“ΤΙ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥ ΤΩΝ 70S; ΣΤΑ 23 ΜΟΥ, ΜΕ ΕΙΧΑΝ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙ ΗΔΗ ΔΕΚΑ ΦΟΡΕΣ ΜΕ ΟΠΛΟ”

Τον έχουν αποκαλέσει «ζωντανή προφορική ιστορία της Νέας Υόρκης», είναι 30+ χρόνια στο πλευρό του Nick Cave με τους Bad Seeds, δούλεψε με τους Sonic Youth, τη Lydia Lunch και τους Cramps. O Jim Sclavunos βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένος του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου και μίλησε στον Παναγιώτη Μένεγο για τη ζωή και την καριέρα του εδώ και 50 χρόνια…

Είναι μάλλον 1980, ο αφηγητής μας ομολογεί ότι δεν είναι πολύ καλός με τις ημερομηνίες για να γίνει πιο συγκεκριμένος. Τρένο και μετά λεωφορείο προς uptown για να δει τον περίφημο Sun Ra στη Danceteria, το τότε καινούριο afterhours κλαμπ της Νέας Υόρκης, Ο ήρωάς μας, 20κατι, έχει πράσινα μαλλιά, απόλυτα συμβατά με το πνεύμα της εποχής και της σκηνής στην οποία ανήκει, αλλά όχι αποδεκτό από μια παρέα συνομηλίκων του που επίσης επιβαίνουν στο λεωφορείο κι έχουν το κλασικό λουκ και παράστημα των παικτών αμερικάνικου ποδοσφαίρου/μελών αδελφότητας που έχουμε δει σε τόσες και τόσες κολεγιακές ταινίες. Ξεκινάνε βρισιές και προσβολές, εκείνος δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω και ανταποδίδει, «ήξερα ότι θα μέ έδερναν έτσι κι αλλιώς οπότε γιατί να μην απαντήσω;». Τον πιάνουν λοιπόν από τα μαλλιά και κοπανάνε το κεφάλι του στα παράθυρα με το όχημα εν κινήσει και τον οδηγό να χασμουριέται κι απλά να τους λέει αδιάφορα «κάντε λίγο ησυχία εκεί πίσω».

Κάποια στιγμή το μαρτύριο τελειώνει, αλλά εκείνος παραμένει σε αποστολή. Κι εμφανίζεται επιτέλους, δαρμένος και ματωμένος, στην είσοδο του Danceteria. O Haoui Montaug, η θρυλική μορφή του νεοϋρκέζικου underground που κάνει πόρτα του λεει “honey, you’re a mess” και τον στέλνει στις τουαλέτες να σουλουπωθει. Είκοσι λεπτά αργότερα ο Jim Sclavunos επιστρέφει καθαρός και, ας πούμε, περιποιημένος, μπαίνει στο κλαμπ και βλέπει «μια από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής μου, μου άξιζε με τόσα που πέρασα για να την παρακολουθήσω».

45 χρόνια μετά, είμαστε στη Θεσσαλονίκη την ημέρα της λήξης του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου με την πόλη να ετοιμάζεται να αποχαιρετήσει τους επισκέπτες που τη βούλιαξαν και φέτος για δύο εβδομάδες. Έχοντας λουφάξει στην ήσυχη γωνιά του φουαγιέ του ξενοδοχείου που πρότεινε για να τα πούμε, το πρώτο που καταλαβαίνω από τη συνομιλία μας είναι ότι ο Jim Sclavunos δεν τις μοιράζει απλόχερα αυτές τις ιστορίες, παρότι αναπόφευκτα τις έχει διηγηθεί πολλές φορές ξέροντας ότι οι συνομιλητές του πεθαίνουν γι’ αυτές. Όλοι θέλουν λίγο κλίμα από τη μυθική Νέα Υόρκη των late 70s-early 80s. Όλοι θέλουν ιστορίες με κίνδυνο, πολύ sex, drugs & rock ‘n’ roll…άντε και λίγο ξύλο

Δίμετρος υπέρκομψος στο “moth” (mod + goth) στυλ του (για το οποίο κάποτε τον αποκάλεσαν «διαβόητα σικ έκφυλο»), μοιάζει σήμερα σαν τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στον Ότο Ρεχάγκελ και τον Γιώργο Κωνσταντίνου. Κι αντιστέκεται: «Αναρωτιέμαι ποιος είναι αυτό το άγριο μέρος που λέγεται “Νέα Υόρκη των 70s”, μάλλον κάτι θα έχασα. Μετά από μερικά χρόνια σε διαβεβαιώ δεν έμοιαζε και τόσο άγριο», είναι η πρώτη γραμμή άμυνάς του. Μόλις όμως του λέω ότι κάπου έχω διαβάσει την παραπάνω ιστορία με τα πράσινα μαλλιά, σπάει το μπλόκο. «Κοίτα, όντως, αν γυρίσεις σε εκείνα τα χρόνια και τα περιγράψεις σε κάποιον που δεν τα έζησε, τα σκηνικά ακούγονται παράξενα ακόμα και σε σένα τον ίδιο. Μήπως ο άλλος νομίζει ότι του λες παραμύθια; Ότι επινοείς πράγματα για να τον εντυπωσιάσεις; Κάτι που δεν ισχύει, γιατί δε με ενδιαφέρει καθόλου να εντυπωσιάσω κανέναν. Προτιμώ λοιπόν να κατεβάζω τους τόνους, να υποτιμώ κάπως τις αναμνήσεις. 

Αλλά, αφού επιμένεις, ΟΚ, να στο πω κάπως έτσι: Ως τα 23 μου, με είχαν σημαδέψει δέκα φορές με όπλο. Όχι μόνο κλέφτες, αλλά και μπάτσοι. Άλλες 5-6 φορές μου είχαν βγαλει μαχαιρι. Τα κατάφερα πάντως και ποτέ δε με πυροβόλησαν, ούτε με μαχαίρωσαν. Κάτι για το οποίο θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό. Μερικές φορές έφτασα πολύ κοντά να την πάθω. Κι έφαγα ξύλο πολλές, μα πάρα πολλές φορές».

 

O Jim Sclavunos στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, Νοέμβριος 2025 Άρης Ράμμος

Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Το επώνυμο μαρτυρα τις ρίζες, ο “pappou” από την Ύδρα και η “giagia” από το Γαλαξίδι. Σπούδασε κινηματογράφο στο NYU αλλά τα φιλμ του ήταν «αρκετά αμφιλεγόμενα» για να βρει υποστηρικτές. Οι περισσότεροι συμφοιτητές του ήθελαν να κάνουν αφηγηματικές ταινίες, πλούσιες σε δράμα και συναισθήματα. Κι εκείνος ήθελε το αντίθετο, τα φιλμ του να είναι απαθή κι επιθετικά, έχοντας για βασικές επιρροές τον Tony Conrad και τους Kenneth Anger και Stan Brakhage. 

Πέρασε από το χρονοβόρο animation, βοήθησε φίλους του όπως ο (ποιητής σήμερα) Peter Dellolio να μεταφέρουν στο εναλλακτικό σινεμά διηγήματα του James Joyce, τελικά τα δύο μέτρα από τα οποία βλέπει τον κόσμο του έδωσαν τον κινηματογραφικό ρόλο που του άρμοζε, εκείνον του ιδανικού μπούμαν. «Ο ήχος στο σινεμά με έβαλε σταδιακά στο μονοπάτι της μουσικής, κάτι που μου άρεσε ήδη χωρίς να είμαι σε κάποιο συγκρότημα ή κάτι τέτοιο. Δεν ήξερα κανένα όργανο, όμως στη σχολή κινηματογράφου είχα μάθει για μικρόφωνα, για μοντάζ και μίξη ήχου. Κι επίσης, αυτή η τριβή με τα κινηματογραφικά με έφερε σε επαφή με την πανκ σκηνή της εποχής που αναπτυσσόταν κυρίως γύρω από τις σχολή Καλών Τεχνών του NYU. Ήδη ανέβαινα από το Μπρούκλιν για να δω live π.χ. των New York Dolls, αλλά το campus του NYU ήταν κυριολεκτικά δίπλα στο CBGBs και όχι πολύ μακριά από το Max’s Kansas City, αμφότερα σημαντικά μέρη για την πανκ σκηνή. Έτσι κι αλλιώς, νέοι ήμασταν, παντού πηγαίναμε».

Κάπως έτσι αυτός ο ψηλός μελαχρινός άνδρας, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας κοσμογονίας. Μια πόλη σε βαθιά κρίση που χρεοκοπούσε, η οποία όμως έβραζε από ιδέες και δημιουργικότητα. Κι εκείνος το έζησε όλο. Αρχικά εκδίδοντας ένα φανζίν (το “No Magazine” το 1976), κατόπιν συμμετέχοντας σε μια σειρά από μπάντες που είχαν, σχεδόν πάντα, κατεύθυνση τα άκρα με πιο χαρακτηριστική τους Teenage Jesus & the Jerks, όπου έπρεπε να περάσει από τον casting couch της Lydia Lunch για να μπει στο γκρουπ αρχικά ως μπασίστας («Μου πήρε την παρθενιά μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι μια ευχάριστη ανάμνηση», έχει πει κάποτε γελώντας οn camera). Όπως άλλωστε τον έχουν συστήσει στο παρελθόν, από μόνος ο Jim Sclavunos είναι «η ζωντανή προφορική ιστορία της Νέας Υόρκης»

«Ε, λοιπόν, νομίζω η δεκαετία του ’70  στη Νέα Υόρκη ήταν μια εκπληκτικά πλούσια περίοδος. Δεν ήταν μόνο το punk ή το new wave, αλλά και το θέατρο, ο χορός, η μη ροκ εν ρολ μουσική. Μπορεί να ενδιέφερε λιγότερους, αλλά ήταν επίσης μια πολύ παραγωγική περίοδος για τη ζωγραφική. Ο τρόπος που ενσάρκωσαν τη μετάβαση από τα 60s στα 70s καλλιτέχνες σαν τον χορογράφο Alwin Nikolais ή η πολύ δραστήρια τότε, Meredith Monk, ήταν εντυπωσιακός. Όλα αυτά δε συνέβαιναν μόνο στο Lower East Side αλλά σε όλο το Μανχάταν π.χ. με πολυάριθμες χορευτικές ομάδες σαν της Lucinda Childs που αργότερα έκανε το Einstein on the Beach με τον Robert Wilson και τον Philip Glass. Στους συνθετες εκτός από τον Glass, έχουμε τον Steve Reich και τον Moondog που ήταν ακόμα στην πόλη, λίγο πριν μετοικήσει στην Γερμανία. 

Αυτό που έχει επικρατήσει είναι ότι επειδή η πόλη ήταν τόσο υποβαθμισμένη, τα ενοίκια παρέμειναν χαμηλά, γεγονός που επέτρεψε στους καλλιτέχνες όχι μόνο να ζουν φθηνά, αλλά και να έχουν πρόσβαση σε χώρους για να παρουσιάζουν την τέχνη τους. Οπότε, ναι, ο οικονομικός παράγοντας ήταν πολύ ισχυρός. Όμως εξηγεί μόνο ένα πολύ μικρό μέρος της ιστορίας. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι είχαμε ήδη μπει σε μια νέα πολιτιστική τροχιά στη μετα-χίπικη εποχή. Πολλά πράγματα έσπασαν στα 60s, πολλές ιδέες κυκλοφόρησαν εκεί έξω, άλλες έμειναν κι άλλες πετάχτηκαν. Ακόμα όμως δεν είχαμε φτάσει στα όρια της κουλτούρας. Υπήρχαν ακόμα μέρη να εξερευνήσεις, χωρίς να χρειάζεται να αναμασάς το παρελθόν. Ήταν, επίσης, αρκετά ιδιόμορφο και το πολιτικό περιβάλλον μετά το Βιετνάμ. Υπήρχε ένα είδος ανακούφισης που ο πόλεμος είχε τελειώσει, υπήρχε άνθηση του κινήματος απελευθέρωσης των γυναικών, ενώ βρισκόταν σε υποχώρηση η μαύρη μαχητικότητα μετά την αναταραχή της δεκαετίας του ’60. Ήταν λοιπόν μια πολύ περίεργη εποχή, πολιτικά και κοινωνικά. 

Το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων επίσης δεν είχε φουντώσει ακόμα. Ναι μεν είχε συμβεί το Stonewall στα τέλη των 60s, ήταν προφανές ποιος ήταν gay και ποιος όχι αλλά π.χ. η gay ατζέντα δεν έπαιζε στα media. Παρότι οι ίδιοι εκφράζονταν πολύ ανοιχτά σε μικρότερες κοινότητες, από την σκηνή των ανδρών με τα δερμάτινα ως την έκρηξη της disco. H disco υπήρξε στ’ αλήθεια ένας συμπεριληπτικός ισοσταθμιστής. Κάτι που δεν ήταν ποτέ το punk. Μπορώ να σου απαριθμήσω πολλές γυναίκες και πολλούς gay άνδρες που ήταν αναμεμειγμένοι, αλλά η punk σκηνή δεν ήταν το ίδιο συμπεριληπτική. Ίσως γιατί στηριζόταν στην ελιτίστικη ιδέα ότι είμαστε μια μπάντα κι ανεβαίνουμε στην σκηνή, ενώ στην disco δεν είχαν σημασία τα συγκροτήματα αλλά η πίστα». 

Δεκάδες βιβλία, φιλμ, ντοκιμαντέρ, podcasts κι ακόμα περισσότερα άρθρα (πολύ συχνά με τη συμμετοχή του ίδιου ως πηγή) έχουν προσπαθήσει να αποτυπώσουν εκείνη την εποχή. Ο Sclavunos παραμένει διαχρονικά επιφυλακτικός γιατί γνωρίζει ότι κάθε απόπειρα είναι περασμένη από το υποκειμενικό φίλτρο αυτού που την υπογράφει, δημοσιογράφου, φωτορεπόρτερ ή ντοκιμαντερίστα. «Έχω τη δική μου οπτική γωνία για αυτήν την σκηνή. Δεν είναι η μόνη οπτική γωνία. Δεν είναι σίγουρα η μόνη έγκυρη οπτική γωνία, αλλά είναι η δική μου. Και είναι αληθινή γιατί ήμουν εκεί, βαθιά εμπλεκόμενος πολλές φορές. Έχεις διαβάσει το Please Kill Me; Νομίζω είχε μια καλή προσέγγιση. Μου άρεσε που στις σελίδες του τόσοι πολλοί άνθρωποι αντιφάσκουν μεταξύ τους. Μου θύμισε κάπως το Rashomon του Κουροσάβα, ένα γεγονός-πολλές ματιές. Κι αυτό είναι τόσο υγιές όσο κι αναπόφευκτο».

Αναρωτιέμαι αν όλοι εμείς οι νεότεροι που γοητευόμαστε από αυτή τη μυθολογία, ακόμα και σε πολύ μακρινά μέρη όπως η Ελλάδα θα αντέχαμε έστω κι ένα βράδυ σε αυτήν την ατμόσφαιρα παρακμής. Αν δηλαδή «διαπράττουμε το αδίκημα» μιας gentrified νοσταλγίας για μια περίοδο που δε ζήσαμε. Ο Sclavunos κλείνει το θέμα λακωνικά: «Δε νομίζω ότι κάποιος θα επέλεγε να ζήσει έτσι. Όμως αυτό ήταν το περιβάλλον. Και προσαρμόζεσαι στο περιβάλλον σου, ειδικά όταν είσαι νέος. Είναι το μόνο που ξέρεις, δεν έχεις με τίποτα να το συγκρίνεις. Έτσι απλά το ζεις». 

Με τον Στέφανο Ρόκο Άρης Ράμμος

Για το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεργάστηκε με τον εικαστικό Στέφανο Ρόκο (και τον σκηνοθέτη Φωκίωνα Ξένο) στην παραγωγή δύο animation spots πάνω σε δύο ζωγραφικά έργα του πρώτου, με πρωταγωνιστές ένα τηλέφωνο κι ένα αβοκάντο, που εντάχθηκαν στην οπτική επικοινωνία της διοργάνωσης. Είναι η τρίτη φορά που δουλεύει με τον Ρόκο, ίσως θυμάστε έναν χρόνο πριν την πανδημία την έκθεση No More Shall We Part με έργα πάνω στον ομώνυμο δίσκο του Nick Cave με τους Bad Seeds, των οποίων ο Sclavunos αποτελεί μέλος από το 1994 κι ανυπομονεί να επιστρέψει μαζί τους στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 2026 («μου έχουν πει ότι θα είναι η μεγαλύτερη μας συνυαλία έβερ στην Αθήνα»). 

O Sclavunos αποφοίτησε από τη “no wave” σκηνή, καταστάλαξε στα ντραμς και γενικά στο percussion, δούλεψε με πολύ μεγάλα ονόματα (the Cramps, Iggy Pop, Marianne Faithfull, Sonic Youth κ.ά.) πριν κι αφού έγινε μέλος των Bad Seeds, υπήρξε ιδρυτικό μέλος των Grinderman, έφτιαξε το δικό του γκρουπ The Vanity Set το 2000 και ξεκίνησε μια μακρά λίστα συνεργασιών από τη θέση του παραγωγού (από τους Horrors και τους Gogol Bordello ως τους δικούς μας Callas). Την τελευταία πενταετία, μάλιστα, έχει κάνει περάσματα από τρεις ταινίες όλες του καναδού σκηνοθέτη και φίλου μου Mars Roberge.

Εστιάζω σε τρία ονόματα – Lydia Lunch, Nick Cave, Sonic Youth. 

«Λοιπόν, είναι όλοι τους πολύ διαφορετικοί. Είναι διαφορετικός ο τρόπος που γράφει  η Lydia Lunch κι άλλος του Nick Cave, σωστά; Όταν μιλάμε για δικές τους ήδη υπάρχουσες συνθέσεις, εγώ καλούμαι να προσφέρω κάτι που τις εμπλουτίζει. Όταν μιλάμε για μια πιο συνεργατική κατάσταση σύνθεσης, τότε ίσως αναμένεται από μένα κάτι περισσότερο σαν συμβολή για να ξεκινήσει κάτι. Με τους Sonic Youth ήταν το πρώτο τους άλμπουμ (σ.σ. Confusion Is Sex, 1982). Δε θα έλεγα ότι κάποιος από αυτούς που ανέφερες ήταν πιο εύκολος ή πιο δύσκολος ή πιο περίπλοκος. Κι έχω ιστορία να δουλεύω με μερικούς ασυνήθιστους, μοναδικούς και ιδιοσυγκρασιακούς καλλιτέχνες. Όπως ο Tav Falco, ο Alex Chilton των Big Star ή οι Cramps. Τελευταία, δουλεύω με τους Pogues, δυστυχώς ο Shane (σ.σ MacGowan, ο ιστορικός τους frontman) δεν είναι πια μαζί μας. Τον ήξερα, δε θα έλεγα ότι ήμασταν φίλοι, αλλά είχε ανέβει αρκετές φορές στην σκηνή μαζί μας με τους Bad Seeds. Ο σύνδεσμός μου με τους Pogues είναι ο “Spider” Stacy που γνώρισα πριν λίγα χρόνια μέσω της συζύγου μου, Sarah, και τα πήγαμε πολύ καλά. Το συγκρότημα άρχισε να κάνει μερικά επετειακά σόου, με φώναξαν να συμμετέχω σε ένα δύο λαιβ ως τραγουδιστής και τώρα είμαι μαζί τους ως ντράμερ, κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον για μένα γιατί δεν γνώριζα καθόλου το υλικό τους».

Θυμάμαι σε μια συνέντευξη να μου λένε οι Callas, Λάκης και Άρης Ιωνάς, ότι είχαν πάει να τον πάρουν από το αεροδρόμιο την πρώτη φορά που θα συνεργάζονταν κι αντί να πάνε κάπου να φάνε και να ακούσουν τις ιστορίες του, εκείνος επέμενε να μη χάσουν χρόνο και να πάνε κατευθείαν στούντιο. «Νομίζω ότι η πρώτη δουλειά του παραγωγού δεν είναι απλώς να κατανοήσει τον καλλιτέχνη, αλλά να κατανοήσει και το μπάτζετ. Και στα πράγματα που έχω δουλέψει, το μπάτζετ ήταν γενικά περιορισμένο, όχι πάντα ανάλογο με τις ανάγκες ή τις φιλοδοξίες του καλλιτέχνη. Οπότε ήταν πάντα σημαντικό για μένα να το έχω αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού μου και να βεβαιώνομαι ότι δεν θα ξεμείνουν από χρήματα πριν ολοκληρωθεί ο δίσκος χωρίς να ακούγεται όπως τον θέλουν, καταλαβαίνεις; Δε χρειάζεται λοιπόν να είμαι ακριβώς αυστηρός, αλλά πρέπει να τους βάζω όλους σε σειρά. Δεν θέλεις να καταλήξεις να τους ακούς στο τέλος να λένε “ω, δεν είναι ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω”.

Η τελευταία μπάντα που έκανα παραγωγή είναι οι Tankus, να τους τσεκάρετε! Είναι πολύ διασκεδαστικοί. Ήταν πολύ τυχεροί που το label τους διαθέτει στούντιο ηχογράφησης. Είχαμε λοιπόν στη διάθεσή μας όσο χρόνο θέλαμε. Και, ξέρεις, πάντα μπορείς να χρησιμοποιήσεις λίγο παραπάνω. Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που θέλαμε. Ε, λοιπόν, αυτή ήταν μια φορά που δεν είχα άγχος για το μπάτζετ. Εξαιρώ τους δικούς μου δίσκους γιατί εκεί κάνω παραγωγή στον εαυτό μου, άρα δεν είμαι υπόλογος και σε κανέναν άλλον. Δε με νοιάζει καθόλου γιατί δεν περιμένω ποτέ να βγάλω λεφτά από τα άλμπουμ μου. Αν ξοδεύω παραπάνω, είναι δικός μου λογαριασμός».

 

Στα ντραμς των Grinderman (2008) Alamy/Visualhellas.gr

O Sclavunos σήμερα ζει με τη σύζυγό του στη βρετανική εξοχή, έξω από το Κάντερμπερι, περιτριγυρισμένος από οπωρώνες με μήλα. Ποτέ δε συνδέθηκε με το Λονδίνο, πάντα έχει το νου του στη Νέα Υόρκη. Δεν επέστρεψε για να ψηφίσει στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές αλλά, ΟΚ, κάπου πήρε το αυτί του το όνομα Ζόραν Μαμντάνι. «Δεν έχω σχηματίσει πλήρη άποψη για τον Μαμντάνι. Ξέρω μόνο πολύ γενικά πράγματα γι’ αυτόν. Νομίζω ότι υπόσχεται πολλά. Πάρα πολλά. Και το πιστεύω αυτό, το κατεστημένο θα του το κάνει πολύ δύσκολο να τα πετύχει. Αν καταφέρει τα μισά από αυτά που σκοπεύει, θα είναι πολύ εντυπωσιακό. Αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα είναι αρκετό για τους ανθρώπους που τον εξέλεξαν. Ξέρεις, για μένα η πολιτική έχει πάντα να κάνει με συμβιβασμούς. Και κανείς στην πολιτική δεν φαίνεται να το κάνει αυτό πια. Έχει γίνει μια φοβερά πολεμική διαδικασία. Ποιος ξέρει λοιπόν; Του εύχομαι καλή τύχη. Εύχομαι καλή τύχη στη Νέα Υόρκη. Δεν μπόρεσα να συμμετάσχω στις εκλογές φέτος, ζώντας στο εξωτερικό, αλλά δεν είμαι καθόλου αδιάφορος».

Η κουβέντα πάει στον Τραμπ.

Ο Sclavunos προσπαθεί να απλουστεύσει τα πράγματα και να μη χάνεται σε δαιδαλώδεις αναλύσεις. «Αυτό που συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι οι άνθρωποι, ως συνήθως, σκέφτονται βραχυπρόθεσμα για τις ανάγκες τους π.χ. μπορώ να αντέξω οικονομικά, μπορώ να ζήσω; Κι ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτό καθορίζει πολλά από τα αποτελέσματα των εκλογών στις ΗΠΑ. Αυτό είναι που τους απασχολεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, να βάζουν ψωμί στο τραπέζι, να μπορούν να πληρώνουν το ενοίκιο και τους λογαριασμούς τους. Αυτό ήταν πάντα το κύριο, όλες οι άλλες πολιτικές, ιδεολογικές και ηθικές σκέψεις μένουν στο περιθώριο αν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα ​​μόνος σου. Και αυτό δεν είναι πυρηνική επιστήμη, είναι κάτι πολύ προφανές. 

Ο κόσμος κοιτάζει τον Ντόναλντ Τραμπ και βλέπει κάποιον που είναι πολύ πλούσιος. Λένε, αυτός ο πλούσιος τύπος πρέπει να ξέρει από χρήματα. Ακόμα κι αν λέει ή κάνει μερικά φριχτά πράγματα, με τα οποία -μην ξεχνάτε- μερικοί συμφωνούν. Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν είναι ένας ηλικιωμένος που τα χει χάσει, δεν του έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Το δια ταύτα είναι ότι ο περισσότερος κόσμος πείστηκε ότι το βιβλιάριο καταθέσεων του θα παρουσιάσει καλύτερη εικόνα με τον Τραμπ». 

Τον ρωτάω αν μέσα σε όλα αυτά είναι ανήσυχος ή απλά υπομονετικός στη λογική ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους. Αν θα επέστρεφε να ζήσει στις ΗΠΑ, τώρα που αρκετοί π.χ. από τον καλλιτεχνικό χώρο θέλουν να τις εγκαταλείψουν και δίνει στην κουβέντα μια απρόσμενη τροπή. «Δεν είμαι υπομονετικός, φυσικά ανησυχώ. Με ρωτάς αν έχω ελπίδα; Ναι έχω, πάντα έχω. Φυσικά και θα πήγαινα να ζήσω πίσω στις ΗΠΑ, δεν είμαι αντι-Αμερικανός. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι είμαι σοκαριστικά πατριώτης. Πώς το εννοώ όμως; Δεν είναι μια τυφλή αγάπη. Είναι μια πολύ συγκρατημένη αγάπη για τη χώρα. Όμως δεν μπορώ να συνταχθώ με όσους λένε “not my country”,  δεν μπορώ να τους καταλάβω. Μπορώ να καταλάβω τι εννοούν, αλλά δεν κατανοώ πώς μπορούν και ζουν με αυτά τα λόγια. Είναι αηδιαστικά.

Ακόμα θυμώνω πολύ. Νομίζω ότι η εποχή που ήμουν πιο πολύ σε αντίθεση με την κοινωνία, με έναν τελείως ανταγωνιστικό τρόπο, ήταν κατά τη διάρκεια της θητείας μου στους Teenage Jesus and the Jerks. Ήμουν απολυτα οργισμένος, εντελώς τρελαμένος, μέσα στα ναρκωτικά και σε ο,τιδήποτε. Η μουσική μας ήταν – πώς να το πώ – πολύ εκφραστική. Κι ο τρόπος ζωής μας το ίδιο. Ήμασταν τόσο outsiders που ακόμα και οι punks μας μισούσαν. Κανένα συγκρότημα δεν ήθελε να τους ανοίξουμε. Είχαμε τη φήμη εκείνων που αδειάζουν την αίθουσα. Οι μόνοι που μας ήθελαν μαζί τους ήταν οι Suicide.  Κι ένα άλλο γκρουπ, οι Mumps, που ήταν κάτι σαν ποπ συγκρότημα, αλλά ήταν προσωπικοί μας φίλοι, και μας άφηναν να παίζουμε πριν απ΄αυτούς. Όλοι οι άλλοι δεν μας ήθελαν. Επειδή ήμασταν πολύ ψυχροί, ανταγωνιστικοί κι επιθετικοί απέναντι στο κοινό».

Ναι, αλλά κάποια στιγμή, ο θυμός δεν τελειώνει;

Ωριμάζεις, ζεις καλύτερα, έχεις περισσότερη εμπειρία, μπορείς να σαπορτάρεις καλύτερα τον εαυτό σου και τις ανάγκες σου. Κι αυτό είναι ίσως ένα σοκ για πολλούς performers που ξεπήδησαν από σκηνές που η ένταση ήταν το απόλυτο καύσιμό τους. O Sclavunos βάζει τον επίλογο, φιλοσοφώντας και λίγο…

«Δε θα έλεγα ότι ξύπνησα μια μέρα και ήμουν πιο μαλακός, πιο ήπιος. Θα έλεγα ότι έμαθα να διοχετεύω την οργή μου με διαφορετικούς τρόπους. Υπάρχει ένα είδος ματαιότητας στην οργή. Αυτό για το οποίο είσαι θυμωμένος είναι κάτι περισσότερο από ένα πράγμα, είναι κάτι γιγαντιαίο πράγμα που δεν μπορείς να νικήσεις μόνος σου. Άρα όλες οι νίκες σου είναι μικρές και γελοίες, αν υποθέσουμε κιόλας ότι έχεις έστω κάποιες νίκες, γιατί οι θυμωμένοι άνθρωποι πολύ σπάνια τις πετυχαίνουν στ’ αλήθεια».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα