Γιάννης Καλαβριανός: 95 αφηγήσεις ζωής, μία παράσταση μνήμης και αλήθειας

Διαβάζεται σε 7'
Γιάννης Καλαβριανός
Γιάννης Καλαβριανός

Με ένα νέο ανέβασμα της θρυλικής παράστασης «Γιοι και κόρες» μετά από 14 χρόνια και με την περσινή επιτυχία «Η πύλη της Κόλασης», ο Γιάννης Καλαβριανός καταφθάνει τον Οκτώβριο στο ιστορικό Αμφι-θέατρο, γιορτάζοντας τα 20 χρόνια της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris.

Πόσο πιο ενδιαφέρον να είναι ένα έργο όταν βασίζεται σε αληθινές ιστορίες ανθρώπων – ακόμη και κάπως αλλαγμένες; Πόσο πιο ενδεικτικό της αγάπης για τον άνθρωπο, το θέατρο μα και τη χώρα του, να είναι κάτι όταν αποφασίζει ένας οραματιστής να καταγράψει 95 αφηγήσεις άγνωστων ιστοριών που όμως μαρτυρούν την ιστορία το τόπου του;

Πόσο πιο συναισθηματικά φορτισμένο να είναι ένα θέαμα που δίνει φωνή σε όποιον δεν είχε -δημόσια- και που προκαλεί τη συνείδηση όλων για όσα οι αδικίες των κοινωνιών και πολλά άλλα που έχουν χαράξει ψυχές ανθρώπων; Χαρακιές που θα είχαν ξεχαστεί αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Καλαβριανός.

Ο επίμονος, τρυφερός και ακούραστος συγγραφέας και δραματουργός, αυτός ο σκηνοθέτης που πάντα μας εκπλήσσει και μας ταξιδεύει παντού.

Με ένα νέο ανέβασμα της θρυλικής παράστασης «Γιοι και κόρες» μετά από 14 χρόνια και με την περσινή επιτυχία «Η πύλη της Κόλασης», ο Γιάννης Καλαβριανός καταφθάνει τον Οκτώβριο στο ιστορικό Αμφι-θέατρο, γιορτάζοντας τα 20 χρόνια της Εταιρείας Θεάτρου Sforaris.

Η παράσταση «Γιοι και κόρες», μια από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις στην πρόσφατη ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών αφορά το κείμενο που βασίζεται σε αφηγήσεις ηλικιωμένων από όλη τη χώρα, στους οποίους τέθηκε από τους συντελεστές το ίδιο ερώτημα: «Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε μία ιστορία από όλη σας τη ζωή, ποια θα ήταν αυτή;»

Από την καταγραφή του πολύωρου μαγνητοσκοπημένου υλικού επιλέχθηκαν τελικά 95 αφηγήσεις που βρίσκονταν σε άμεση συνάφεια και σχέση με καταγεγραμμένα ιστορικά γεγονότα και προέκυψαν από αυτές 12 επεξεργασμένες ιστορίες, που εκτείνονται από τη Μικρασιατική καταστροφή μέχρι την πανδημία του covid και το πρώτο lockdown.

Όλες οι ιστορίες είναι αληθινές. Τα ονόματα και τα φύλα των προσώπων αλλάχθηκαν για να προστατευθεί η ανωνυμία τους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εναλλακτική αφήγηση της επίσημης ιστορίας της χώρας μέσα από τις άγνωστες περιπέτειες των καθημερινών ανθρώπων. Των ανθρώπων που πιέζονται, λοξοδρομούν, δυσκολεύονται και αποτυγχάνουν, αλλά που σε κάθε εποχή επιμένουν και αναζητούν να ευτυχήσουν.

Πόσο μεγάλη είναι η διαφορά να δουλεύει κάποιος στο θέατρο πάνω σε αληθινές ιστορίες και όχι σε μυθοπλασία; Σε τι θέση σας βάζει απέναντι στο πώς θα διαχειριστείτε κάποια ευαίσθητα σημεία;

Η εκκίνηση από πραγματικά γεγονότα εμπεριέχει τη συναισθηματική εμπλοκή των δημιουργών και μια διαφορετικού είδους υποχρέωση να φανείς αντάξιος της εμπιστοσύνης των αφηγητών. Στη συγκεκριμένη παράσταση το αρχικό υλικό μεταπλάστηκε, αλλάζοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να φωτογραφίσει τους αληθινούς πρωταγωνιστές και τις οικογένειές τους, μια και ο στόχος μου δεν ήταν η ντοκυμαντερίστικη καταγραφή της ιστορίας τους.

Αναγκαστικά λοιπόν, ενεπλάκη και η μυθοπλασία, αλλάζοντας τα ονόματα, τα φύλα, τις πόλεις και φτιάχνοντας ιστορίες που αποτελούνταν από περισσότερες επιμέρους. Καμία ιστορία δεν μεταφέρθηκε αυτούσια. Τα πιο ευαίσθητα σημεία, εκείνα που ξυπνούσαν επώδυνες ή μη διαχειρίσιμες μνήμες, αφαιρέθηκαν. Το ζητούμενο δεν ήταν η καταγραφή του ακραίου, ή τραυματικού γεγονότος, αλλά ο τρόπος που οι αληθινοί πρωταγωνιστές το επεξεργάστηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους.

Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των τελικών ιστοριών που παρακολουθεί ο κόσμος; Της διαφορετικής θεματικής, της σπουδαιότητας της ιστορικότητας ή της συναισθηματικής έντασης.

Κατ’ αρχάς υπήρξε μια πρώτη επιλογή των ανθρώπων που αφηγήθηκαν τις ιστορίες τους. Εξαιρέθηκαν όσοι ακόμη εργάζονταν και όσοι είχαν διαδραματίσει, με οποιονδήποτε τρόπο, ρόλο στην επίσημα καταγεγραμμένη ιστορία της χώρας.

Από τις περίπου 95, πια, ιστορίες, επιλέχθηκαν εκείνες που είχαν συμβεί σε χρονική συνάφεια με γνωστά ιστορικά γεγονότα. Δεν προκρίθηκαν τα πιο εντυπωσιακά ή παράδοξα περιστατικά, αλλά εκείνα που παρουσίαζαν δραματικό ενδιαφέρον ώστε να μεταγραφούν και να παρασταθούν σκηνικά. Εξαιρέθηκαν πολύ εντυπωσιακές ιστορίες μεγάλης συναισθηματικής έντασης που φωτογράφιζαν τις οικογένειες και τα πρόσωπα.

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις των αληθινών πρωταγωνιστών όταν διάβασαν το κείμενο – διότι υποθέτω ότι θα είχατε συγκατάθεση και έγκριση – και ποιες όταν / αν είδαν την παράσταση;

Η έγκριση ήταν από την αρχή το αιτούμενό μας και αυτό μας δημιούργησε ένα τεράστιο φορτίο να φανούμε αντάξιοι της εμπιστοσύνης τους. Οι πρώτοι που ήρθαν, είχαν μεγάλη περιέργεια και συστολή να δουν τη ζωή τους, έστω και μεταποιημένη, σε μια θεατρική σκηνή. Η αγωνία μας εξανεμίστηκε όταν μετά τις πρώτες παραστάσεις μας μιλούσαν με εγκαρδιότητα και ανακούφιση και ανταπέδωσαν τη δουλειά μας με τεράστιες αγκαλιές. Τον επόμενο καιρό έφερναν τους φίλους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους, δημιουργώντας με κάποιον τρόπο τη μεγάλη οικογένεια της παράστασης. Το στενάχωρο είναι πως μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια από τις πρώτες συνεντεύξεις, οι περισσότεροι έχουν φύγει από τη ζωή και δεν θα μπορέσουμε ξανά να τους έχουμε στις πρώτες σειρές.

Τι αλλάζει σήμερα μετά από τόσα χρόνια; Είναι άλλη η οπτική σας και πού έγκειται η ενδεχόμενη μεταστροφή;

Η πρώτη ιδέα για τη δημιουργία της παράστασης προέκυψε μετά τον θάνατο του παππού μου, οπότε υπήρχε η ανάλογη συναισθηματική εμπλοκή, που εντάθηκε με τη γνωριμία με τους ανθρώπους που μας αφηγήθηκαν τις ζωές τους. Πλέον, 14 χρόνια μετά, υπάρχει μια  νέα κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Οι κοινωνία, ως ζωντανός οργανισμός, αλλάζει συνήθειες και τρόπους βίωσης και έκφρασης της καθημερινότητας.

Ζώντας στο σήμερα και αναγνωρίζοντας τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί και εκείνες που κυοφορούνται, θεώρησα πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να ξαναβρούμε το κέντρο μας. Να θυμηθούμε τους ανθρώπους μας, το πώς διαχειρίστηκαν εποχές καταστολής, στέρησης της ελευθερίας, πολεμικών συρράξεων και την εγγενή και πανανθρώπινη ανάγκη να ακούμε ιστορίες. Με καμία διάθεση νοσταλγίας, αλλά ως πολιτική θέση και τρόπο του ζην.

Σε ποια γενικά συμπεράσματα καταλήξατε μέσα από αυτές τις ιστορίες για τη χώρα και τους ανθρώπους της;

Οι άνθρωποι χρειαζόμαστε συγκεκριμένες βασικές, απλές, συνθήκες ζωής και αυτές, διαχρονικά, αναζητούμε. Οι κοινότητες πρέπει να διέπονται από κανόνες, ως προϋπόθεση ευημερίας των μελών τους. Όταν αυτές παύουν να υφίστανται, η κοινότητα διαλύεται. Πάντα υπήρχαν τριγμοί, ατομικές φιλοδοξίες ή εξωτερικές απειλές, που αντισταθμίζονταν από ομοιοστατικούς μηχανισμούς διατήρησης της ενότητας. Το μεγάλο ζήτημα ήταν πάντα η ενσωμάτωση της ατομικής ανάπτυξης στο μεγαλύτερο σύνολο. Από εκεί προέκυψε και ο υπότιτλος, «μια παράσταση για την αναζήτηση της ευτυχίας». Μιας ευτυχίας ως άθροισμα στιγμών και όχι, φυσικά, ως μια παγιωμένη, παντοτινή ουτοπία.

Τι σχόλια ακούσατε από το ταξίδι της παράστασης στο εξωτερικό και ποια σας έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση;

Η πρώτη εκδοχή της παράστασης παίχτηκε σε διάφορα Φεστιβάλ στην Ευρώπη. Πέρα από το ξάφνιασμα των κοινών ιστοριών, μια και οι άνθρωποι ζούμε συνήθως πολύ κοινές, χωρίς να το γνωρίζουμε, ζωές, ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν δύο περιστατικά, ένα στη Λευκωσία και ένα στο Ούντινε, της Ιταλίας.

Στην παράσταση ακούγονται σε δύο σημεία, σειρήνες. Στην Ελλάδα, ο ήχος της σειρήνας προσλαμβανόταν πάντα ως ηχητικό εφέ. Στην Κύπρο όμως, προκάλεσε πραγματική δυσφορία και σωματικές αντιδράσεις, μια και ξύπνησε πολύ πιο νωπές μνήμες εξαιτίας της τουρκικής εισβολής.

Στο Ούντινε πάλι, παίξαμε σε κοινό μιας περιοχής από την οποία ξεκίνησε το πρώτο τάγμα φαντάρων που πήγε στο αλβανικό μέτωπο για να πολεμήσει κατά των Ελλήνων. Είχαμε δηλαδή τους απογόνους των δύο πλευρών, να παρακολουθούν την ίδια ιστορία, έχοντας τα ακριβώς αντίθετα βιώματα λόγω καταγωγής, αλλά απολύτως τα ίδια λόγω πολέμου.

Έχετε σκεφτεί και κινηματογραφική μεταφορά αυτού ή κάτι άλλο;

Εγώ κάνω θέατρο, δεν έχω στην πραγματικότητα σκεφτεί ή επιχειρήσει τη διαφορετική μεταφορά του έργου, που όμως αντιλαμβάνομαι πως ίσως είχε μεγάλο ενδιαφέρον.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα