Eurokinissi/ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη (Θεσσαλονίκη 9 Μαρτίου 1925 – Αθήνα 23 Ιουνίου 2005) συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες λογοτεχνικές δημιουργίες που γεννήθηκαν κατά την Κατοχή , τη μετακατοχική περίοδο και τις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες.

Με ποιήματα πρωτοεμφανίστηκε στα χρόνια της εθνικής αντίστασης στην οποία ο ίδιος συμμετείχε ενεργά ως Επονίτης φοιτητής τότε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Για την πολιτική του δράση φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.

Αποφυλακίστηκε τελικά το 1951 με την ψήφιση ευνοϊκών μέτρων της κυβέρνησης Πλαστήρα.

Θεωρείται από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, με δεσπόζουσα, στο βίο και το έργο του, την πολιτική συνείδηση.

Το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη μέσα στα δύσκολα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που έζησε και τα βιώματα που αντανακλώνται στα ποιήματά του, φωτίζονται σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε φέτος που γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.

Το υπογράφει ο Μιλτιάδης Δ. Πολυβίου ένας άνθρωπος που γνώρισε τον Μανόλη Αναγνωστάκη, συζήτησε μαζί του, συνδέθηκε με φιλία μαζί του και ασχολήθηκε όχι με τους στίχους αλλά με την πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν αυτοί οι στίχοι.

Τίτλος του βιβλίου είναι «Πραγματολογικά σχόλια για το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη».

Η ποίηση δεν είναι μια πράξη εν κενώ

«Ο Πολυβίου δεν ασχολείται µε εδάφια ή συγκεκριµένους στίχους του Αναγνωστάκη για να τους ερµηνεύσει ή να αποδώσει το πιθανό κρυφό νόηµά τους. Τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η πραγµατικότητα µέσα στην οποία δηµιουργήθηκαν αυτοί οι στίχοι», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στον πρόλογό του στο βιβλίο.

Παρακάτω επισημαίνει επίσης τα εξής:

«Τα µικρά ονόµατα των προσώπων, οι δρόµοι, οι χρονολογίες που συχνά στεγάζουν τα ποιήµατα, οι αναφορές σε καταστάσεις που κατά κανόνα µνηµονεύονται µε τρόπο περίπου κρυπτογραφικό αποκτούν εδώ ύπαρξη και υπόσταση, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να εισχωρήσει στο εργαστήρι του ποιητή.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου έζησε όλα τα κρίσιµα χρόνια του ο ποιητής, αποκτά στις σελίδες του τωρινού βιβλίου µια φυσιογνωµία κι ένα πρόσωπο όπως ακριβώς τα είδε και τα έζησε ο Αναγνωστάκης.

Γιατί η ποίηση δεν είναι µια πράξη εν κενώ. Είναι περιγραφή και αποτύπωση µιας δεδοµένης πραγµατικότητας».

Για το πώς γνώρισε τον Μανόλη Αναγνωστάκη και για την τότε συγκυρία ο Μιλτιάδης Πολυβίου μας είπε:

«Τον Αναγνωστάκη τον γνώρισα προσωπικά το 1970, όταν εγώ ήμουν φοιτητής. Τον ήξερα κάπως ως ποιητή και ενδιαφερόμουνα να μάθω περισσότερα, για να είμαι ειλικρινής όχι τόσο σχετικά με το έργο του όσο σχετικά με τον ίδιο και το αγωνιστικό του παρελθόν, που, όπως είχα μάθει, είχε αποτέλεσμα την καταδίκη του σε θάνατο – στα χρόνια της χούντας κάτι τέτοια ασκούσαν στο νεανικό αριστερό κοινό ιδιαίτερη γοητεία. Μετά από σύσταση κάποιας κοινής γνωστής μας πήγα στο ιατρείο του και τον βρήκα και έτσι άρχισε μια γνωριμία που εξελίχθηκε σε στενή φιλική σχέση όταν αυτός, μέσω εμού, γνωρίστηκε με δύο φίλους μου που μόλις είχαν ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο με αποτέλεσμα να γίνει για κάποιο διάστημα συνέταιρός τους».

Η λιτότητα, η ειλικρίνεια και ο ανεπιτήδευτος λόγος

«Ως εντύπωση», πρόσθεσε, «θα έλεγα πως όταν τον γνώριζες κάπως καλύτερα διαπίστωνες πως όλα τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του, όπως η διακριτικότητα, η λιτότητα, η ειλικρίνεια, ο ανεπιτήδευτος λόγος, η αποφυγή κάθε εκζήτησης, οι χαμηλοί τόνοι, η αυτοσαρκαστική διάθεση, τον χαρακτήριζαν και ως προσωπικότητα».

«Ακόμη, ενώ ο λόγος του δεν είχε τίποτα από αυτό που θα το λέγαμε αισθηματολογία, εν τούτοις σου έδινε την αίσθηση πως ήταν βαθιά συναισθηματικός και άνθρωπος με ιδιαίτερη συναισθηματική ευφυΐα. Έχω την αίσθηση πως, πέρα από τους γνωστούς λόγους που κάνουν δύο ανθρώπους φίλους, όπως η κοινότητα των αντιλήψεων, τα ίδια ενδιαφέροντα, κλπ, η φιλική σχέση μας ενισχύθηκε πολύ από το γεγονός πως εγώ από παλαιότερα είχα έντονο ενδιαφέρον για τον Εμφύλιο, διαβάζοντας ό, τι σχετικό εύρισκα και καταγράφοντας αντίστοιχες μαρτυρίες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να είμαι σε θέση να καταλαβαίνω καλύτερα τα βιώματα από τα οποία αρδεύεται το έργο του».

Για το αν ο ποιητής αναφερόταν στο πώς ο ίδιος βίωσε τα δύσκολα χρόνια ο Μ. Πολυβίου μας επεσήμανε τα εξής:

«Ο Αναγνωστάκης, ενώ γενικά είχε τη διάθεση να αναφέρεται συχνά στην εποχή που έζησε, απέφευγε να μιλάει για τις προσωπικές του περιπέτειες. Η διάθεσή μου να επιδιώκω κατά τις συναντήσεις μας οι σχετικές συζητήσεις να αναφέρονται κυρίως σε τέτοιου είδους θέματα, μου έδιναν την ευκαιρία να μαθαίνω παρεμπιπτόντως κάτι σχετικά με τις εμπειρίες του βλέποντάς τες ως μαρτυρίες μιας εποχής που με ενδιέφερε – τις απηχήσεις τους στο έργο του δεν τις αντιλαμβανόμουνα αμέσως, ούτε άλλωστε τις κατέγραφα αποβλέποντας σε κάτι παραπάνω από το να ικανοποιώ το ενδιαφέρον μου για την συγκεκριμένη εποχή. Όμως τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, ίσως επειδή αισθανόταν ότι το τέλος δεν μπορούσε να είναι μακριά, άρχισε να εκδηλώνει μια εξομολογητική διάθεση, δηλαδή μια διάθεση να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για τα βιώματα που αντανακλώνται στα ποιήματά του.

Αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να γίνει μια συστηματική καταγραφή των απαντήσεών του σε συγκεκριμένα ερωτήματα πραγματολογικού χαρακτήρα που ανακύπτουν σε αρκετά ποιήματά του, και πάλι όμως χωρίς να σκέφτομαι κάποια μελλοντική έκδοση.

Την πρόταση αυτή την αποδέχτηκε πρόθυμα ο ποιητής – μου έδωσε μάλιστα την εντύπωση πως, παρόλο που δεν μου το είχε προτείνει ο ίδιος, ήταν κάτι που μάλλον το περίμενε και το ήθελε πολύ – και έτσι κατέβηκα τρεις τέσσερις φορές στην Αθήνα με αποκλειστικό σκοπό να καταγράψω αυτά που ήθελα.

Παρόλο που μετά από αυτές τις συναντήσεις είχαν καλυφθεί οι αναφορές του έργου του που επιδέχονται τέτοιου είδους σχολιασμό, σχεδίαζα να κάνουμε ακόμα μία με σκοπό να γίνουν περισσότερο σαφείς κάποιες από τις απαντήσεις που είχε δώσει, όμως ο θάνατός του δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση της συνάντησης αυτής. Τα επόμενα χρόνια προσπάθησα να συμπληρώσω τις εξομολογήσεις του ποιητή και με άλλα σχετικά στοιχεία, κάτι όχι εύκολο γιατί αυτά μπορούσαν να βρεθούν μόνο από τυχαία διαβάσματα βιβλίωνμ ε συναφές περιεχόμενο, δεδομένου ότι, πέρα από δύο τρία δημοσιεύματα ελάχιστων σελίδων με τέτοιου είδους σχόλια (τα οποία μάλιστα αναφέρονται μόνον σε μερικά πρώιμα ποιήματά του) δεν υπήρχαν άλλες σχετικές πηγές.

 

Το υλικό που, σιγά σιγά, συγκεντρωνόταν έτσι παρέμενε αδημοσίευτο, εκτός από μια πρώτη καταγραφή του σχετικού υλικού για τη συλλογή Το Περιθώριο ’68-’69 («Πραγματολογικά σχόλια στα κείμενα της συλλογής Το Περιθώριο ’68-’69 του Μανόλη Αναγνωστάκη», περ. Φιλόλογος, τχ. 122, Οκτ.-Δεκ. 2005, σ. 613-619) γιατί το περιεχόμενο της συγκεκριμένης συλλογής έδινε πολλά περιθώρια για τέτοιου είδους σχολιασμό.

Στα δεκαεννιά χρόνια που μεσολάβησαν από την δημοσίευση αυτή συνέχιζα να καταγράφω ό,τι σχετικό τύχαινε να βρίσκω και έτσι προστέθηκαν πολλά ακόμη στοιχεία για το σύνολο του έργου του, όμως είχε γίνει πια φανερό ότι τα περιθώρια για εντοπισμό και άλλων σχετικών πληροφοριών ήταν πλέον περιορισμένα.»

Για την την πρόσληψη του βιβλίου από τους αναγνώστες:

«Επειδή πιστεύω ότι η πραγματική ποίηση, όπως η ποίηση του Αναγνωστάκη, δεν έχει ανάγκη από τέτοια πληροφοριακά δεκανίκια για να λειτουργήσει, ούτε νομίζω πως αν κάποιον δεν τον συγκινεί η ποίηση του Αναγνωστάκη θα αρχίσει να του αρέσει όταν διαβάσει αυτά τα σχόλια, αναρωτήθηκα πολλές φορές αν θα άξιζε να δει το φως της δημοσιότητας αυτή η προσπάθεια, που άλλωστε είχε ξεκινήσει χωρίς κάποιο συγκεκριμένο στόχο αλλά μόνον από προσωπικό ενδιαφέρον.

Παρά ταύτα, με την προτροπή και κάποιων φίλων, κατέληξα εν τέλει στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευσή τους δεν θα ήταν περιττή, υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να συμβάλει στην πληρέστερη κατανόηση του πλαισίου της εποχής και των καταστάσεων που έδωσαν τα ερεθίσματα για να εκφραστεί μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές προσωπικότητες του καιρού μας και, ως εκ τούτου, θα βοηθούσε στην καλύτερη προσέγγιση της κατάθεσής της».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα