Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΕΙ ΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΣΠΑΕΙ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ
Η Μαρία Λούκα, η Παυλίνα Μάρβιν και ο Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση “Μέσα στο ναρκοπέδιο, μου είπαν πως θα μάθω να χορεύω” που είναι είναι εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός: τον βιασμό ενός γκέι αγοριού,
Το έργο της Μαρίας Λούκα, Μέσα στο ναρκοπέδιο, μου είπαν πως θα μάθω να χορεύω, είναι μια συγκλονιστική μυθοπλαστική αποτύπωση του βιασμού ενός γκέι αγοριού, που αναδείχθηκε στο πλαίσιο του ελληνικού #MeToo.
Μέσα από τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Παυλίνας Μάρβιν, το έργο αυτό παίρνει ζωή στο ΚΕΤ (Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων), προσφέροντας μια ισχυρή και καίρια ματιά στις παραβιάσεις του σώματος, τα όρια της ατομικής ελευθερίας και την κοινωνική αποδοχή.
Με τη συναίνεση του θύματος, η προσωπική μαρτυρία μεταγράφεται σε μια δημιουργική δραματουργική μεταφορά, προκειμένου να αποκαλυφθούν όχι μόνο οι ψυχικές και σωματικές πληγές του τραύματος, αλλά και οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που το ενισχύουν.
Πρωταγωνιστεί ο Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης
Τι ώρα πήγατε σπίτι του;
Σας είχε προσκαλέσει εκείνος;
Τι χρώμα ήταν ο καναπές στο σαλόνι;
Πού ήταν η κρεβατοκάμαρα;
Είστε σίγουρος ότι ήταν δεξιά από τον διάδρομο;
Εσείς αντισταθήκατε;
Τι είπατε;
Το είπατε δυνατά;
Είστε σίγουρος πως το άκουσε;
Το έργο είναι ένας μονόλογος για τις στρατηγικές ενδυνάμωσης των ατόμων που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και για τη μετάβαση από την ταυτότητα του θύματος σε εκείνη του ανθρώπου που επέζησε.
Η Μαρία Λούκα αναφέρει στο NEWS 24/7 ποια ήταν η αφορμή που την ώθησε να γράψει το έργο αυτό : “Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία ενός αγαπημένου μου προσώπου που έχει υποστεί βιασμό. Αυτή ήταν η πρώτη ύλη.
Δεν αποτελεί όμως μια παράσταση ντοκιμαντέρ, καθώς αυτή η ιστορία έχει μεταγραφεί μυθοπλαστικά και δραματουργικά, διατηρώντας μια συνομιλία με τη συλλογική εμπειρία της σεξουαλικής βίας, των επεξεργασιών και των διεκδικήσεων που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο του φεμινιστικού και κουήρ λόγου και στο πως αυτός ο λόγος κατόρθωσε να διαρρήξει το μονοπώλιο του πατριαρχικού λόγου και να ορατοποιήσει το τραύμα της έμφυλης και σεξουαλικής βίας”.
Η Παυλίνα Μάρβιν προσέγγισε το έργο: “με πολλή έγνοια για το πού θα μας οδηγήσει, πώς θα μας μετατοπίσει δηλαδή, το ίδιο το κείμενο της Μαρίας Λούκα, και για το αν ως ομάδα θα φέρουμε σε πέρας την αποστολή μας – να διαμορφώσουμε μια σκηνική πραγματικότητα που θα μπορέσει να φιλοξενήσει τις ανιστόρητες πλευρές της πορείας από το βαθύ τραύμα στην αξιοβίωτη ζωή.
Παρότι συνηθίζω να χρησιμοποιώ ιδιαίτερα φορμαλιστικές προσεγγίσεις στη σκηνοθετική μου εργασία, στο συγκεκριμένο έργο θεώρησα σκόπιμο να κινηθώ διαφορετικά, δίνοντας και στον ηθοποιό μας και στον εαυτό μου μεγαλύτερες ελευθερίες για να προσεγγίσουμε με τον προσεκτικότερο δυνατό τρόπο δύσκολες περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας.
Συγκεκριμένα, η δουλειά με τον λόγο αποτελεί την αφετηρία μας, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται εργαλεία τόσο από το ψυχολογικό θέατρο όσο και από το θέατρο της επινόησης. Σε αυτή την προσπάθεια δεν θα μπορούσα να πορευτώ χωρίς την υποστήριξη της βοηθού μας στη σκηνοθεσία, Ειρήνης Βουρλάκου, της σκηνογράφου μας, Ασημίνας Λιαρμακοπούλου, και της συνεργάτιδας στη μουσική δραματουργία και συνθέτιδας, Παυλίνας Κατσή.
Σημαντικό ρόλο στο σκηνοθετικό μου βλέμμα έπαιξε και ο τόσο ιδιαίτερος χώρος του ΚΕΤ (Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων) που μας φιλοξενεί με ζεστασιά. Επειδή η ιστορία μας διαδραματίζεται σε ένα δωμάτιο νέου ανθρώπου, χρειάζεται αφενός να εντοπίσουμε και να οριοθετήσουμε το δωμάτιο, αφετέρου να ερευνήσουμε όλες τις ενδεχόμενες μεταμορφώσεις του. Αυτή η διαδικασία οικειοποίησης και επανεπινόησης του χώρου είναι από μόνη της συναρπαστική”.
Η συνεργασία των τριών
“Με την Παυλίνα Μάρβιν που σκηνοθετεί την παράσταση είμαστε μαζί σε αυτό το εγχείρημα πριν γραφτεί το κείμενο. Μαζί συζητήσαμε πρώτη φορά ότι έχει νόημα να διανοηθούμε μια τέτοια παράσταση και αρχίσαμε να κινούμαστε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Όταν το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή ανέλαβε την παραγωγή του έργου, ο πρώτος άνθρωπος που σκεφτήκαμε για την ερμηνεία ήταν ο Ιώκο και θα έλεγα ότι ήταν χωρίς εναλλακτική, δηλαδή αδυνατούσαμε να σκεφτούμε κάποιον άλλον για τον ρόλο. Οπότε είναι μια συνεργασία που όλα εξελίχθηκαν με βάση την πρώτη σπίθα κι είναι πολύ όμορφο να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το ίδιο ισχύει και για τον χώρο. Το ΚΕΤ ήταν ένας χώρος που μας ενδιέφερε και ανταποκρίθηκε με θέρμη. Ολη η ομάδα που έχει συγκροτηθεί περιβάλλει το έργο με φροντίδα, χτίζοντας ένα πλαίσιο ασφάλειας” λέει χαρακτηριστικά η Μαρία Λούκα.
Η Παυλίνα Μάρβιν σημειώνει πως είναι πολύ χαρούμενη για τη συνεργασία αυτή. Μάλιστα είχε παρακολουθήσει δουλειά του Ιώκο τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο το γεγονός πως είναι ο ίδιος δημιουργός, κάνει τις δικές του δουλειές, έχει προσωπική αισθητική, πολιτική συνείδηση, οξύ πνεύμα της ενέπνευσε εμπιστοσύνη.
“Η συνεργασία μας με τον Ιώκο ξεκίνησε πολύ δημιουργικά, με εντατικούς διαλόγους ως προς την ανάλυση του κειμένου, πειραματισμό σε ό,τι αφορά τη σχέση της ερμηνείας με τα αντικρίσματα και τα συναισθήματα, συνδημιουργία του αιχμηρού και συνάμα τρυφερού κόσμου που φιλοδοξούμε να οικοδομήσουμε και να προσφέρουμε” λέει.
Ο Ιώκο αναφέρει πώς προετοιμάστηκε για τον ιδιαίτερο αυτό ρόλο: “Έκανα έρευνα σχετική με το θέμα και κάνοντας κυρίως αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε στη ζωή, κοιτώντας την πλευρά που έχει σημασία, αυτή των θυμάτων.
Συνεργατικά η δουλειά έγινε με αρκετή φροντίδα προερχόμενη πρωτίστως από την Παυλίνα και τη Μαρία. Με κοινούς προβληματισμούς για το θέμα του έργου όπου το κείμενο μας έδινε τις απαντήσεις σε κάθε ερώτηση”.
Ο πιο “δύσκολες στιγμές” της παράστασης αυτής
“Η δύσκολη διαδικασία εδώ δεν ήταν η συγγραφή. Ήταν όσα προηγήθηκαν. Το να παρακολουθείς δίκες για έμφυλα και σεξουαλικά εγκλήματα, να βλέπεις την αρχιτεκτονική της αγριότητας πάνω στην οποία είναι δομημένα τα δικαστήρια, τη στρατηγική εξουθένωσης των θυμάτων είναι δύσκολο.
Και φυσικά είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο και επώδυνο για τα ίδια τα υποκείμενα τα οποία καλούνται στην πραγματικότητα να εισφέρουν το σώμα τους ως τεκμήριο στην δικαστική διερεύνηση, να αμφισβητηθούν και να απολογηθούν γι’ αυτό που τους έχει συμβεί. Δύσκολη και οδυνηρή είναι η συνειδητοποίηση της έκτασης, της έντασης και του αποτυπώματος του σεξουαλικού τραύματος, ότι μπορεί αρκετές/οι/α να το φέρουμε στη βιογραφία μας, ακόμα κι αν έχει απωθηθεί, ακόμα κι αν έχει συντελεστεί στη γκρίζα ζώνη της κανονικοποίησης της σεξουαλικής κακοποίησης. Η συγγραφή είχε περισσότερο έναν επουλωτικό χαρακτήρα” απαντά η Μαρία Λούκα.
Και η Παυλίνα Μάρβιν μιλά από τη δική της πλευρά για το ποιες ήταν οι πιο δύσκολες στιγμές κατά τη σκηνοθετική προσέγγιση: “Καθότι οι δοκιμές μας βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, αντιλαμβάνομαι ότι είναι κρίσιμο και συνάμα τρομερά απαιτητικό να αποφύγουμε μια παράσταση που αντί να δίνει διέξοδο, επανατραυματίζει. Το πρόβλημα με τη σκηνοθετική προσέγγιση είναι πως πάντα ένα μέρος της ματαιώνεται από τη θεωρία στην πράξη.
Το θαύμα είναι πως οι δύσκολες, αμήχανες και φαινομενικά αδιέξοδες στιγμές πάντοτε μας ανοίγουν το δρόμο για μιαν άλλη ματιά ─ αν βρούμε, βέβαια, την ανοιχτότητα και το θάρρος να τον διανύσουμε τον δρόμο αυτόν. Πώς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε ενδυναμωμένες/οι από την αναμέτρηση με μια πραγματικά σκληρή ιστορία; Αυτό είναι το στοίχημα”.
Για τον Ιώκο “το ζητούμενο είναι η κατανόηση του βιώματος ενός άλλου ανθρώπου και όχι η όποια δυσκολία μου σε αυτή τη διαδικασία. Μια ευκαιρία υπενθύμισης του να δούμε τα θύματα όπως πραγματικά είναι, με όλο το φορτίο που φέρουν, ασύγκριτα παντοδύναμα απέναντι σε κάθε τέρας”.
Ο χαρακτήρας του βιώνει τον ψυχικό πόνο και την επεξεργασία ενός σοβαρού τραύματος. Πώς καταφέρε ο ίδιος να να συνδεθεί συναισθηματικά με αυτή τη διαδικασία, χωρίς ωστόσο να υπερβεί τα όρια;
“Λέω μία ιστορία ενός ανθρώπου σαν να την εμπιστεύομαι ως δική μου πολύτιμη σε ανθρώπους που αγαπώ” τονίζει.
Το έργο είναι ένας μονόλογος που εστιάζει στο σύστημα εξουσίας το οποίο αξιολογεί, διαβαθμίζει, ταξινομεί τα θύματα ως «ιδεατά θύματα», «λιγότερο θύματα» ή «μη θύματα», διαμορφώνοντας τους όρους της συμβολικής τους εξόντωσης.
Η Μαρία Λούκα εξηγεί πως “ο βιασμός είναι το κατεξοχήν έγκλημα που βάζει στο μικροσκόπιο τα θύματα, τη συμπεριφορά τους, την εικόνα τους, τη μνήμη τους, ακόμα και τα ρούχα τους. Ως αποτέλεσμα έχουν εδραιωθεί διάφορα στερεότυπα για τα θύματα βιασμού, το δικαστικό σώμα κι ένα τμήμα της κοινωνίας θεωρούν ότι τα θύματα, για να πιστέψουν ότι είναι όντως θύματα, πρέπει να ανταποκρίνονται σε πολύ συγκεκριμένες, αυστηρές και στεγανές τυπολογίες.
Προσδοκούν από τα θύματα να είναι «άσπιλα» με όρους εθνικοχριστιανικής ηθικής, καταρρακωμένα και μ’ έναν τρόπο ισόβια θύματα. Γι’ αυτό και επιβιώνουν ακόμα όλες αυτές οι εξοργιστικές ερωτήσεις για τα ρούχα του θύματος, για τη σεξουαλική του ζωή, για τη σχέση με τον δράση, για το πώς συμπεριφέρθηκε μετά τον βιασμό. Κάθε τέτοια ερώτηση συνιστά μια αμφισβήτηση. Βέβαια, όλες αυτές οι μυθοπλασίες έχουν καταρριφθεί από τις σύγχρονες προσεγγίσεις της κοινωνικής θεωρίας, της εγκληματολογίας, της νευροψυχολογίας του τραύματος.
Είναι ξεκάθαρο ότι ένα θύμα βιασμού μπορεί να φορούσε οτιδήποτε, να είχε ερωτική σχέση ή οποιαδήποτε άλλη σχέση με τον δράστη, να μη μπορεί να ανακαλέσει όλες τις λεπτομέρειες του γεγονότος, ότι μπορεί ένα θύμα βιασμού να διεκδικήσει ξανά τη χαρά και την απόλαυση στη σεξουαλική του ζωή κι ότι τίποτα από αυτά δεν το κάνει λιγότερο θύμα. Οπότε, αυτό το ζήτημα είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του έργου”.
Τιμωρία τελικά υπάρχει;
Το έργο αφορά τον βιασμό ενός γκέι αγοριού, μία ιστορία που αναδείχθηκε στο πλαίσιο του ελληνικού #MeToo. Τελικά, τόσα χρόνια μετά, τιμωρούνται τέτοιου είδους εγκλήματα;
Η Μαρία Λούκα σημειώνει “θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο έννοιες που είναι κεντρικές στο μυαλό μου, η πρόληψη και η απόδοση της ευθύνης. Τόσα χρόνια μετά, λοιπόν, δεν έχουν γίνει εκείνες οι αναγκαίες τομές για να προλαμβάνονται αυτά τα εγκλήματα και όταν γίνονται να αποδίδεται με τρόπο που δε θα επανατραυματίζει η ευθύνη.
Νομίζω πως ο ποινικός λαϊκισμός στον οποίο επιδίδεται το κράτος όχι απλά δεν θεραπεύει κάτι, αλλά αποτελεί κι ένα βολικό άλλοθι για να μείνουν αδιατάρακτες οι συστημικές αιτίες που ευνοούν και κανονικοποιούν τη βία. Ταυτόχρονα ο τρόπος που έχει επιλέξει το σύστημα απονομής δικαιοσύνης να εξετάζει τα εγκλήματα παραμένει βαθιά αναχρονιστικός με αποτέλεσμα να εκδικείται τους ανθρώπους που προσφεύγουν σε αυτό και να αποθαρρύνει τους υπόλοιπους. Όλα αυτά έχουν καταδειχθεί αλλά η απροθυμία της Πολιτείας να κάνει κάτι είναι ενδεικτική της καταστατικής περιφρόνησης προς τα θύματα”.
Και η Παυλίνα Μάρβιν παίρνει τη σκυτάλη και λέει: “Η πίστη μου στην αστική δικαιοσύνη είναι περιορισμένη. Αυτή την ώρα μια γενοκτονία συντελείται ατιμώρητα πολύ κοντά μας και ένας πατέρας στη χώρα μας κάνει απεργία πείνας για το αδικοχαμένο παιδί του, που δολοφονήθηκε στο ατιμώρητο έγκλημα των Τεμπών. Παραταύτα, δεν έχω σκεφτεί ποτέ πως έχει νόημα να σταματήσουμε να ακολουθούμε αυτήν την οδό, των έννομων διεκδικήσεων. Όταν ξέσπασε το ελληνικό #ΜeToo είχα μόλις ξεκινήσει τις σπουδές μου στο θέατρο.
Μετά από σχεδόν πέντε χρόνια, μπορώ να πω πως έχουν γίνει μεγάλα βήματα στη σωστή κατεύθυνση. Είμαστε, όμως, ακόμα στην αρχή. Χρειάζονται αμέτρητες ζυμώσεις, εμπρόθετη και συνεχόμενη συλλογική εργασία, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να συζητάμε όχι πόσο αποτελεσματικά τιμωρήθηκε ένα έγκλημα, αλλά πόσο αποτελεσματικά αποφεύχθηκε”.
Το θέατρο είναι εργαλείο αλλαγής
Μπορεί άραγε το θέατρο μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο αλλαγής ή συνειδητοποίησης σε σχέση με τα κοινωνικά και προσωπικά τραύματα;
“Σίγουρα έχω ανάγκη να το πιστέψω, παρότι και το θέατρο δεν είναι κάτι ενιαίο και ομοιογενές και διέπεται από κοινωνικές, ιδεολογικές και αισθητικές διαπάλες. Επίσης, είναι ένας χώρος στον οποίο έχουν συντελεστεί πράξεις έμφυλης και σεξουαλικής βίας, συχνά με την επίφαση της «καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητας» αλλά στο ελλαδικό συγκείμενο είναι και ο χώρος που πρωτοστάτησε στο κίνημα metoo, πράγμα εξαιρετικά σημαντικό για το ίδιο το θέατρο και για την κοινωνία στο σύνολο της.
Για να επανέλθω, όμως στο ερώτημα, ναι πιστεύω ότι το θέατρο μπορεί να έχει λυτρωτική και ενδυναμωτική διάσταση για αυτά που μας καίνε και δεν είναι τυχαίο πως τα τελευταία χρόνια έχουμε δει παραστάσεις στην καρδιά των κοινωνικοπολιτικών διακυβευμάτων που αγκαλιάζονται από το κοινό. Θεωρώ πως ειδικά για το συγκεκριμένο έργο, το ότι ανεβαίνει στο θέατρο, έχει σημασία. Σα γεγονός από μόνο του έχει στοιχεία αποκατάστασης” λέει η Μαρία Λούκα.
Και η Παυλίνα Μάρβιν συνεχίζει: “Νομίζω για την ακρίβεια πως δεν θα καταπιανόμουν με το θέατρο και τη λογοτεχνία αν δεν το πίστευα. Ναι, η τέχνη μας δίνει ─μέσα από την ιστορία της, τις μεθοδολογίες, την ελευθερία έκφρασης, το πεδίο συνάντησης που προσφέρει─ όλες τις δυνατότητες να δουλέψουμε συστηματικά διαμορφώνοντας μια συγκροτημένη αλλά και μη αναμενόμενη παρέμβαση για την κοινωνική αλλαγή”.
Ο Ιώκο καταλήγει πως “Η τέχνη εν τω συνόλω λειτουργεί -και- ως εγχειρίδιο ελπίδας για την ύπαρξη. Σαν λίπασμα, αν θέλετε. Αν το ψυχικό έδαφος είναι πρόσφορο μπορούν να γίνουν θαύματα.”
Συντελεστές
Κείμενο: Μαρία Λούκα
Σκηνοθεσία: Παυλίνα Μάρβιν
Ερμηνεία: Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Ειρήνη Βουρλάκου
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Σκηνογραφία: Ασημίνα Λιαρμακοπούλου
Μουσική: Παυλίνα Κατσή
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Εκτέλεση παραγωγής: Lάz-Las theatre group
Σχεδιασμός αφίσας: Αναστασία Δαφερέρα
Γραφιστική επιμέλεια για Eteron: Χαρά Μπαλάκα
Μια παραγωγή του Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Συμπαραγωγή: Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων / ΚΕΤ
Διάρκεια: 60’
*Ο τίτλος του έργου προέρχεται από το ποίημα του Ocean Vuong “Πες μου κάτι καλό” σε μετάφραση Δημήτρη Μαύρου (εκδόσεις Gutenberg).
Εισιτήρια: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/mesa-stonarkopedio-mou-eipan-pos-tha-matho-na-xoreuo