πολιτική, οι πόλεμοι, οι κρίσεις, μας κατακλύζουν ασφυκτικά; Υπάρχει περιθώριο κινήσεων; Υπάρχει άραγε η έννοια της προσωπικής ελευθερίας; Και κάπου εκεί, γύρω στο 2019-2020, είπα «αυτό το έργο πρέπει να μεταφερθεί στο θέατρο». Όποτε νιώσω έτοιμος, να μοιραστώ αυτήν την αγωνία. Και να που γίνεται. Φέτος!”
Ο Βαλάντης Φράγκος αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του έργου και αναφέρει χαρακτηριστικά πως στο έργο τον γοητεύουν ιδιάιτερα τα πρόσωπα του έργου. “Οι χαρακτήρες. Όσο διάβαζα το έργο μου ασκούσαν μια τρομερή έλξη. Ήθελα να τους δω. Όχι απλά να τους φαντάζομαι. Χαρακτήρες πολύπλοκοι. Με οριακή ψυχολογία εξαιτίας των πολιτικών συμβάντων της συγκεκριμένης περιόδου. Γεμάτοι αντιφάσεις και μυστικά. Όλοι τους έτοιμοι να καταπατηθούν από τον οδοστρωτήρα των πολιτικών γεγονότων και της ιστορίας. Έπειτα, η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος της χώρας, που είναι αρκετά άγνωστη και μπερδεμένη για τους περισσότερους από εμάς αλλά τόσο καθοριστική για τις ζωές μας στα νεότερα χρόνια.
Τα Ιουλιανά του 65 ή Η αποστασία ή Το βασιλικό πραξικόπημα. Μια περίοδος 70 ημερών πολιτικής αστάθειας που δημιούργησε το έδαφος για το στρατιωτικό πραξικόπημα του 67 και οδήγησε τη χώρα και τους πολίτες σε μια μαύρη επταετία. Η ατμόσφαιρα της διάψευσης των ονείρων και των προσδοκιών. Της χαμένης νεότητας και των ευκαιριών. Της χαμένης Άνοιξης των ανθρώπων του έργου που ταυτόχρονα αγγίζει τον αναγνώστη σε προσωπικό επίπεδο. Η γλώσσα του Τσίρκα που καταφέρνει να συνδυάσει πολύ ρεαλιστικούς διαλόγους με λυρικές εικόνες και κάνει το κείμενο απίστευτα ζωντανό.
Και, τέλος, η προσωπική μου σύνδεση με όποιο ανάγνωσμα επιτρέπει την εισβολή της ιστορίας και των γεγονότων στις ζωές των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να τις αλλάζει, να τις μπερδεύει, να καταλήγει να τις ορίζει και να ανοίγει ευκαιρίες για τον πιο σημαντικό αλλά αστάθμητο παράγοντα της ζωής μας. Την τυχαιότητα”.
Η υπόθεση του έργου
Το έργο λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι του 1965. Ο Ανδρέας επιστρέφει στην Αθήνα έπειτα από 18 χρόνια εξορίας στηv Tασκέvδη. Σε 20 ταραγμένες μέρες —από τις 4 έως τις 23 Ιουλίου— θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν, τις μνήμες, την πολιτική κρίση και δύο γυναίκες που θα ταράξουν τη συνείδησή του: η κοσμοπολίτισσα και απολιτική Φλώρα και η νεαρή αγωνίστρια Ματθίλδη.
Γύρω τους, μια Ελλάδα που αλλάζει ραγδαία: η Βουλή κλονίζεται, το Σύνταγμα παρακάμπτεται, το Παλάτι διώκει έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό, βουλευτές του κόμματός του εξαγοράζονται και μηχανορραφούν εναντίον του, πράκτορες καταγράφουν τις κινήσεις των πολιτών, η αντιπολίτευση παλεύει να βρει το στίγμα της, οι ξένες δυνάμεις επηρεάζουν τα πάντα.
Το Κυπριακό οξύνεται, εvώ στην Αθήνα, ο δημοκρατικός λαός αντιστέκεται δυναμικά με καθημερινές διαδηλώσεις και αστυνομική καταστολή. Οι συνειδήσεις ταράζονται, οι ισορροπίες ανατρέπονται. Και κανείς δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος, ιδίως όταν στις 21 Ιουλίου 1965 ο Σωτήρης Πέτρουλας δολοφονείται στην οδό Σταδίου.
Και η πρόκληση της Άνοιξης…
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Άρη Λάσκο ήταν το γεγονός πως “κάθε μεταφορά μυθιστορήματος σε παραστατική τέχνη, απαιτεί την προσαρμογή του στη γλώσσα του θεάτρου ή κινηματογράφου. Γι’ αυτό μ’ αρέσει ο επιστημονικός – θεατρολογικός όρος «μεταγραφή»: καλείσαι, δηλαδή, να γράψεις το αρχικό έργο σε άλλη γλώσσα. Απαιτείται να συμπυκνώσεις, να φανταστείς ό,τι μπορεί να υποκατασταθεί από τη σκηνική δράση, να αντιληφθείς τη μεγάλη διαφορά της ενσώματης αναπαράστασης από έναν ηθοποιό σε σχέση με την ιδιωτική ανάγνωση, που γίνεται στον προσωπικό χρόνο τον αναγνώστη, που ρυθμίζει ο ίδιος, μάλιστα, τον χρόνο αυτόν.
Εν αντιθέσει, η παράσταση καθορίζει το βλέμμα, τον χρόνο και την πρόσληψη του θεατή. Ειδικότερα, τώρα, για τη Χαμένη Άνοιξη, ήθελα να βρεθεί η σκηνική γλώσσα που να διατηρεί ακέραιες τις τεχνικές και τα ευρήματα του Τσίρκα: τη μίξη ντοκουμέντου (πχ αποσπάσματα εφημερίδων ή απομαγνητοφωνήσεις ομιλιών στη Βουλή του Ηλιού) και μυθοπλασίας, τον καταιγιστικό ρυθμό, το συνεχές μοντάζ: ο Τσίρκας εναλλάσσει τα κεφάλαιά του από την αφήγηση του Αντρέα (πρωτοπρόσωπα) στην αφήγηση της Φλώρας και περιγράφει συχνά τα ίδια γεγονότα από άλλη οπτική.
Έπρεπε, επίσης, να νοιαστώ για τη σωστή ποσόστωση της πληροφορίας: άλλο το κοινό του 2025, άλλο το αναγνωστικό κοινό του ’76, δεδομένης, κιόλας, της απόστασης από τα γεγονότα του ’65. Τέλος, έπρεπε αναγκαστικά να προσαρμοστώ στα οικονομικά δεδομένα της σύγχρονης θεατρικής παραγωγής που δεν επιτρέπουν πολυπρόσωπες παραγωγές. Ήδη τα έξι άτομα επί σκηνής θέτουν τεράστιο ρίσκο, αλλά, από την άλλη, ακριβώς αυτή η «ανάγκη» απελευθέρωσε τις δημιουργικές δυνάμεις μας. «Η ανάγκη γίνεται Ιστορία» που λέει και ο Αλκαίος.
Έτσι, εκμεταλλεύτηκα το «σαν βομβαρδισμένο οχυρό» μνημονικό των ηρώων του έργου (όπως λέει ο Αντρέας), που συγχέουν πρόσωπα ή βλέπουν κάποιον και αυτομάτως θυμούνται κάποιον άλλον και πέρα από το κεντρικό ζευγάρι (Αντρέας – Φλώρα), οι υπόλοιποι τέσσερις ηθοποιοί εναλλάσσονται σε κομβικούς ρόλους της παράστασης, οι οποίοι με τη σειρά τους είναι ένωση δύο ή και τριών ηρώων του μυθιστορήματος. Φυσικά, το ότι δυστυχώς ο Τσίρκας δεν πρόλαβε να γράψει τη συνέχεια της Άνοιξης (αν και πολύ θα το ‘θελα), με ανάγκασε να σκεφτώ κάτι που δεν υπάρχει στο βιβλίο: μια ολοκλήρωση όλων των χαρακτήρων. Δεν θέλω να αποκαλύψω πολλά. Πιστεύω, όμως, ότι αυτή η μεταγραφή που χρειάστηκε δύο, περίπου, χρόνια να ολοκληρωθεί (από τη σύλληψη της ιδέας στο τελικό κείμενο παράστασης) όσο σέβεται τον Τσίρκα, άλλο τόσο αυτόνομο και αυτοτελές θεατρικό έργο είναι”.
Για τον Βαλάντη Φράγκο είναι δύο βασικές προκλήσεις. “Η μία είναι να αποδοθούν με καθαρότητα και σαφήνεια τα πολιτικά γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου ώστε ο θεατής να καταλάβει και να συνδεθεί. Και η δεύτερη να διατηρηθεί η πλούσια εσωτερική αφήγηση των ηρώων, που στο μυθιστόρημα αναπτύσσεται θαυμάσια μέσα από μονολόγους και λεπτές ψυχολογικές καταστάσεις, αλλά με μια θεατρική ‘’μετάφραση’’ ώστε να γίνουν ορατές και απτές στον θεατή. Για αυτό βέβαια δουλέψαμε πολύ στενά με το συνεργάτη Άρη Λάσκο που ανέλαβε τη διασκευή της Χαμένης Άνοιξης για να πετύχουμε το πιο σωστό αποτέλεσμα”.
Ποιες παραλληλίες βλέπουν οι δύο συντελεστές μεταξύ της πολιτικής κατάστασης του 1965 και της σημερινής εποχής;
Ο Άρης Λάσκος αναφέρει: “Θα προτιμήσω να κάνω μια καταγραφή όσων υπάρχουν στο βιβλίο του Τσίρκα και θα αφήσω τους αναγνώστες μας να απαντήσουν: κατάλυση ή και παράκαμψη κοινοβουλευτικών διαδικασιών, αποστασία στελεχών από κόμμα πίσω από τον αρχηγό του κόμματος, κυβερνήσεις συνεργασίας, αποφυγή εθνικών εκλογών, υποκλοπές από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών, συλλήψεις και προσαγωγές ανά την επικράτεια με ελάχιστα ή και καθόλου στοιχεία, συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια, πανό που γράφουν – μεταξύ άλλων – «δικαιοσύνη», κυκλικές πορείες από το Σύνταγμα μέσω της πλατείας Ομόνοιας και πάλι πίσω, βία ενάντια στους διαδηλωτές, δακρυγόνα, εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, Αμερικανοί πράκτορες, άνοδος παρακρατικής δεξιάς, κρατική δολοφονία (του Σωτήρη Πέτρουλα), Κύπρος και ρόλος Άγγλων στη διχοτόμησή της, παρέμβαση ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική της χώρας μας, κεντρικό σύνθημα στις πορείες όλης της χώρας«Ένας είν’ ο Αρχηγός, ο κυρίαρχος λαός»…
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναλύσω κάτι…”
Και ο Βαλάντης Φράγκος προσθέτει: “Η πολιτική κατάσταση του 1965 που περιγράφεται στη Χαμένη Άνοιξη χαρακτηρίζεται από κοινωνική αναταραχή, πολιτική αστάθεια και έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα και ιδεολογίες. Παρά την ιστορική απόσταση, μπορούμε να εντοπίσουμε έντονους παραλληλισμούς με τη σημερινή εποχή.
Όπως τότε, και σήμερα παρατηρούνται έντονες κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις που δυσκολεύουν τη συνεργασία και την επίλυση προβλημάτων. Αμφισβήτηση της ηθικής και πολιτικής ηγεσίας.Στο έργο, η πολιτική κρίση φέρνει στο προσκήνιο την αναξιοπιστία και τις αντιφάσεις των ηγετών – ένα στοιχείο που παραμένει επίκαιρο και στις σύγχρονες δημοκρατίες. Η προσωπική εμπλοκή των πολιτών.
Η «Χαμένη Άνοιξη» δείχνει πώς οι προσωπικές επιλογές και οι ατομικές δράσεις συνδέονται με την ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα – κάτι που θυμίζει την ανάγκη συμμετοχής των πολιτών στις σημερινές κοινωνίες. Εξαιτίας των διαλόγων μεταξύ των χαρακτήρων που αναδεικνύουν ηθικές συγκρούσεις, την σκηνική αντιπαράθεση συμφερόντων που φέρνουν στο προσκήνιο ζητήματα διαφθοράς και κοινωνικής αδικίας ευελπιστούμε το κοινό να ταξιδέψει μαζί μας και να στοχαστεί ελεύθερα”.
Οι ήρωες…
Δύο ηθοποιοί αναλαμβάνουν τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες (Ανδρέας – Φλώρα) και άλλοι τέσσερις εναλλάσσονται σε πολλαπλούς ρόλους ενσαρκώνοντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο Βαλάντης Φράγκος σκιαγραφεί τους ήρωες του έργου έργου: “Ο Ανδρέας είναι Έλληνας παλιννοστούντας που επιστρέφει έπειτα από δεκαοχτώ χρόνια από την Τασκένδη, που έζησε ως πολιτικός εξόριστος. Άνθρωπος με εσωτερικές συγκρούσεις και έντονη πολιτική και ηθική ευαισθησία. Αντιπροσωπεύει την αναμέτρηση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και την πολιτική ευθύνη. Συχνά μοιάζει παγιδευμένος ανάμεσα στις επιθυμίες του και στα γεγονότα που τον ξεπερνούν.
Η Φλώρα είναι Δανοελβετίδα, που ζει τα τελευταία εννιά χρόνια στην Ελλάδα, με τον Αμερικάνο σύζυγό της. Γυναίκα με έντονη προσωπικότητα, συνδυάζει πάθος, δυναμισμό αλλά και αδυναμίες. Η σχέση με τον Ανδρέα δεν είναι μόνο ερωτική, αλλά και υπαρξιακή· γίνεται καθρέφτης των εσωτερικών του αδιεξόδων. Συμβολίζει την προσωπική άνοιξη που χάνεται μέσα στην ιστορική αναταραχή.
Στέφανος (Κακομοίρας) φίλος του Ανδρέα από την Τασκένδη. Πρόκειται για έναν άνθρωπο απλό, μικροαστό, που μοιάζει να σέρνει πάνω του μια ζωή γεμάτη αποτυχίες, απογοητεύσεις και συμβιβασμούς. Συμβολίζει τον μέσο άνθρωπο που μένει θεατής των μεγάλων πολιτικών και ιστορικών γεγονότων, χωρίς να μπορεί να τα επηρεάσει. Εκφράζει την τραγικότητα του απλού πολίτη που εγκλωβίζεται σε καταστάσεις μεγαλύτερες από αυτόν.
Αριστοκλής, είναι εκπρόσωπος του πνευματικού κόσμου, με θεωρητική σκέψη και φιλοσοφική διάθεση. Λειτουργεί σαν παρατηρητής και σχολιαστής των γεγονότων. Η παρουσία του φωτίζει την πνευματική και ιδεολογική διάσταση της εποχής.
Ματθίλδη, φοιτήτρια της Ιατρικής που ανήκει στην νεολαία των Λαμπράκηδων, με ιδιαίτερη συναισθηματική ευαισθησία που οι πράξεις της δείχνουν ανθρώπινη ζεστασιά και διαίσθηση. Αποτελεί ήρεμη αντιπαράθεση στη δραματικότητα της Φλώρας.
Γκρέτε επιζήσασα του Άουσβιτς που ζεί στην Αθήνα. Παρουσία ξένη στο έργο, που δίνει οικουμενική διάσταση στην αφήγηση. Συμβολίζει την πολιτισμική ανταλλαγή αλλά και την απόσταση: βλέπει την ελληνική πραγματικότητα με άλλο βλέμμα. Ο ρόλος της δημιουργεί αντιπαραθέσεις αλλά και στιγμές αποκάλυψης.
Οι χαρακτήρες συνθέτουν ένα μωσαϊκό όπου η προσωπική ζωή μπλέκεται με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Ο Ανδρέας και η Φλώρα κουβαλούν την τραγωδία της χαμένης άνοιξης, ο Στέφανος και η Γκρέτε φέρνουν την ελπίδα και τη διαφορετική οπτική, ενώ ο Αριστοκλής και η Ματθίλδη προσθέτουν πνευματικό και συναισθηματικό βάθος”.
Τι ρόλο όμως παίζει το προσωπικό όραμα και η προσωπική αντίσταση μέσα σε έναν κόσμο που φαίνεται να παρασύρεται από την Ιστορία;
Ο Άρης Λάσκος απαντά: “Παίζει τον απόλυτο, τον πρωταρχικό. Και επειδή ακριβώς λείπει ή κάμπτεται, παρασυρόμαστε από την Ιστορία. Βέβαια, δεν πιστεύω ότι ο κόσμος αλλάζει μονομιάς ή εύκολα και, κυρίως, ότι το καπιταλιστικό σύστημα ανατρέπεται, αλλά βλέπω ότι όσα εκατοστά ελευθερίας και οξυγόνου έχουμε κερδίσει οι κοινωνίες είναι μέσα από την προσωπική και συλλογική αντίσταση. Αν σκεφτούμε ότι οι μαζικότατες διαδηλώσεις για τα Τέμπη πέρυσι τον Φεβρουάριο οδήγησαν σε παραιτήσεις και μίνι ανασχηματισμό μιας αδίστακτης Κυβέρνησης και ενός δικαστικού συστήματος που αρνήθηκε το αίτημα των γονιών για εκταφή των παιδιών τους (μεταξύ άλλων), μπορούμε να νιώσουμε μια αισιοδοξία. Αν, όμως, σκεφτούμε πόσο πνίγεται οποιαδήποτε φωνή υπέρ της Παλαιστίνης και τι σημαίνει αυτό για την τύχη αυτού του λαού, καταλαβαίνουμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο τι σημαίνει το να «μας παρασέρνει η Ιστορία»”.
Τι συμβολίζει η Χαμένη Άνοιξη;
“Μια χαμένη Άνοιξη θα μπορούσε να είναι ένας χαμένος ή ανολοκλήρωτος έρωτας (όπως του Ανδρέα και της Φλώρας), ένα ματαιωμένο προσωπικό όνειρο, μια αποτυχία συλλογικής διεκδίκησης (όπως η παρά το Σύνταγμα ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων), μια απότομη και άδικη αλλαγή των όρων διαβίωσής μας (όπως η δεκαετία της «κρίσης» ή η πανδημία).
Για μένα, όμως, η Χαμένη Άνοιξη συμβολίζει τη γενιά μου, τους millennials. Μια γενιά, που ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να αναλάβει τα ηνία και να διαμορφώσει την εποχή, πνίγηκε από αυτά τα γεγονότα: την κρίση, την πανδημία, την ακρίβεια, την άνοδο της ακροδεξιάς, την επικράτηση των fake news και του αμοραλισμού. Μια γενιά που παλεύει μέσα από Συμπληγάδες να αρθρώσει τη φωνή της, προσπαθώντας μέρα τη μέρα να επιβιώσει και να σταθεί όρθια. Είναι, ίσως, παράλληλη με τη γενιά των Λαμπράκηδων που τόσο ύμνησε ο Τσίρκας στην Άνοιξή του.
Όσον αφορά, τώρα, στο τι ακολουθεί μετά από την απώλεια μιας Άνοιξης, αν κοιτάξουμε την Ιστορία του ’65 και έπειτα, θα δούμε ότι ακολούθησαν τα επτά χρόνια της Δικτατορίας, ένας ακραίος χειμώνας, δηλαδή, για να μιλήσω με λογοτεχνικούς όρους. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει χρόνος να ανατρέψουμε αυτήν την πορεία. Και γι’ αυτό, άλλωστε, κάνουμε αυτήν την παράσταση. Για να πούμε κι εμείς, στο θέατρο αυτή τη φορά, τα τελευταία λόγια του Τσίρκα: «Τούτη η γενιά θα ξεπεράσει τη δική μας. Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι της είναι να την ξαναφέρει ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή.». Αρκεί να οξύνουμε την αντίληψή μας, τη συμμετοχή μας και να αντισταθούμε. Μπορούμε” λέει ο Άρης Λάσκος.
Και Βαλάντης Φράγκος καταλήγει: “Η Χαμένη Άνοιξη είναι κόσμος· λέξεων και ονομάτων. Κόσμος του έρωτα, της φαντασίας και της μνήμης, συλλογικής και ατομικής. Κόσμος αναπόσπαστος από τη χρονική του διάσταση. Τώρα, στο 2025 προβάλλοντας έναν αναδρομικό φωτισμό πάνω στο ‘65 καταλαβαίνουμε πως μπορεί να ξανακερδηθεί εκείνη η Άνοιξη, σήμερα. Μια Άνοιξη αλληγορική, παραλλαγμένη, πολυδαίδαλη, με λοξά μονοπάτια και μαιάνδρους αλλά γεμάτη από ανθρώπινες ζωές με.. κάποια αξία”.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μεταγραφή: Άρης Λάσκος
Σκηνοθεσία: Βαλάντης Φράγκος
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλλη
Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Mουσική: Γιώργος Δούσος
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδη
Βίντεο: Αspalax
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Ανδρικοπούλου
Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
ΔΙΑΝΟΜΗ
Ελένη Ζαραφίδου
Άρης Λάσκος
Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Δημήτρης Πασσάς
Γιούλη Τσαγκαράκη
Συμεών Τσακίρης
Από 1η Οκτωβρίου 2025
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη και Κυριακή στις 20:00 & Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00
Διάρκεια: 120 λεπτά (με διάλειμμα