Ανέστης Αζάς: Στην Κωνσταντινούπολη το κοινό “γάβγιζε” από ενθουσιασμό

Διαβάζεται σε 13'
Ο Ανέστης Αζάς
Ο Ανέστης Αζάς Γιάννης Παπαϊωάννου)

Ο Ανέστης Αζάς μιλάει στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση «Σκυλιά» που παρουσιάζεται στο θέατρο Δίπυλον.

Κάθε έργο του Ανέστη Αζά αποτελεί μια απόπειρα να ερμηνευθεί ή έστω να περιγραφεί ένας κόσμος. Μερικώς αληθινός. Τα σύνολά του έχουν ειρωνεία και πίκρα, έχουν τρέλα, φαντασία και ρεαλισμό. Σε αυτές τις λεπτές γραμμές ισορροπεί και τραμπαλίζεται για να μπορεί να μας δίνει τα δικά του χαρακτηριστικά θεάματα.

Ο λάτρης των ντοκιμαντέρ και του Τζάρμους τραβά έναν δικό του δρόμο που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί με λόγια αλλά θα σε συγκινήσει βαθιά. Τα «Σκυλιά» του γίνονται η παρέα σου, οι αγωνίες τους ερεθίζουν το στομάχι σου και η θεία δίκη σε ανατριχιάζει. Ένα θέατρο με ταυτότητα ισχυρή, ένα θέατρο σημερινό μα και αιώνιο. Για τις αδικίες ενός κόσμου που δεν ξέρει να υπάρχει αλλιώς. Με λόγο δυνατό, μουσική έντονα παρούσα, φώτα που παίζουν και ηθοποιούς που έχουν ήδη μυριστεί καλά ο ένας τον άλλον.

Ο Ανέστης Αζάς
Γιάννης Παπαϊωάννου)

Η αυτοδικία δεν είναι λύση ασφαλώς. Δεν υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που δεν αντέχεται η αδικία; Που λες ότι κάπως πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη;

Οντως, αυτή την περίοδο μάλιστα, υπάρχει η γενικευμένη αίσθηση ότι δεν λειτουργεί η δικαιοσύνη. Αυτή ήταν και η αφορμή που ξεκίνησα να γράφω τη συγκεκριμένη ιστορία. Είχα μάθει, όπως και ο περισσότερος κόσμος, για την υπόθεση της κακοποίησης και του θανάτου ενός σκύλου στην Αράχωβα και σκέφτηκα να τη χρησιμοποιήσω με έναν αλληγορικό τρόπο. Αυτό που διακρίνω κυρίως στην κοινωνία είναι ένα αίσθημα ανημπόριας, εγκατάλειψης και αδυναμίας μπροστά στη βία που υπάρχει γύρω μας.

Οπότε πάνω σε αυτό άρχισα να φτιάχνω το έργο, μια αλληγορία, μαζί με τους συνεργάτες μου, τον Μιχάλη Πητίδη και τον Γεράσιμο Μπέκα, αλλά και με τους ηθοποιούς στις πρόβες, εννοείται. Διότι πάρα πολλά πράγματα τα βρήκαμε μέσα από τις πρόβες. Εξάλλου δεν έχω ποτέ έτοιμο ένα έργο εξαρχής -μεγάλο κομμάτι του δημιουργείται στην πορεία, μαζί με τους υπόλοιπους συντελεστές.

Το υλικό που είχαμε γράψει, ήταν τριπλάσιο από αυτό που έμεινε τελικά. Δοκιμάζαμε πάρα πολλά πράγματα, που όμως δεν λειτουργούσαν πάντα. Όταν, ας πούμε, «φεύγαμε» από τον κόσμο των σκύλων-χαρακτήρων και πηγαίναμε στους ανθρώπους, φαινόταν πολύ δηκτικό. Μέσα στην πρόβα, βλέπεις τι λειτουργεί και το αναπτύσσεις. Χτίζεις δηλαδή πάνω σε αυτό και προχωράς. Η πρόβα είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδικασία αλλά ταυτόχρονα απαιτεί και μεγάλη αφοσίωση.

Karol-Jarek

Ειδικά για τα τρία αγόρια, λόγω της έντονης σωματικότητας, πρέπει να είναι εξαντλητικό, έτσι;

Ναι, βέβαια. Δεν υπήρχε εξαρχής πρόθεση το έργο να είναι τόσο φυσικό αλλά προέκυψε και αυτό στις πρόβες. Ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης, βέβαια, που έκανε το animal body training και που είναι πολύ καλά προπονημένος, ξέρει αυτή την τεχνική και τη διδάσκει. Αρχικά λοιπόν είπαμε να βάλουμε λίγη κίνηση στα τέσσερα, όπως τα σκυλιά, για να είναι πιο εντυπωσιακή η είσοδος.

Σταδιακά όμως μαζεύτηκαν τόσα πολλά, ώστε το έργο πια να χαρακτηρίζεται ολόκληρο από αυτή την έντονη σωματικότητα, που δίνει και μια συναισθηματική ακρίβεια. Το σκηνικό αποτελείται από κάποια στρώματα, είναι δηλαδή ένα απλό τοπίο με στρώματα, που αυτό όμως από μόνο του δίνει μια ατμόσφαιρα. Η δύναμη δηλαδή του έργου έγκειται στην ίδια την ιστορία και στα μέσα με τα οποία δουλεύουμε: υποκριτική, κίνηση, φώτα φυσικά και κυρίως το sound design, η μουσική που φτιάχνει όλο αυτό το περιβάλλον.

H σκηνή της φόλας είναι τις από πιο ωραίες υποκριτικές στιγμές που έχω δει. Αυτή την ερμηνεία πιστεύεις ότι την προκαλείς ως σκηνοθέτης ή προκύπτει και από τη χημεία μεταξύ σας;

Η χημεία σίγουρα βοηθάει πάρα πολύ. Προφανώς και πρέπει να καθοδηγήσεις τους ηθοποιούς στην ερμηνεία τους, αλλά η επιτυχία είναι πάντα ζήτημα χημείας. Με τη συγκεκριμένη ομάδα δουλεύουμε αρκετά χρόνια μαζί, εκτός από τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη με τον οποίο συνεργαστήκαμε για πρώτη φορά, αλλά γνωριζόμαστε και είμαστε φίλοι εδώ και πολλά χρόνια.

Karol-Jarek

Βλέποντας την Έλενα Μαυρίδου να παίζει, ένιωσα πως κάνει αυτό τον ρόλο με τρομερή άνεση. Εχει να κάνει και με τον χρόνο που παίζεται μια παράσταση;

Ναι, βεβαίως, η παράσταση «δένει» όταν παίζεται. Τότε αναπτύσσεται αυτή η οργανικότητα -μέσα από την επανάληψη, την τριβή και τις παραστάσεις. Επίσης, πρέπει να πούμε ότι αυτό το έργο είχαμε τη χαρά και την τιμή να το παίξουμε πολύ πρόσφατα και στην Κωνσταντινούπολη, στο Paribu Art ένα θέατρο 600 θέσεων, το οποίο ήταν γεμάτο και τις τρεις ημέρες που το ανεβάσαμε.

Φαντάζεστε τι σήμαινε αυτό για τον Cem Yiğit Üzümoğlu μετά την τότε απαγόρευση να συμμετάσχει. Ήταν φανταστικά, ο κόσμος είχε φοβερή ανταπόκριση και αποδοχή. Στην τελευταία παράσταση, στο χειροκρότημα, οι θεατές «γάβγιζαν». Μας κάλεσαν μάλιστα να ξαναπάμε προς το τέλος της σεζόν.

Οταν βλέπεις ότι το έργο λειτουργεί και σε ένα άλλο κοινό, τι σημαίνει κατά τη γνώμη σου;

Σημαίνει ότι το θέμα που πραγματεύεται είναι καθολικό, αν και πιστεύω ότι τα φαινόμενα αυτά είναι περισσότερο βαλκανικά. Δηλαδή, η διαφθορά της εξουσίας, ας πούμε, δεν είναι κάτι που απασχολεί στον ίδιο βαθμό τη Δυτική Ευρώπη. Ισως και για αυτό στην Τουρκία είχε τόσο μεγάλη ανταπόκριση.

Τι τύπος σκηνοθέτη είσαι; Πότε αφήνεις τους ηθοποιούς και το έργο από τα χέρια σου -με το που βγαίνει στο κοινό ή συνεχίζεις να είσαι παρών και μετά;

Καλή ερώτηση. Θα ήθελα να μπορώ να το αφήσω και να πω, «τώρα είναι δικό σας». Παραμένω όμως και το παρακολουθώ και προσπαθώ να κάνω βελτιώσεις. Πολλές φορές μπορεί να δω κάποια μικρά πράγματα που τα συζητάω με τους ηθοποιούς για να τα βελτιώσουμε.

Γιάννης Παπαϊωάννου)

Οι βασικές σου επιρροές ποιες είναι; Πώς διαμορφώθηκε το τόσο προσωπικό σου ύφος;

Το προσωπικό ύφος είναι αναγκαίο -αλλιώς δεν προχωράς. Πρέπει, όμως, να έχεις και την επίγνωση ότι είσαι μέρος αυτού του ευρύτερου παιχνιδιού, αυτού του επαγγέλματος. Σπούδασα σκηνοθεσία στη Γερμανία, στο Βερολίνο, οπότε είδα πολύ θέατρο. Ήταν στις αρχές του 2000 -μια εποχή που είχα την τύχη να είναι ενεργοί και ιδιαίτερα σημαντικοί καλλιτέχνες. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα και ξεκίνησα να δουλεύω εδώ, κουβαλούσα μαζί μου όλη εκείνη την εμπειρία.

Τι σου ταίριαζε και τι δεν σου ταίριαζε στη Γερμανία;

Τώρα πια τα βλέπω όλα αυτά μαζί, σαν ένα σύνολο εμπειριών. Κοίταξε, κατ’ αρχάς πήγα εκεί γιατί, όταν ήμουν πιτσιρικάς, ήθελα να ζήσω κάτι διαφορετικό -και πάντα μου άρεσε το γερμανικό θέατρο. Μου άρεσε αυτή η «τρέλα» που είχε, αλλά ταυτόχρονα και η ποιητικότητα της πόλης, η μεγάλη θεατρική παράδοση, ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τα μέσα, τη σκηνική αφήγηση, τη λειτουργία της ίδιας της αναπαράστασης. Όλο αυτό με ενδιέφερε πολύ και θεωρώ ότι έμαθα πάρα πολλά εκεί.

Από την άλλη, υπήρχαν και πλευρές αυτής της κοινωνίας που δεν μου ταίριαζαν. Η πειθαρχία, για παράδειγμα -αυτή η εμμονή με τους κανόνες, το να περιμένεις να ανάψει το πράσινο φανάρι για να περάσεις, ακόμα κι αν ο δρόμος είναι κλειστός από την αστυνομία και δεν περνάει κανένα αυτοκίνητο. Είναι δύσκολο να μείνεις σε μια χώρα με τόσο διαφορετικό κλίμα, αν δεν έχεις κάτι που να σε κρατάει εκεί, δηλαδή είτε μια πολύ καλή δουλειά με πάρα πολλά λεφτά, είτε μια οικογένεια, μια προσωπική ζωή. Γιατί, αργά ή γρήγορα, αρχίζει να σου λείπει η χώρα σου -και, πάνω απ’ όλα, η γλώσσα.

Πώς λέει κάποιος «θέλω να γίνω σκηνοθέτης» και αποφασίζει να σπουδάσει σκηνοθεσία και όχι υποκριτική; Τι είναι αυτό που σε οδηγεί σε μια τέτοια απόφαση;

Δεν ξέρω ακριβώς… Όταν ήμουν μικρός, έβλεπα πάρα πολλές ταινίες, οπότε ήθελα να κάνω αυτό. Εκείνη την εποχή, όμως, δεν υπήρχε σχολή κινηματογράφου, οπότε μπήκα σε σχολή θεάτρου. Κάπως έτσι κόλλησα το μικρόβιο: άρχισα να δουλεύω, να κάνω θέατρο, που μου άρεσε πιο πολύ, και τελικά αυτό το είδος, αυτή η γλώσσα, μάλλον αυτό το μέσο, με εξέφραζε περισσότερο. Eπίσης, ως προς το γιατί δεν έγινα ηθοποιός, θα πω ότι είχα πάντα μια μεγάλη συστολή απέναντι στην έκθεση. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι κάποιος θα έρθει να κοιτάζει εμένα. Αυτό μου φαινόταν αδιανόητο.

Πώς προχώρησες όταν ήρθες στην Ελλάδα;

Έκανα κάποιες πρώτες δικές μου δουλειές. Κάποια στιγμή, μαζί με τον Νίκο Πρόδρομο, δουλέψαμε πολύ πάνω στο είδος του ντοκιμαντέρ-θεάτρου, έργα δηλαδή που βασίζονται σε έρευνα της πραγματικότητας, σε έρευνα πεδίου, για να δημιουργηθεί στη συνέχεια ένα θεατρικό έργο. Αυτή την περίοδο βρίσκομαι σε μια φάση αναζήτησης. Προσπαθώ να βρω μια προσωπική γλώσσα, κάπου ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Μου αρέσουν αυτά τα έργα που κινούνται στο μεταίχμιο, που δεν ανήκουν ολοκληρωτικά σε μία κατηγορία.

Γιάννης Παπαϊωάννου)

Αυτό φαίνεται και από τη λεπτή ισορροπία χιούμορ και δράματος στο έργο. Είσαι έτσι και στη ζωή; Βλέπεις τα πράγματα και από τις δύο πλευρές;

Νομίζω πως ναι. Γενικότερα, η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις -και κάπως αυτές τις αντιφάσεις καλείσαι να τις αναδείξεις και μέσα σε ένα έργο. Ένα καλό έργο, για παράδειγμα, δεν δείχνει τον καλό ως καλό και τον κακό ως κακό. Σε κάθε άνθρωπο υπάρχει και το φως και το σκοτάδι, με κάποιον τρόπο. Αυτή η πολυπλοκότητα της ζωής, οι αντιφάσεις που ορίζουν την ύπαρξή μας, είναι κάτι που μας ενδιαφέρει να υπάρχει μέσα σε κάθε παράσταση.

Αλλιώς, το αποτέλεσμα γίνεται σχηματικό, μονοδιάστατο -και αυτό δεν είναι ωραίο. Θυμάμαι μια φράση του Ελβετού σκηνοθέτη Benno Besson ο οποίος υπήρξε βοηθός του Μπέρτολτ Μπρεχτ και αργότερα σημαντικός δημιουργός στη Γερμανία και την Ελβετία. Έλεγε ότι «στο θέατρο δεν πρέπει να αισθανόμαστε σαν να είμαστε στο σχολείο και να μας κάνουν κήρυγμα». Το θέατρο είναι κυρίως ένα αισθητικό γεγονός -συμμετέχουν όλες οι αισθήσεις, το ζεις ολόκληρο. Αυτό είναι το ιδανικό, έστω κι αν δεν το πετυχαίνουμε πάντα.

Τι είναι πιο δύσκολο, να αφαιρέσεις από ένα σύνολο ή να αναγνωρίσεις τι του λείπει;

Δεν θα έλεγα ότι το ένα είναι δυσκολότερο από το άλλο -και τα δύο είναι εξίσου απαιτητικά. Υπάρχει ο καιρός για να μαζέψεις το υλικό σου, και ο καιρός για να αφαιρέσεις, να πυκνώσεις, να βάλεις σε τάξη όσα έχεις συγκεντρώσει. Η πραγματική δυσκολία είναι να ανακαλύψεις το ενδιαφέρον μέσα σε όλα αυτά και να σκεφτείς πώς θα τα συνθέσεις, ώστε να προκύψει ένα έργο που να μην είναι απλώς μία ακόμη επανάληψη των ήδη γνωστών. Να είναι ένα έργο που να έχει πραγματικές θεατρικές ποιότητες. Και αυτό παραμένει πάντα δύσκολο.

Τι μουσική ακούς, τι σινεμά αγαπάς;

Όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο «ανοίγουν» αυτά. Θα μπορούσα να πω ροκ και ρεμπέτικα, αλλά ακούω και κλασική, και τζαζ -εξαρτάται από τη φάση που βρίσκομαι. Βλέπω πολύ κινηματογράφο και ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο Τζιμ Τζάρμους.

Είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Μου αρέσει ο τρόπος που δείχνει τη ζωή, πώς βλέπει τους ανθρώπους, με μια τρυφερότητα αλλά και με ειρωνεία και χιούμορ ταυτόχρονα. Η κινηματογραφική γλώσσα βέβαια είναι διαφορετική. Μου αρέσει πολύ και ο Κιούμπρικ -ειδικά ο τρόπος που αποκαλύπτει την ανθρώπινη βλακεία μέσα από τα έργα του. Όπως στο «Doctor Strangelove» (S.O.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα).

Ετοιμάζεις κάτι καινούριο;

Ναι, ετοιμάζω τώρα στο Θέατρο Προσκήνιο ένα νέο έργο με τίτλο «Δύο-τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτόν» -παραφράζοντας φυσικά τον Γκοντάρ. Το θέμα είναι η κρίση των ανδρών, η κρίση της αρρενωπότητας και η φιγούρα του πατέρα.

Νομίζω ότι είναι ένα ζήτημα πολύ της εποχής μας: ποιος είναι σήμερα ο ανδρικός ρόλος; Δεν μπορεί πια να είναι αυτός ο παλιός, ο «μάτσο», έχει τελειώσει η εποχή του Τζον Γουέιν και όλων εκείνων των ηρώων. Αλλά και το καινούργιο, το επόμενο βήμα, δεν το έχουμε βρει ακόμα. Έχουμε μάθει να μη δείχνουμε τα συναισθήματά μας, να πιστεύουμε ότι η ευαισθησία είναι αδυναμία. Ετσι σκληραγωγηθήκαμε από μικροί, μέχρι που, αργά ή γρήγορα, φτάνουμε σε ένα είδος υπαρξιακής κρίσης. Αυτή την κρίση προσπαθώ να εξερευνήσω με το έργο.

Κάτι τελευταίο. Γιατί τόση αγάπη για το ντοκιμαντέρ; Είναι γιατί έχεις φυσική περιέργεια για την αλήθεια, ή στο θέατρο σε βοηθά να «πατάς» καλύτερα;

Έλα ντε… Είναι δύσκολη ερώτηση αυτή και δεν ξέρω ακριβώς πώς να την απαντήσω. Δεν το έχω αναλύσει τόσο πολύ. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με αυτό το είδος, το έβλεπα περισσότερο ως έναν τρόπο, όπως είπες, να βρει κανείς την αλήθεια. Σήμερα η μιντιακή πραγματικότητα είναι τόσο πολύ διαμεσολαβημένη και καθοδηγείται συχνά από συγκεκριμένα συμφέροντα, που είναι αρκετά αυθαίρετη πολλές φορές. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις εύκολα τι είναι αλήθεια και τι όχι. Το ντοκιμαντέρ σού δίνει τη δυνατότητα να ψάξεις και να ανακαλύψεις κάτι που έχει ουσία.

Karol-Jarek

Ιnfo

ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ
Θέατρο ΔΙΠΥΛΟΝ, Σαμουήλ Καλογήρου 2, Ψυρρή, τηλ. 210 323 0803

Σύλληψη/ Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς
Κείμενο: Μιχάλης Πητίδης, Γεράσιμος Μπέκας, Ανέστης Αζάς
Μουσική: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Ηχητικός Σχεδιασμός/ Sound Design: Άγγελος Κονταξής
Σκηνογραφία: Διδώ Γκόγκου | Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Animal Body Training: Κωνσταντίνος Μωραΐτης
Φωτισμοί: Γιώργος Κασσάκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μιχάλης Πητίδης | Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Κανελοπούλου
Φωτογραφίες: Κάρολ Γιάρεκ

Παίζουν: Γιώργος Κατσής, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Παναγιώτης Μανουηλίδης, Έλενα Μαυρίδου, Μαρία Πετεβή, Θεμιστοκλής Μαλεσάγκος, Gary Salomon.

 

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα