ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΙΔΑΞΕΙ Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΙ ΡΙΦΕΝΣΤΑΛ;
Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ “Ρίφενσταλ: Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ”, Άντρες Βάιελ, αναλύει στο NEWS 24/7 όσα έμαθε για τις αντιφάσεις και την ενοχή της προπαγανδίστριας του Χίτλερ – και το πώς αυτά τα μαθήματα μας προειδοποιούν για τη σημερινή επάνοδο του φασισμού.
To ντοκιμαντέρ “Ρίφενσταλ: Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ”, που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στις αίθουσες, δεν είναι μια απλή υπόθεση κινηματογραφικού προφίλ.
Βγάζοντας άκρη μέσα από τόνους αρχειακού υλικού (που, εκπληκτικά, είχε κρατήσει η ίδια!), ο σκηνοθέτης Άντρες Βάιελ καταφέρε να δημιουργήσει ένα πορτρέτο που μέσα από τις εξόφθαλμες αντιφάσεις του, δημιουργεί όχι μόνο μια αποφασιστικά καταδικαστική εικόνα για την προπαγανδίστρια του Χίτλερ – αλλά και μια εκκωφαντική προειδοποίηση για το σήμερα.
Η Ρίφενσταλ έμεινε στην ιστορία ως δημιουργός του Θρίαμβου της Θέλησης, το διαβόητο ντοκιμαντέρ προπαγάνδας που παρήγγειλε ο Χίτλερ για τη συγκέντρωση του ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη του 1934, όπου μέσα από μια επίμονη ανάδειξη του «τέλειου» και του «δυνατού», η Ρίφενσταλ υπογράμμισε τα ναζιστικά ιδεώδη δίνοντάς τους εικόνα και αισθητικό μήνυμα, στο δρόμο προς τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Ρίφενσταλ πέρασε μια ζωή, στον απόηχο του Πολέμου, προσπαθώντας να διαχειριστεί προσεκτικά την εικόνα της και ισχυριζόμενη πως αυτό που έκανε ούτε προπαγάνδα ήταν, αλλά και πως δεν γνώριζε στα αλήθεια τι ακριβώς συνέβαινε στη διάρκεια της ναζιστικής κυριαρχίας.
Μέσα από αρχειακό υλικό που η ίδια κρατούσε, ο Βάιελ εκθέτει τις αντιφάσεις της ρητορικής που έπλασε για τον εαυτό της. Οι σημειώσεις της, το παντοτινά ένοχο παρουσιαστικό της, το βλέμμα της και ακόμα κι η ίδια η φωνή της (σε ηχογραφήσεις αρχείου που η ίδια κράτησε!) λένε το ακριβώς αντίθετο.
Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό προφίλ άρνησης και μυθοπλαστικού παραλογισμού, σε μια εποχή που η συστημική Δύση λέει με ευκολία συνταρακτικά ψέματα στον εαυτό της για τα όσα καλύπτει, και την ώρα που φασιστικά κινήματα βρίσκονται σε παγκόσμια άνοδο και κυριαρχία.
Ο Θρίαμβος της Θέλησης γυρίστηκε σχεδόν 90 χρόνια πριν, κι η Ρίφενσταλ είναι νεκρή εδώ και 22 χρόνια. Αλλά η ντροπιαστική αυτή κληρονομιά της έχει πάρα πολλά να μας πει σήμερα. Και γι’αυτό το σκοπό αναζητήσαμε τον σκηνοθέτη Άντρες Βάιελ μέσω zoom, για να μας μιλήσει για το ντοκιμαντέρ του αλλά, κυρίως, για τις παράλλήλους που μπορεί κανείς να τραβήξει από την Ιστορία στο σήμερα.
Μπορείς να μου πεις αρχικά ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη πίσω από την απόφαση να κάνεις αυτή την ταινία; Ποιο ήταν το ενδιαφέρον σου, πώς προέκυψε;
Καταρχάς, η παραγωγός Σάντρα Μάισμπεργκερ μού πρότεινε το πρότζεκτ. Είχε πρόσβαση στο αρχείο, στην κληρονομιά της Λένι Ρίφενσταλ. Ήταν κάτι συντριπτικό: επτακόσια κουτιά με υλικό. Τις πρώτες μέρες ήμουν πολύ επιφυλακτικός, γιατί ήξερα ότι η Ρίφενσταλ ήταν δεινή χειρίστρια – μια δασκάλα στη διαχείριση εντυπώσεων. Ήξερα πως μπορεί να είχε καθαρίσει το αρχείο της, να είχε αφαιρέσει ή αλλοιώσει πράγματα.
Οπότε το πρώτο ερώτημα ήταν: πόσο αξιόπιστο και χρήσιμο είναι αυτό το αρχείο; Θα μας επιτρέψει να δούμε κάτι πραγματικά νέο για τον χαρακτήρα της; Ποια ήταν, στην ουσία, η Λένι Ρίφενσταλ; Ένα απλό αλλά κρίσιμο ερώτημα. Και το δεύτερο, ακόμη πιο σημαντικό: τι σημαίνει για εμάς σήμερα;
Τότε ήδη βρισκόμασταν μέσα σε ένα νέο κύμα «γιορτής του έθνους», ανόδου της ιδέας της υπεροχής, του ρατσιστικού λόγου που λέει «είμαστε καλύτεροι από τους μετανάστες», «οι μετανάστες μολύνουν το αίμα μας». Το φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου, η ανάγκη για απλοϊκές απαντήσεις… Όλα αυτά τα βλέπαμε να καθρεφτίζονται στο αρχείο της Ρίφενσταλ.
Έτσι, ένα από τα πρώτα συμπεράσματα ήταν: μήπως η ίδια είναι κάτι σαν το αρχέτυπο του φασισμού; Μπορούμε, μέσα από τα ημερολόγιά της, τις σημειώσεις και τις προσωπικές της ταινίες, να πλησιάσουμε πολύ κοντά της και να χρησιμοποιήσουμε αυτό το υλικό σαν μεγεθυντικό φακό – όχι μόνο για να κοιτάξουμε το παρελθόν, αλλά και σαν μια προειδοποίηση από το μέλλον. Τι θα συμβεί αν δεν σταματήσουμε τα νεοφασιστικά και λαϊκιστικά κινήματα που αναδύονται παντού;
Μιας και το ανέφερες, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι σήμερα ζούμε ξανά σε έναν δρόμο προς τον φασισμό. Και δεν το λέω επιπόλαια. Βλέποντας τη Ρίφενσταλ στην ταινία, να παίρνει συνέχεια αμυντική στάση –«δεν ξέραμε τι συνέβαινε», «δεν φανταζόμουν τι γινόταν»– βλέπω τις ίδιες δικαιολογίες να επαναλαμβάνονται σήμερα. Ήταν αυτή η σύνδεση προφανής για σένα από την αρχή; Πώς δούλεψες με αυτές τις παραλλήλους;
Από την αρχή ήμασταν συνειδητοποιημένοι για την αναγέννηση της φασιστικής αισθητικής σε όλο τον κόσμο. Θυμάμαι, τυχαία, είδα μια ρωσική στρατιωτική παρέλαση τον Μάιο –και από άποψη αισθητικής ήταν σχεδόν όμοια με τον Θρίαμβο της Θέλησης. Ο τρόπος που κινηματογραφείται ο Πούτιν, η γωνία λήψης από χαμηλά, η κυκλική κίνηση της κάμερας γύρω του, η λήψη από ψηλά που δείχνει τις στρατιωτικές φάλαγγες… Εντυπωσιακό, αλλά και εκφοβιστικό: η δύναμη, η ανδρική επιβολή.
Αρχικά σκεφτήκαμε να εντάξουμε τέτοιες σύγχρονες εικόνες στο φιλμ, αλλά τελικά αποφασίσαμε πως δεν χρειάζεται. Όλοι τις συνδέουν αυτόματα. Για κάποιους η αναλογία είναι με τον Πούτιν, για άλλους με τον Όρμπαν στην Ουγγαρία, για άλλους με τον Μόντι στην Ινδία ή στις ΗΠΑ με τον τωρινό Πρόεδρο.
Προτιμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε αποκλειστικά το αρχείο της Ρίφενσταλ, σαν φακό που μεγεθύνει τις αιτίες για τις οποίες εκείνη έγινε προπαγανδίστρια ενός καθεστώτος υπεύθυνου τελικά για 60 εκατομμύρια θανάτους.
Για μένα είχε ενδιαφέρον να δείξουμε μέσα από τα προσωπικά της φιλμ ότι ο φασισμός δεν άρχισε το 1933. Αν κοιτάξεις τους βετεράνους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θα δεις την ίδια φασιστική νοοτροπία: τη λατρεία της δύναμης, την περιφρόνηση προς την αδυναμία. Έβλεπαν τους εαυτούς τους ως επιζώντες, «οι αδύναμοι έπεσαν, οι δυνατοί άντεξαν». Αυτή η ιδέα της υπεροχής, του «σηκώνομαι μέσα από τις στάχτες», ήταν το έδαφος πάνω στο οποίο ρίζωσε ο Χίτλερ.
Κι αν πας ακόμη πιο πίσω, το ίδιο έδαφος υπήρχε και στην παιδική ηλικία της Ρίφενσταλ. Θυμήσου, ο πατέρας της την πέταξε στο νερό για να τη μάθει να κολυμπάει, κόντεψε να πνιγεί. Το συμπέρασμά της δεν ήταν «έχω έναν επιθετικό πατέρα», αλλά «έγινα καλή κολυμβήτρια». Δηλαδή ταυτίστηκε με την επιθετικότητα. Έμαθε ότι για να επιβιώσεις πρέπει να είσαι ο πιο δυνατός.
Ήταν σαν εκπαίδευση στον ανδρισμό. Εκείνη, ως το πρώτο παιδί και κορίτσι, έπρεπε να γίνει «το αγόρι» της οικογένειας. Σ’ αυτό βλέπεις το πώς γεννιέται ο φασισμός: από την ανάγκη να μη φανείς αδύναμος, να κυριαρχήσεις.
Γι’ αυτό πιστεύω πως δεν αρκεί να ασχολούμαστε μόνο με τα συμπτώματα –πρέπει να κατανοήσουμε τους φόβους και τις ανάγκες που κρύβονται από κάτω. Την ανάγκη να αισθάνεσαι ανώτερος «επειδή είμαι λευκός», «επειδή γεννήθηκα εδώ», «επειδή το αίμα μας είναι καθαρό». Αυτή η σκέψη είναι εξαιρετικά επίκαιρη.
Η Ρίφενσταλ είναι ένα καλό παράδειγμα για να μελετήσουμε αυτές τις παραλληλίες. Και αν το σκεφτείς, μιλάμε και για την εποχή των fake news. Η χειραγώγηση μέσω πληροφορίας υπήρχε και τότε: επινοήσεις, διαστρεβλώσεις, καταιγισμός από ψευτιές που καλύπτουν την αλήθεια. Ο Στιβ Μπάνον είχε πει «πρέπει να πλημμυρίσουμε το πεδίο με σκουπίδια». Αυτό ακριβώς έκανε η προπαγάνδα τότε, μόνο που στην περίπτωση της Ρίφενσταλ δεν ήταν «σκουπίδια» αλλά αισθητική, ομορφιά, λάμψη.
Κι όμως, πάντα υπήρχε μια σκοτεινή πλευρά πίσω από αυτή την ομορφιά. Θυμήσου τον διευθυντή φωτογραφίας της που κατέληξε σε ψυχιατρική κλινική και στειρώθηκε βίαια, γιατί δεν ταίριαζε στα πρότυπα του «υγιούς Γερμανού». Εκείνη δεν αντέδρασε, δεν παρενέβη. Το αποδέχτηκε.
Κάτι άλλο που μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν τα αποσπάσματα από τη συνέντευξή της στην τηλεόραση τη δεκαετία του ’70. [σσ. Η Ρίφενσταλ αμύνεται, όπως πάντα, ενώ μια συνομιλήτρια που την καταδικάζει, λαμβάνει τα γιουχαΐσματα του κοινού.] Είναι εντυπωσιακό να βλέπεις το κοινό να την χειροκροτεί, ή να διαβάζουμε τα εκθειαστικά γράμματα που λάμβανε. Υπογραμμίζεται το ότι ο φασισμός δεν εξαφανίστηκε μετά τον πόλεμο, ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι μονολιθικά: «Κερδίσαμε άρα ο ναζισμός εξαλείφθηκε».
Ακριβώς. Βλέπεις τη συνέχεια. Δεν είναι μόνο ότι εκείνη έμεινε κολλημένη στην ιδεολογία της. Αλλά μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινωνίας επίσης παρέμενε μέσα σε αυτήν. Θα έλεγα πως τη δεκαετία του ’70, το 40–50 % του πληθυσμού εξακολουθούσε να έχει νοοτροπία επηρεασμένη από εκείνα τα χρόνια.
Πολλοί ήθελαν να τη θεωρούν ηρωίδα. Μια «σπουδαία καλλιτέχνιδα», μια «γυναίκα-πρότυπο». Οι αντιδράσεις απέναντι στη συνομιλήτριά της εκείνη την ημέρα ήταν φρικτές: την αποκαλούσαν παράσιτο, έλεγαν «ο Χίτλερ θα έπρεπε να την είχε θανατώσει». Τρομακτικό, αλλά καθρέφτης της Γερμανίας των ’70s. Και, κατά κάποιον τρόπο, καθρέφτης της σημερινής Γερμανίας.
Αν σκεφτείς την άνοδο της ακροδεξιάς σήμερα, βλέπεις ότι η σκιά δεν έχει φύγει. Πιστεύαμε πως είχαμε πάρει τα μαθήματά μας, αλλά 83 χρόνια μετά, ο φασισμός εξακολουθεί να πλανάται. Οι περισσότεροι πλέον λένε «αρκετά με το παρελθόν, ας κοιτάξουμε το μέλλον». Κι έτσι επανεμφανίζονται τα σύμβολα, οι χαιρετισμοί, ακόμη και νέοι άνθρωποι κάνουν Sieg Heil για πλάκα.
Το χειρότερο είναι ότι πριν είκοσι χρόνια όσοι το έκαναν, ήξεραν ότι ξεπερνούν μια κόκκινη γραμμή. Τώρα όλα είναι κουλ. Και όσοι προσπαθούν να αντιδράσουν, κινδυνεύουν: τους χτυπούν, τους απειλούν, τους εκφοβίζουν. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά.
Για μένα, αυτό είναι το σκοτεινό μήνυμα της ταινίας – μια προειδοποίηση από το μέλλον. Δείχνει πόσο εύκολα παρασύρεται ο κόσμος, πόσο εύκολα γοητεύεται από ιδεώδη υπεροχής και καταπίεσης.
Ένα από τα πιο συναρπαστικά σημεία της ταινίας είναι η δουλειά που κάνατε με το αρχειακό υλικό. Τα ημερολόγια, τις επιστολές, τις τηλεφωνικές συνομιλίες. Είναι εντυπωσιακό που κράτησε τα πάντα. Ποια πιστεύεις ότι ήταν η ψυχολογία πίσω από αυτό; Και πώς καταφέρατε να βρείτε μια συνεκτική γραμμή μέσα σε όλο αυτό το χάος πληροφοριών;
Θα ξεκινήσω από το δεύτερο. Στην πραγματικότητα, ήμασταν πολύ τυχεροί που κράτησε τα πάντα. Για παράδειγμα, μετά την τηλεοπτική εκπομπή της δεκαετίας του ’70, υπήρχαν καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνομιλίες με ανθρώπους που την αποθέωναν – την αποκαλούσαν «μεγάλη καλλιτέχνιδα» – και παράλληλα άλλοι που έλεγαν για τη συνομιλήτριά της στην εκπομπή ότι «θα έπρεπε να την είχαν στείλει στους θαλάμους αερίων».
Η Ρίφενσταλ το έβλεπε όλο αυτό σαν ένα είδος αναγέννησης του έργου της, μια αποκατάσταση. Θεωρούσε πως επιτέλους αναγνωρίζεται ξανά ως σπουδαία δημιουργός. Κι έτσι κρατούσε τα πάντα, γιατί πίστευε ότι αποδεικνύουν πως μόνο κάποιοι «περίεργοι δημοσιογράφοι» την κατηγορούν, ενώ ο «απλός κόσμος» τη θαυμάζει.
Αυτή η αντίφαση διαπερνά όλη την ταινία. Από την αρχή κιόλας, όταν λέει ότι ο Θρίαμβος της Θέλησης είχε «μόνο ένα μήνυμα: ειρήνη». Ή ότι «δεν είχε καμία σχέση με φυλετικές θεωρίες». Και τότε εμείς δείχνουμε τα αποσπάσματα όπου εμφανίζονται στελέχη του ναζιστικού κόμματος, άνθρωποι που δημοσίευαν τον Der Stürmer, το πιο αντισημιτικό περιοδικό της εποχής. Εκεί φαίνεται καθαρά το ψέμα.
Αλλά όσο προχωρούσαμε, κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται να επεμβαίνω εγώ για να το επισημάνω. Στην αρχή ένιωθα σαν δάσκαλος: σημείωνα, σχολίαζα, εξηγούσα τι είναι αλήθεια και τι όχι. Μετά όμως συνειδητοποίησα πως η ίδια η Ρίφενσταλ αυτοαναιρείται διαρκώς. Εκεί βρίσκεται η δύναμη του υλικού.
Για παράδειγμα, βρήκαμε μια επιστολή από το 1939. Ήταν λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου. Η Ρίφενσταλ είχε πάει στην πόλη Κόνσκιε, στην Πολωνία, ως πολεμική ανταποκρίτρια. Ήθελε να κινηματογραφήσει τους «γενναίους Γερμανούς στρατιώτες» που είχαν σκοτωθεί το προηγούμενο βράδυ. Οι στρατιώτες ανάγκασαν Εβραίους από το χωριό να σκάψουν τους τάφους. Και τότε έγινε συμπλοκή. Στο τέλος, 22 Εβραίοι εκτελέστηκαν.
Η επιστολή αυτή έδειχνε πως όχι μόνο ήταν αυτόπτης μάρτυρας, αλλά ίσως και καταλύτης της σφαγής. Περιέγραφε ότι «οι βρώμικοι Εβραίοι χαλούσαν την εικόνα» που ήθελε να κινηματογραφήσει. Τους είπε να φύγουν, προκάλεσε αναστάτωση, και τελικά οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν.
Το εντυπωσιακό είναι ότι κράτησε αυτή την επιστολή στο αρχείο της. Μετά, σε μια δεύτερη επιστολή, φάνηκε να προσπαθεί να ανασκευάσει όσα είχαν γραφτεί, με τη βοήθεια του πρώην συζύγου της. Όμως η πρώτη επιστολή, η πιο ενοχοποιητική, παρέμεινε εκεί. Ίσως από λάθος, ίσως από κάποια ασυνείδητη ανάγκη να κρατήσει όλη την ιστορία, ακόμα κι αν τη διαψεύδει.
Αυτό για μένα είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο: ότι τελικά δεν χρειάζεται να τη χαρακτηρίσεις ψεύτρα ή προπαγανδίστρια. Η ίδια, μέσα από τα ίχνη που άφησε, αποδομεί τους μύθους της. Όταν λέει «έμαθα για τις θηριωδίες μόνο μετά τον πόλεμο», γνωρίζεις ότι ψεύδεται, γιατί υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας από την πρώτη στιγμή, ίσως ακόμη και συμμέτοχη.
Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε ο αντισημιτισμός: δεν ήταν απλώς αποκλεισμός από δουλειές ή αναγκαστική μετανάστευση. Ήταν μια σταδιακή διαδικασία εξευτελισμού, τρόμου και, τελικά, εξόντωσης. Κι εκείνη βρέθηκε στο πλευρό των δραστών. Ακόμη κι αν δεν τράβηξε τη σκανδάλη, βοήθησε στη διαμόρφωση της εικόνας τους, της αφήγησής τους.
Είναι συγκλονιστικό ότι κράτησε αυτό το γράμμα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι σαν να ήθελε να σώσει το ίδιο της το ψέμα, αλλά και την απόδειξη της ενοχής της.
Ναι, ακριβώς. Και αυτό δείχνει πόσο αντιφατική προσωπικότητα ήταν. Είχε τεράστια ανάγκη να παρουσιάσει τον εαυτό της ως καλλιτέχνιδα πέρα από την πολιτική. Κι όμως, τα ίδια τα τεκμήρια που κράτησε αποδεικνύουν ότι ήταν βαθιά βυθισμένη μέσα στο πολιτικό και ηθικό περιβάλλον του ναζισμού.
Η ταινία ήθελα να αναδείξει αυτές τις αντιφάσεις χωρίς να τις κρίνει ρητά. Να αφήσω το κοινό να ακούσει τη φωνή της, να τη δει να παλεύει με τον ίδιο της τον μύθο. Νομίζω πως εκεί βρίσκεται και η προειδοποίηση: πώς ένας άνθρωπος, μια κοινωνία, μπορεί να πείσει τον εαυτό της ότι δεν ευθύνεται, κι έτσι να επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη.
Η Ρίφενσταλ μας δείχνει πόσο επικίνδυνη είναι η ομορφιά όταν γίνεται όχημα εξουσίας. Η αισθητική της δύναμης, της τελειότητας, της πειθαρχίας – όλα αυτά είναι δελεαστικά. Και ακριβώς επειδή είναι δελεαστικά, μπορούν να γίνουν προπαγάνδα χωρίς να το καταλάβεις.
Σήμερα ζούμε κάτι παρόμοιο: μια εποχή που η εικόνα και η αφήγηση έχουν τεράστια ισχύ. Οι άνθρωποι πείθονται πιο εύκολα από ένα όμορφο ψέμα παρά από μια δύσκολη αλήθεια. Κι αυτό είναι το πιο ανησυχητικό μάθημα της Ρίφενσταλ, και τελικά της εποχής μας.
Η ταινία “Ρίφενσταλ: Στην Καρδιά του Τρίτου Ράιχ” κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Filmtrade.