Ηρώ Κωνσταντοπούλου: Η μαθήτρια της αντίστασης

Διαβάζεται σε 9'
Ηρώ Κωνσταντοπούλου: Η μαθήτρια της αντίστασης
ΕUROKINISSI

«Χτυπάτε! Κτήνη!» οι τελευταίες λέξεις της Ηρώς Κωνσταντοπούλου πριν την εκτέλεσή της στην Καισαριανή

Παιδική και οικογενειακή ζωή (1927–1943). Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 1927, από οικογένεια ευκατάστατη με καταγωγή από τη Σπάρτη. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου ο αγώνας για την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια θεωρούνταν καθήκον, γεγονός που επηρέασε τις αξίες της. Ήταν μαθήτρια του ιστορικού Αρσακείου Γυμνασίου Ψυχικού και διακρινόταν για τις υψηλές σχολικές της επιδόσεις. Από μικρή έδειξε κλίση στις γλώσσες, μιλώντας τέσσερις γλώσσες (συμπεριλαμβανομένων των Γερμανικών).

Ένταξη στην ΕΠΟΝ (1943–1944). Ήδη ως έφηβη, η Ηρώ διαμορφώθηκε ιδεολογικά μέσα στην Κατοχή. Το 1943, μαθήτρια ακόμα, οργανώθηκε στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων / ΕΠΟΝ την νεολαία του ΕΑΜ και σύντομα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο δραστήρια στελέχη της. Με πάθος συμμετείχε στην εθνική αντίσταση εναντίον των δυνάμεων Κατοχής, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Η δράση της ως παράνομη οργανώτρια περιλάμβανε σαμποτάζ και προπαγανδιστικές ενέργειες: έκρυβε όπλα και προκηρύξεις κάτω από τη σχολική της ποδιά, έγραφε αντιστασιακά συνθήματα στους τοίχους και κολλούσε φυλλάδια, προκαλώντας θαρραλέα τους Γερμανούς κατακτητές.

Η αφοσίωσή της στο αγώνα την έβαλε συχνά σε κίνδυνο. Παρ’ όλα αυτά, η Ηρώ ανέλαβε ακόμη και αποστολές υψηλού ρίσκου. Λίγο πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, συμμετείχε σε δολιοφθορά ανατινάζοντας ένα στρατιωτικό τρένο που μετέφερε πυρομαχικά για τις δυνάμεις κατοχής. Η τόλμη της σε αυτή την επιχείρηση την κατέστησε στόχο των κατοχικών αρχών, καθώς οι πράξεις της υπέσκαπταν απτά την πολεμική μηχανή των Ναζί.

Πρώτη σύλληψη (Ιούλιος 1944). Στις 16 Ιουλίου 1944, ανήμερα των 17ων γενεθλίων της, η δράση της Ηρώς σταμάτησε βίαια. Μια ομάδα από τα Τάγματα Ασφαλείας τα συνεργαζόμενα με τους Ναζί ένοπλα σώματα έκανε έφοδο στο πατρικό της σπίτι (οδός Βεΐκου 57, Κουκάκι) και τη συνέλαβε. Στα κρατητήρια της Κομαντατούρ στην οδό Μέρλιν, υπέστη φρικτά βασανιστήρια από τον περίφημο συνεργάτη των Γερμανών με το ψευδώνυμο «Αγήνορας». Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η Ηρώ δεν λύγισε ούτε οι ξυλοδαρμοί, ούτε η ψυχολογική βία στάθηκαν ικανά να της αποσπάσουν πληροφορίες για τους συναγωνιστές της. Αναφέρεται μάλιστα ότι, γνωρίζοντας γερμανικά, απαντούσε στους βασανιστές της στη γλώσσα τους, «μαστιγώνοντάς» τους λεκτικά με θάρρος.

Μετά από λίγες ημέρες ανάκρισης χωρίς αποτέλεσμα, οι γονείς της κατάφεραν, αξιοποιώντας τις υψηλές γνωριμίες και την οικονομική τους επιφάνεια, να πετύχουν την προσωρινή απελευθέρωσή της. Η επιρροή του εύπορου πατέρα της σε συνδυασμό με την αδυναμία των κατοχικών αρχών να στοιχειοθετήσουν κατηγορίες χωρίς ομολογία της έδωσαν μια ανάσα ελευθερίας. Ωστόσο, αυτή θα αποδεικνυόταν σύντομη.

Δεύτερη σύλληψη, βασανιστήρια (31 Ιουλίου 1944). Η Ηρώ δεν πτοήθηκε· αμέσως μετά την απελευθέρωσή της συνέχισε ακατάπαυστα την αντιστασιακή της δράση. Στις 31 Ιουλίου 1944, μόλις δύο εβδομάδες αργότερα, συνελήφθη και πάλι αυτή τη φορά από άνδρες των SS ως ύποπτη συμμετοχής στο σαμποτάζ του τρένου με τα πυρομαχικά. Την ημέρα εκείνη, η Ηρώ είχε μόλις ολοκληρώσει τις απολυτήριες εξετάσεις του Γυμνασίου, τεκμήριο του πόσο νεαρή ήταν. Οι Γερμανοί την οδήγησαν εκ νέου στα κρατητήρια της Κομαντατούρ, στην οδό Μέρλιν, αποφασισμένοι να συντρίψουν την αντίστασή της.

Ακολούθησε μια μαρτυρική περίοδος πολλών ημερών (σύμφωνα με κάποιες πηγές, εβδομάδων) συνεχών ανακρίσεων και βασανιστηρίων. Οι Ναζί, με απάνθρωπη σκληρότητα, προσπάθησαν επί περίπου τρεις εβδομάδες να της αποσπάσουν πληροφορίες για τις αντιστασιακές οργανώσεις. Την ξυλοκοπούσαν, την εξευτέλιζαν και της έταζαν ανταλλάγματα, όμως η Ηρώ επέδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή: δεν αποκάλυψε ούτε ένα όνομα. Όπως καταγράφηκε μεταγενέστερα, καμία «δελεαστική πρόταση» ή απειλή δεν απέδωσε το νεαρό κορίτσι σιώπησε, προστατεύοντας τους συντρόφους της.

Οι δικοί της άνθρωποι προσπάθησαν ξανά να τη σώσουν, όμως αυτή τη φορά οι προσπάθειές τους απέτυχαν ολοκληρωτικά. Το γερμανικό στρατιωτικό διοικητήριο, έχοντας αντιληφθεί τη σοβαρότητα της δράσης της, την έκρινε εξαιρετικά επικίνδυνη. Έβαλαν μάλιστα δίπλα στο όνομά της ένα κόκκινο σταυρό διακριτικό των μελλοθάνατων κρατουμένων. Μετά τα βασανιστήρια, η Ηρώ μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου, στον διαβόητο θάλαμο των μελλοθανάτων / Μπλοκ 15. Εκεί συνάντησε δεκάδες άλλους μελλοθάνατους αντιστασιακούς, άνδρες και γυναίκες, που περίμεναν την εκτέλεσή τους από μέρα σε μέρα.

Στο Χαϊδάρι. Ακόμη και μέσα στην απομόνωση του Μπλοκ 15, η Ηρώ συνέχισε τον αγώνα της με το ηθικό της ακμαίο. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγκρατουμένων, όταν πληροφορήθηκαν ότι ορισμένες κρατούμενες επρόκειτο να σταλούν σε γερμανικά στρατόπεδα, κάποιες το είδαν ως «λύτρωση» από το μαρτύριο της φυλακής. Η νεαρή ΕΠΟΝίτισσα αντέδρασε έντονα: «Ντροπή σας! Δεν είστε Ελληνίδες; Καμιά δεν πρέπει να πάει στη Γερμανία… Καλύτερα να μας τουφεκίσουν παρά να υποστούμε εξευτελισμούς!» φώναξε προς τις αποκαρδιωμένες γυναίκες. Με αυτά τα λόγια, η Ηρώ τους ενέπνευσε θάρρος, προκρίνοντας τον αξιοπρεπή θάνατο από τη σκλαβιά.

Στο Χαϊδάρι, η Ηρώ γνωρίστηκε με μια εμβληματική μορφή της Αντίστασης, την Λέλα Καραγιάννη. Η Λέλα πολύ μεγαλύτερή της έγινε για την 17χρονη σαν δεύτερη μητέρα: την κρατούσε στην αγκαλιά της τα βράδια, προσφέροντάς της στοργή και κουράγιο μέσα στη φρίκη της φυλακής. Οι δυο τους, μαζί και με άλλες κρατούμενες (όπως την συναγωνίστριά της Αθηνά Χατζηεσμέρ), μοιράστηκαν την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεση, στις 4 προς 5 Σεπτεμβρίου 1944, στο σκοτεινό κελί του Μπλοκ 15.

Σκοπευτήριο Καισαριανής (5 Σεπτεμβρίου 1944). Τις πρώτες ώρες της 5ης Σεπτεμβρίου 1944, οι Γερμανοί αποφάσισαν μια μαζική εκτέλεση ως αντίποινα. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία, η διαταγή ήταν αντίποινα για τη δολοφονία ενός διαβόητου δωσίλογου, του Αποστόλη Παπαγεωργίου, από την αντιστασιακή οργάνωση ΟΠΛΑ. Πενήντα κρατούμενοι – 42 άνδρες και 8 γυναίκες επιλέχθηκαν από το Χαϊδάρι για να εκτελεστούν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, χαρακτηρισμένη ως «εξαιρετικά επικίνδυνη», ήταν ανάμεσά τους.

Πριν ξημερώσει, ένας φύλακας φώναξε το όνομά της στο θάλαμο. «Εγώ είμαι έρχομαι» απάντησε θαρραλέα η Ηρώ, προχωρώντας μπροστά. Η Λέλα Καραγιάννη την πλησίασε και την ασπάστηκε, λέγοντάς της: «Μπράβο, Ηρώ μου. Έτσι πεθαίνουν οι Ελληνίδες» ένα τελευταίο μήνυμα περηφάνειας και αποχαιρετισμού.

Οι 50 μελλοθάνατοι φορτώθηκαν σε καμιόνι. Όταν τα φορτηγά της φρουράς διέσχιζαν τις γειτονιές της Αθήνας, οι κάτοικοι αντιλαμβανόμενοι τον προορισμό θρηνούσαν σιωπηλά για το τραγικό ξημέρωμα. Στο Σκοπευτήριο, οι κατακτητές έστησαν τους μελλοθάνατους ανά πεντάδες μπροστά στον τοίχο. Στην πρώτη πεντάδα ήταν η Ηρώ, η φίλη της Αθηνά, ένας 20χρονος φοιτητής και δύο πατριώτες. Τους υποχρέωσαν να γονατίσουν ενώ οι υπόλοιποι 45 κρατούμενοι στέκονταν δίπλα, ψέλνοντας ένα σπαρακτικό μοιρολόι-τραγούδι αντίο.

Η εκτέλεση της Ηρώς υπήρξε ιδιαίτερα στυγερή. Χωρίς να της έχει αποδοθεί καμία νόμιμη κατηγορία ή να περάσει από δίκη, το 17χρονο κορίτσι αντιμετωπίστηκε με πρωτοφανές μίσος. Οι Ναζί αξιωματικοί διέταξαν να τη γαζώσουν με 17 σφαίρες μία για κάθε έτος της ζωής της «προς παραδειγματισμό» όπως κυνικά δήλωσαν. Λίγο πριν οι εκτελεστές ανοίξουν πυρ, η Ηρώ πρόλαβε μια ύστατη πράξη αντίστασης: έσκισε το φόρεμά της και φώναξε με όλη της τη δύναμη προς το απόσπασμα, «Χτυπάτε! Κτήνη!».

Αυτές οι τελευταίες της λέξεις κραυγή περιφρόνησης προς τους δήμιους έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη των μαρτύρων. Με την πρώτη ομοβροντία, η γειτονιά της Καισαριανής σείστηκε και πενήντα ψυχές πέταξαν ελεύθερες στον ουρανό, θυσία στο βωμό της λευτεριάς.

Μεταπολεμικές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την αγριότητα της εκτέλεσης. Όταν αργότερα κάποιος ρώτησε έναν Γερμανό αξιωματούχο γιατί σκότωσαν ένα κορίτσι μόλις 17 ετών, εκείνος απάντησε ψυχρά: «Διότι τέτοιοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι για εμάς». Η Ηρώ Κωνσταντοπούλου έπεσε για την πατρίδα, μόλις 37 ημέρες πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη ναζιστική κατοχή. Προφητικά, λίγες μέρες νωρίτερα, στο κελί της, είχε γράψει μερικούς στίχους που αποδείχθηκαν αληθινοί:

«Υπομονή κι υπομονή,

Καρτέρει και καρτέρει,

Και τούτος ο Σεπτέμβρης

Τη Λευτεριά θα φέρει.»

Πράγματι, στις 12 Οκτωβρίου 1944 η Αθήνα απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς. Η θυσία της Ηρώς και των συντρόφων της δεν ήταν μάταιη. Η ιστορία της 17χρονης μαθήτριας έγινε σύμβολο της ελληνικής αντίστασης, εμπνέοντας τις μεταγενέστερες γενιές.

Μνήμη και υστεροφημία. Μετά την Απελευθέρωση, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου τιμήθηκε ως ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης. Το όνομά της συμπεριλήφθηκε στο Πάνθεον των Μαρτύρων της Κατοχής. Στις 29 Δεκεμβρίου 1977, η Ακαδημία Αθηνών, ύστερα από εισήγηση του καθηγητή φιλοσοφίας Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, της απένειμε μεταθανάτιο βραβείο για την ύψιστη θυσία της αναγνωρίζοντας παράλληλα και τη συμβολή της ΕΠΟΝ στον απελευθερωτικό αγώνα.

Η ζωή της Ηρώς μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1981 από τον σκηνοθέτη Νίκο Φώσκολο. Η ταινία «17 σφαίρες για έναν άγγελο η αληθινή ιστορία της Ηρώς Κωνσταντοπούλου» με πρωταγωνίστρια τη Μαίρη Βιδάλη, έκανε γνωστή την ιστορία της στο ευρύ κοινό. Επίσης, έχουν γυριστεί ντοκιμαντέρ και έχουν γραφτεί βιβλία και αφιερώματα για εκείνη.

Σήμερα, το όνομά της φέρουν πολλοί δρόμοι και σχολεία στην Ελλάδα, τιμώντας τη μνήμη της. Στην πλατεία Τερψιθέας του Πειραιά έχει ανεγερθεί ο μαρμάρινος ανδριάντας της, έργο του γλύπτη Νικόλα, υπενθυμίζοντας σε όλους το θάρρος μιας έφηβης που αψήφησε τον κατακτητή.

Στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στο Σκοπευτήριο Καισαριανής υπάρχει ειδική αίθουσα αφιερωμένη σε εκείνη, όπου εκτίθενται προσωπικά της αντικείμενα ακόμα και τα έπιπλα από το παιδικό δωμάτιό της. Τα τεκμήρια αυτά, σε συνδυασμό με τις μαρτυρίες των συμπολεμιστών της, κρατούν ζωντανή τη μνήμη της νεαρής ηρωίδας.

ΠΗΓΕΣ:

Αντώνης Φλούντζης, Χαϊδάρι: Κάστρο και Βωμός της Εθνικής Αντίστασης

Δ. Γατόπουλος, Ιστορία της Κατοχής

Δήμος Καισαριανής, Μουσείο ΕΑΜικής Αντίστασης

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα