Γιώργος Καραμίχος: Η απώλεια του παιδιού είναι η πιο άγρια συνθήκη που μπορείς να ζήσεις
Διαβάζεται σε 12'
Ο Γιώργος Καραμίχος μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή τον «Ευγένιο» του Frank McGuinness που παρουσιάζεται στο θέατρο Θέατρο ΣΗΜΕΙΟ
- 12 Νοεμβρίου 2025 06:14
Πολυπράγμων και παρών πάντα, με έναν δικό του μοναδικό τρόπο. Ο Γιώργος Καραμίχος που έχει περγαμηνές και στο εξωτερικό, έχει εξελιχθεί όσο λίγοι στον χώρο του. Και εξακολουθεί να πειραματίζεται, να ανακαλύπτει, να διαβάζει και να ρωτά για να μαθαίνει, να κάνει εικόνες για εμάς όσα πλημμυρίζουν το μυαλό του, να συνεργάζεται με μέγκα σταρ όπως ο Ντουκόβνι για σειρές ξένες, να ασχολείται ασφαλώς με τα μεγάλα πια παιδιά του, να πηγαίνει βόλτες τα σκυλιά του. Όλα τούτα παραμένοντας ο ίδιος ευγενής τζέντλεμαν που είχα γνωρίσει στα νιάτα μας, απλώς πιο ώριμος και γεμάτος.
Φέτος μας συστήνει στον «Ευγένιο» μία καταπληκτική ιστορία που αφορά ένα τραγικό γεγονός όπως η αυτοκτονία ενός νέου ανθρώπου, ιδωμένη και από τον συγγραφέα Frank McGuinness μα και από τον Γιώργο με περισσή ευαισθησία μα και μαύρο χιούμορ.
Eπίσης, συνεχίζει τον μονόλογο του «Βάνια» στο Υπόγειο του Θέατρου Τέχνης, ενώ παίζει στον «Αγιο Ερωτα» στον Alpha, έχει σκηνοθετήσει μία μικρού μήκους που τώρα είναι στο τελικό μοντάζ, το “Simulation Dance”, θα εμφανιστεί επίσης σε μία σειρά που λέγεται “Malice” με τον Ντουκόβνι η οποία βγαίνει στο Amazon Prime στις 14 Νοεμβρίου, ενώ θα παίζει και σε μια νέα σειρά που θα βγει τον Μάρτιο, το “Dare Devil” της Marvel.
Πώς και γιατί ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη σκηνοθεσία Γιώργο;
Νομίζω ότι όλοι έχουμε εικόνες στο κεφάλι μας όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο. Αλλιώς μάλιστα θα σκεφτώ εγώ πάνω σε ένα βιβλίο που διαβάζω και αλλιώς εσύ. Ήταν καθαρά μια ανάγκη να αναπαραστήσω σκηνικά, εικόνες που μου έχουν δημιουργηθεί στο μυαλό και αισθήσεις. Γιατί η εικόνα δεν είναι ποτέ απλώς μια ζωγραφική -είναι ένας πίνακας με πολλά επίπεδα και βάθος. Διαβάζοντας μια ιστορία, ένιωθα ένα πολύ συγκεκριμένο συναισθηματικό φορτίο που με οδηγούσε σε αυτή την αναπαραγωγή της αίσθησης με έναν άλλο τρόπο, συν τη φυσική μου τάση προς το ρίσκο. Μια ανάγκη μου να ρισκάρω και να προκαλώ τον εαυτό μου και τους γύρω μου στο να δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό, που μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε την πραγματικότητα από μια άλλη οπτική γωνία.
Όταν αυτή η οπτική γωνία δεν περάσει στον κόσμο, νιώθεις ότι έχεις κάνει κάτι λάθος ή ότι δεν ήταν η στιγμή; Αν δηλαδή δεν έχει την ανταπόκριση που περίμενες, είναι κάτι που σε λυγίζει ή προσπαθείς να βρεις σε τι μπορεί να έφταιξες;
Γενικώς ως Αιγόκερως έχω πολύ έντονη την αίσθηση του δικαίου ή τουλάχιστον την τάση, γιατί ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Οπότε, όταν κάτι δεν λειτουργεί, το αισθητήριό μου από μόνο του μού λέει αν αυτό έγινε για κάποιους λόγους. Από εκεί και πέρα βέβαια, υπάρχει και ένας παράγοντας ανεξέλεγκτος. Για παράδειγμα, η ταινία «Καλά κρυμμένα μυστικά», σε σκηνοθεσία του Πάνου Καρκανεβάτου, όπου έπαιζα, βγήκε την ημέρα της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, οπότε «κάηκαν» τα πάντα -και η ταινία προφανώς. Tην πρώτη μέρα που βγήκε πήγε πάρα πολύ καλά, αλλά μετά άρχισε να «καίγεται».
Άρα υπάρχει και ο τυχαίος παράγοντας.
Υπάρχει και ο τυχαίος παράγοντας, που μπορεί να μην είναι τόσο ακραίος, όπως υπάρχει και η «στιγμή» σε σχέση με το ακροατήριο. Μπορεί μια παράσταση να είναι καλή, αλλά το ακροατήριο εκείνη την περίοδο να μην έχει τη διάθεση είτε να δει κωμωδία, είτε τραγωδία, είτε μπορεί να έχουν βγει άλλες 1.500 δουλειές αντίστοιχου περιεχομένου. Η συγκεκριμένη δουλειά τώρα, ο «Ευγένιος», είναι μία παράσταση που δεν έχει κάποιον μεγάλο «κράχτη» σε όνομα. Είναι αστείο που το λέω, αλλά δυστυχώς ισχύει -και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στην Αγγλία, οι φίλοι μου, άνθρωποι που κάνουν θέατρο χρόνια, μου λένε ότι στα περισσότερα θέατρα θα φέρουν πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ. Θα πάρουν πολύ μεγάλα ονόματα για τους πρώτους ρόλους, κάτι που δεν ίσχυε εκεί ποτέ. Έχουν ακόμη, μεν, την παράδοση τού να έχουν ανθρώπους που κάνουν μόνο θέατρο, δεν έχουν καν σόσιαλ μίντια, δεν παίζουν σε σειρές και τέτοια, αλλά τώρα τελευταία, ακόμη και στο Λονδίνο φέρνουν πολύ μεγάλα ονόματα, διεθνούς βεληνεκούς. Και στη χώρα μας πλέον οι παραστάσεις ξεκινούν με την αγωνία του sold out. Θέλουν είτε σκηνοθέτες που έχουν εδραιώσει ένα όνομα είτε αντίστοιχους πρωταγωνιστές -και χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι θα πάνε πολύ καλά.
Πάντως αυτό το sold out από πριν ξεκινήσει καν μια παράσταση, έγινε μόδα τα τελευταία χρόνια.
Ναι, και το ανακυκλώνουμε λίγο και εμείς οι ηθοποιοί και οι σκηνοθέτες. Πέρυσι που έπαιζα σε μία παράσταση και είχε απανωτά sold out, αρνήθηκα να το ποστάρω. Το έκαναν κάποιες φορές κάποιοι άλλοι συνεργάτες, αλλά μου φαίνεται λίγο αστείο, γιατί έχω δει παραστάσεις που ήταν εξαιρετικές και για κάποιο λόγο δεν πήγαν καλά. Και sold out χωρίς λόγο. Πέρυσι στο Θέατρο Τέχνης, στο Υπόγειο, παιζόταν το «154 Bertha», ένα νεοελληνικό έργο σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή, που ήταν ένα αριστούργημα και δυστυχώς δεν είχε κόσμο.
Ο «Ευγένιος» παρουσιάζει ένα πάρα πολύ σκληρό θέμα, την αδυναμία μας να αποδεχτούμε την πραγματικότητα του θανάτου. Μα, αλήθεια, μπορεί κάποιος να αποδεχτεί τον θάνατο του παιδιού του;
Για μένα είναι η πιο άγρια συνθήκη στην ανθρώπινη ψυχική κατάσταση. Ακόμη και όταν μιλάω με τους μαθητές μου και ψάχνουμε να βρούμε ποιο είναι το πιο άγριο που μπορεί να συμβεί, είναι η απώλεια του παιδιού. Το φυσιολογικό είναι να πεθαίνει ο μεγάλος, αυτός που γεννάει, να φεύγει για να έρθει ο επόμενος. Το να πεθαίνει το παιδί είναι ανάποδο στη φύση, στον χρόνο. Δεν μπορούμε να το αποδεχτούμε.
Οπότε στον «Ευγένιο» τι διαχειρίζεσαι ουσιαστικά;
Στον «Ευγένιο», το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αποδοχή του θανάτου, είναι η πλήρης άρνηση που έχουν οι γονείς. Είναι, πρώτον, σαν να μην έχει συμβεί και δεύτερον, ο εγωισμός από άμυνα, γιατί είναι άνθρωποι. Ο εγωισμός ότι κάτι φταίει, ότι κάποιος άλλος φταίει.
Κάποιος έξω από αυτούς -γιατί το παιδί αυτοκτόνησε…
Έχει διαφορά η αυτοκτονία επίσης, γιατί κάτι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια που δεν το έχουν δει. Και δεν έχει να κάνει με ευθύνη, νομίζω ότι η κάθαρση έρχεται όταν οφείλεις να αποδεχτείς κάποια στιγμή ότι ακόμη και η αυτοκτονία ενός ενήλικου παιδιού και όχι ενός εφήβου είναι και δική του επιλογή ως ένα βαθμό.
Το παιδί της ιστορίας πόσων ετών είναι όταν αυτοκτονεί;
Αυτοκτονεί στα 19, που είναι ακριβώς το πέρασμα, στο τέλος της εφηβείας. Επίσης δεν θα ενηλικιωνόταν ποτέ ο Ευγένιος, γιατί είναι το τρίτο παιδί στην οικογένεια. Είναι αυτός που αποφασίζει το σκοτάδι να το κάνει φως μέσω του σκοταδιού.
Άρα υπάρχει σκοτάδι στην οικογένεια.
Υπάρχει πολύ σκοτάδι στην οικογένεια, γιατί είναι δύο γονείς νάρκισσοι, οι οποίοι ζουν μέσα στη δίνη της δικής τους προσωπικής επιτυχίας. Είναι τόσο καλά δομημένο το έργο! Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με την τραγωδία και με τον Λόρκα. Πατάει κυριολεκτικά στην αρχαία ελληνική τραγωδία και γι’ αυτό ο κόσμος ταυτίζεται τόσο πολύ. Η μητέρα έχει γίνει καθηγήτρια πανεπιστημίου έχοντας ξεκινήσει από το χωριό και ο πατέρας έχει διάφορα κλαμπ και βγάζει λεφτά. Δηλαδή ο ένας καλύπτει όλο το κομμάτι το υλικό και ο άλλος όλο το κομμάτι το πνευματικό. Λείπει όμως το ενδιάμεσο που είναι η γέφυρα και είναι απαραίτητο. Λείπει η ενσυναίσθηση, η τρυφερότητα. Αν έχουμε τρία στοιχεία οι άνθρωποι, την ύλη, το σώμα, που είναι τα λεφτά που φέρνει ο πατέρας, το πνεύμα, που είναι η γνώση που έχει η μητέρα, το τρίτο είναι πολύ βασικό, που είναι το συναίσθημα, η ψυχική κατάσταση, ο ψυχικός κόσμος. Το τρίτο στοιχείο λείπει.
Ένα παιδί όταν μεγαλώνει, αυτό που έχει ανάγκη είναι να αισθανθεί ψυχική ασφάλεια από τους γονείς. Δεν μπορούν να το καλύψουν ούτε τα λεφτά ούτε η γνώση. Οπότε το τρίτο παιδί, αναγκαστικά για να τραβήξει την προσοχή, για να τους ξυπνήσει, με κάποιο τρόπο ωθείται στην παραβατικότητα. Στις καταχρήσεις και σε όλα αυτά, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να χαθεί μέσα σε όλα αυτά. Γιατί πολύ απλά οι γονείς δεν ακούνε. Και όταν με κάποιο τρόπο μαθαίνουμε στην πορεία του έργου ότι η μαμά ξέρει για την παραβατικότητα και ακόμη και τότε ο καημένος δεν μπορεί να έχει την πρώτη θέση, την πρώτη κουβέντα, ακόμη και εκεί τον ανταγωνίζεται η μάνα του για να του το κάνει πιο εύκολο, εκεί είναι που τελειώνει τη ζωή του, γιατί δεν έχει χώρο. Νομίζω, χωρίς να είναι η ειδικότητά μου, αλλά μέσα από αυτά που έχω μελετήσει λόγω της δουλειάς μου, ότι η αυτοκτονία έχει να κάνει πάντα με έλλειψη χώρου, έχει να κάνει με το ότι δεν «γεμίζω» στον χώρο που βρίσκομαι για κάποιο λόγο. Κάτι λείπει από μέσα μας. Κάτι δεν μας γεμίζει. Προφανώς έχουν υποχρέωση οι γονείς να μας εκπαιδεύσουν στο να βρούμε την ησυχία μέσα μας.
Νομίζω ότι πολύς κόσμος θα βρει μέσα σε αυτό το έργο κάτι δικό του.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο ταυτίζεται ο κόσμος με τη συγκεκριμένη παράσταση.
Εσύ ο ίδιος πώς το επέλεξες το έργο;
Αυτό που νομίζω ότι με τράβηξε στην υλοποίησή του, ήταν γιατί απλώς με συγκίνησε χωρίς να ξέρω ακριβώς το γιατί. Διότι η πρώτη φορά που ήταν να ανεβάσω το έργο ήταν πριν από 17 χρόνια. Το είχα μεταφράσει το 2007. Ηταν να το ανεβάσω με έναν άλλο θίασο, που δεν προχώρησε. Τότε άρχισε η κρίση το 2010 και μετά έφυγα για Αμερική. Τώρα, τη δεύτερη φορά, μου είναι πολύ πιο σαφές, γιατί ήμουν σε πλήρη άρνηση της απώλειας. Στις απώλειες που μου είχαν συμβεί στη ζωή μου, αρκετά έντονες και από μικρός, έδινα πάντα προτεραιότητα σε κάποιον άλλον να πενθήσει. Σαν να μην είχα εγώ το δικαίωμα να πενθήσω. Αυτό είναι που με ταυτίζει με τη συνθήκη της οικογένειας. Αλλά σε σχέση με το βάθος του έργου, που έχει να κάνει με την απώλεια, νομίζω ότι σχετίζεται με τη δική μου αποσύνδεση. Κάνω προσπάθειες εδώ και χρόνια, και με την ψυχανάλυση και με το θέατρο, με την υποκριτική, να συνδεθώ.
Η αυτοκτονία είναι κάτι προσωπικό, που δεν σχετίζεται με κανέναν άλλον;
Νομίζω ότι η αυτοκτονία προέρχεται από μια βαθύτερη ψυχική ασθένεια. Αν μπούμε στη διαδικασία να κατηγορήσουμε αυτόν που αυτοκτονεί, θα πρέπει να κατηγορούμε και κάποιον που παρουσιάζει ένα αυτοάνοσο.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί είναι ακριβώς το ίδιο. Γιατί είναι μια πολύ βαθιά ψυχική, εντελώς προσωπική διαδρομή. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που αρρωσταίνει, γιατί αν μπορούσε, δεν θα αρρώσταινε.
Τι σου άφησαν οι εμπειρίες σου τόσα χρόνια στο εξωτερικό;
Νομίζω ότι είναι πολύ εσωτερικές οι αλλαγές. Αν μπορώ να το πω με μία φράση «Εμαθα να μην παίρνω τόσο στα σοβαρά τον εαυτό μου». Υπάρχει μια σοβαροφάνεια στην Ελλάδα και ένα «ξέρω» πίσω από οτιδήποτε πει ο οποιοσδήποτε το οποίο διαιωνίζεται. Στο εξωτερικό, στο πρώτο μάθημα που πήγα, ρώτησε κάτι ένα παιδί 18 ετών και η καθηγήτρια του απάντησε «Δεν ξέρω. Θέλετε να το εξερευνήσουμε μαζί;». Και εγώ σκέφτηκα ότι έχω πάει στην άλλη άκρη του κόσμου και οι δάσκαλοι δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Μου έμεινε κουσούρι λοιπόν και το λέω απροκάλυπτα και το αισθάνομαι αυτό το «δεν ξέρω». Όταν το λέω, βλέπω πολλούς να ταράζονται, αλλά δεν πρέπει να φοβούνται, δεν είναι κάτι κακό: σημαίνει ότι δεν έχω προλάβει να το μελετήσω ή να διαβάσω.
«Ευγένιος», Θέατρο ΣΗΜΕΙΟ,
Χαρ. Τρικούπη 4, Καλλιθέα, τηλ. 210 922 9579
Συγγραφέας : Frank McGuinness
Σκηνοθεσία-Μετάφραση-Διασκευή: Γιώργος Καραμίχος
Συνεργασία στη Δραματουργία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Δελιβασίλης | Σκηνικά: Κώστας Γκαραμέτσης
Κοστούμια: Γιώργος Ελευθεριάδης | Πρωτότυπη Μουσική: Γιώργος Στεφανακίδης
Στίχοι: Γιώργος Καραμίχος, Γιώργος Στεφανακίδης | Κίνηση: Μαρία Τράκα
Βοηθός Σκηνοθέτης: Βιργινία Δρακοπούλου | Βοηθός Σκηνογράφος: Ελπίδα Δαλιάνη
Φωτογραφίες promo : Αγγελική Κοκκοβέ
Παίζουν οι ηθοποιοί:
Ξαδέλφη Βαλεντίνη : Εύρη Σωφρονιάδου
Μαργαρίτα : Εβελίνα Αραπίδη
Λεό : Βαγγέλης Ρόκκος
Λουίζα: Μαρλέν Σαΐτη
Σίμος : Χάρης Ηλιάδης