Νέες ταινίες: Η συνταρακτική “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” είναι η πιο σημαντική ταινία της χρονιάς
Διαβάζεται σε 10'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 04 Δεκεμβρίου 2025 06:04
Ο ενθουσιασμός της κριτικής αντικατοπτρίστηκε και στις αντιδράσεις του κοινού για τη “Σπασμένη Φλέβα” του Γιάννη Οικονομίδη, με την ταινία να ανοίγει με περισσότερα από 30.000 εισιτήρια, το μακράν μεγαλύτερο άνοιγμα της καριέρας του σκηνοθέτη. Με το φιλμ να συζητιέται και να αρέσει, έχει πολλή ζωή μέσα του ακόμα.
Όπως έχουν ήδη εξαιρετικά πόδια η “Νυρεμβέργη” (ξεπέρασε τις 50.000) και η “Βουγονία” (ξεπέρασε τις 115.000), συμπληρώνοντας μια πολύ ελπιδοφόρα εικόνα στο ελληνικό box office αυτή τη στιγμή, με πολλαπλές ταινίες που δείχνουν να αφορούν το κοινό.
Στην πρώτη θέση φυσικά, όπως και παντού στον κόσμο, βρέθηκε η “Ζωούπολη 2”, το νέο ντισνεϊκό animation με ποδαρικό λίγο πιο κάτω από τις 50.000 εισιτήρια. Καμία έκπληξη φυσικά μιας και τα οικογενειακά animation πάνε σφαίρα στην Ελλάδα.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ
(“The Voice of Hind Rajab”, Κάουτερ Μπεν Χανία, 1ω29λ)
★★★★½
Τον Ιανουάριο του 2024 στη Γάζα, ένα 6χρονο κορίτσι βρέθηκε παγιδευμένο σε ένα αυτοκίνητο υπό τα πυρά του αδυσώπητου ισραηλινού στρατου. Χρησιμοποιώντας τις αληθινές ηχογραφήσεις των κλήσεών της, η ταινία καταγράφει τις προσπάθειες των εθελοντών της Ερυθράς Ημισελήνου να στείλουν ασθενοφόρο για τη διάσωσή της. Το όνομά της ήταν Χιντ Ρατζάμπ.
Σε 25 λέξεις: Συνταρακτικό φιλμ που μπλέκει αναπαράσταση και ντοκουμέντο για να υπογραμμίσει την απόγνωση της πραγματικότητας που διαπερνά αφηγήσεις, φίλτρα και οθόνες, σε μια εποχή γενοκτονίας και συνεχιζόμενης κατοχής σε ζωντανή μετάδοση. Μεγάλο Βραβείο του φεστιβάλ Βενετίας.
Κριτική
Η ταινία αποτελεί δραματοποίηση ενός φρικώδους περιστατικού τον Ιανουάριο του ‘24 στη Γάζα, όταν ένα 6χρονο κορίτσι καθηλώνεται ουσιαστικά μέσα στο αυτοκίνητο όπου επέβαινε μαζί με μέλη της οικογένειάς της. Ο κατοχικός στρατός του Ισραήλ άνοιξε πυρ, σκοτώνοντας τους υπόλοιπους επιβαίνοντας, με την μικρή Χιντ Ρατζάμπ, ακόμα ζωντανή, να έρχεται σε τηλεφωνική επικοινωνία με υπαλλήλους της Ερυθράς Ημισελήνου. Εκεί όπου, χιλιόμετρα μακριά, στήνεται μια επιχείρηση διάσωσης της 6χρονης, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν κύματα γραφειοκρατίας εκτός από τις γενοκτονικές ορέξεις του ισραηλινού στρατού.
Η Μπεν Χανία σπάει ξανά τα όρια πραγματικότητας και μυθοπλασίας, όπως έκανε και στο έξοχο προηγούμενο φιλμ της, “Τέσσερις Κόρες” το οποίο λειτούργησε με μια μίξη πραγματικών προσώπων και ηθοποιών ώστε να αναπτύξει ένα ψυχαναλυτικό παιχνίδι ρόλων σε κινηματογραφική μορφή. Ετούτη τη φορά όμως, αυτό που κάνει μας οδηγεί ευθέως στα όρια της φρίκης, όπου η πραγματικότητα είναι εντελώς αναπόδραστη για τους θεατές.
Στην ταινία, η “Φωνή” του τίτλου, ανήκει όντως στην πραγματική 6χρονη Χιντ Ρατζάμπ. Η Μπεν Χανία κάνει χρήση των αληθινών ηχογραφήσεων από τη μέρα της επιχείρησης διάσωσης, την ώρα που η οπτική δράση εξελίσσεται στο κέντρο της Ερυθράς Ημισελήνου μέσα από δραματοποιήσεις των πραγματικών γεγονότων.
Μπορεί να ακούγεται σαν exploitation αλλά στην πραγματικότητα η προσπάθεια συμβατικής κινηματογραφικής απεικόνισης ενός τέτοιου γεγονότος θα έπρεπε να θεωρείται εξίσου αν όχι περισσότερο εκβιαστική. Με το να κρατά την αληθινή φωνή της Χιντ Ρατζάμπ (και μαζί τον αληθινό πανικό, την απόγνωση, τους ήχους των σφαιρών του ισραηλινού στρατού) η Μπεν Χανία κρατά το έργο σε αποφασιστική απόσταση από την ασφάλεια του entertainment. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον θεατή να αποστασιοποιηθεί (έστω υποσυνείδητα) με τη γνώση πως όσα βλέπει είναι κατασκευές – πως είναι κάτι για να δει και να νιώσει κάτι, και μετά να συνεχίσει τη μέρα του.
Όχι εδώ. Όταν ακούς με τα ίδια τα αυτιά σου, νωρίς στο φιλμ, μια ζωή να χάνεται την ώρα της κλήσης, ξέρεις άμεσα πως δεν έχεις επιλογή να κάνεις βήμα πίσω (ή να κλείσεις τα αυτιά σου). Η διάτρηση του φιξιόν επιτρέπει στην πραγματικότητα να εισβάλει στη μεγάλη οθόνη, την ώρα που μπροστά στα μάτια μας ένα μικρό αλλά εξαιρετικό ensemble ηθοποιών ερμηνεύουν τους ρόλους των υπαλλήλων της ανθρωπιστικής οργάνωσης που σταδιακά χάνουν όλο και περισσότερο την ψυχική τους ηρεμία και ισορροπία.
Αυτή η διαρκής μετατόπιση ανάμεσα στο αληθινό και στο σκηνοθετημένο είναι σαν αλληλουχία από σφαλιάρες – μια αίσθηση όχι ανόμοια με το να σκρολάρεις μέχρι τέλους (της μέρας, της μπαταρίας, της υπομονής, της θέλησης) σε ένα social media feed που μας ταϊζει εναλλάξ αληθινές εικόνες θανάτου και λιμού από τη Γάζα, με μια παράλληλη καταγραφή της πραγματικότητας, φαινομενικά διαφορετική για τον καθένα.
Η Μπεν Χανία σκηνοθετεί όλο το φιλμ μες στα γραφεία της οργάνωσης, σα να ήταν ένα αγωνιώδες θρίλερ διάσωσης όπου όμως: α) κάθε διέξοδος απελευθέρωσης είναι ερμητικά κλειστή και β) το κινηματογραφικό σασπένς κορυφώνεται σε στιγμές πραγματικής οργής και απόγνωσης. Οι άνθρωποι της οργάνωσης είναι παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο γραφειοκρατίας που έχει επιβάλει ο ισραηλινός στρατός, που όπως σημειώνεται κάποια στιγμή στη διάρκεια της ταινίας, είναι σα να παίζει επιδεικτικά με τη μοίρα του κοριτσιού.
Η αρχική αποστομωτική αίσθηση του φιλμ οδηγεί σταδιακά στο σοκ, που οδηγεί στην απόγνωση, στον σπαραγμό και τελικά στην οργή, καθώς σταδιακά συνειδητοποιούμε ως θεατές τι πρόκειται να ακούσουμε και τι πρόκειται να αντικρύσουμε. Στην ουσία η ταινία χρησιμοποιεί την έλξη της μεγάλης οθόνης για να μας μετατρέψει σε μάρτυρες της φρίκης – μιας μόνο εκφρασής της, δηλαδή. Δεν το ζητήσαμε και δεν αποδεχτήκαμε, αλλά σε μια τέτοια ακραία συνθήκη ανθρωπιστικής κρίσης, κανείς δεν ζητά ή αποδέχεται τίποτα από τα όσα συμβαίνουν.
Τίποτα αυτή τη στιγμή στον κόσμο μας δεν είναι φυσιολογικό. Κι είναι αναπόφευκτο (αν όχι αναγκαίο) κι η τέχνη να μην σταματά στα ‘φυσιολογικά’ της όρια.
Στο μεγάλος του έπος “Ιστορία(ες) του Σινεμά”, ο Γκοντάρ μιλούσε μεταξύ άλλων για την ηθική κρίση στην οποία οδηγήθηκε το σινεμά μέσα από την αποτυχία του να καταγράψει εικόνες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με τον ίδιο τρόπο που μια ταινία δε μπορεί ποτέ στα αλήθεια να είναι αντι-πολεμική (καθώς αποτυπώνει αναπόφευκτα με όρους σασπένς, μυθοπλασίας –και entertainment, φυσικά– τα γρανάζια της φρίκης), ίσως έτσι ακριβώς και το γκλάμουρ της μεγάλης οθόνης να αδυνατεί να μεταδώσει με συνθήκες ευθύτητας και αλήθειας την απόλυτη τραγωδία.
Βλέποντας τη “Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ” με έπιασα να αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για αυτό ο Γκοντάρ. Η Μπεν Χανία αδειάζει το σινεμά της από το γκλάμουρ της αγωνιώδους μυθοπλασίας και μας μεταφέρει την καταγραφή της γενοκτονίας της Γάζας. Η ταινία της δεν αφήνει περιθώριο ούτε εντυπωσιασμού ούτε αποστασιοποίησης, εξαναγκάζοντας τον θεατή σε συναισθηματική συμμετοχή σε μια φρίκη την οποία βιώνουμε –εξοργιστικά– μόνο από μακριά. Νιώθοντας τον ίδιο βασανιστικό περιορισμών των εθελοντών της Ερυθράς Ημισελήνου.
Η εικόνα του φιλμ είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών που όλο και περισσότερο παραδίδονται στην απόγνωση. Ο ήχος, είναι η αληθινή φωνή της Χιντ Ρατζάμπ. Το θύμα δεν αποκτά ποτέ βλέμμα στην αφήγηση, δεν έχει περιθώριο. Εκείνη παραμένει καταδικασμένη, και οι ‘πρωταγωνιστές’, παγιδευμένοι. Η πολεμική μηχανή του Ισραήλ είναι ένα μακρινό, απρόσωπο τέρας ολέθρου που ελλοχεύει πίσω ακόμα κι από την υποψία μιας λάθος στροφής στο δρόμο.
Δεν υπάρχει εξιλέωση. Δεν υπάρχει σκρολάρισμα για να πέσουν τα μάτια σου σε κάτι άλλο. Δεν υπάρχουν συμβατικές δραματουργικές κατασκευές που θα σε καθησυχάσουν πως αυτό που βλέπεις είναι μόνο μια ταινία. Δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο η Φωνή. Και ένα σινεμά που τώρα, καταγράφει.
Διαβάστε: Η ανταπόκριση από την συγκλονιστική βραδιά της προβολής της ταινίας στο φεστιβάλ Βενετίας
Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων
(Χρήστος Κανάκης, 1ω35λ)
★★½
Ένας μοναχικός και άκαρδος μεγιστάνας θα δεχθεί την παραμονή των Χριστουγέννων επίσκεψη από τρία φαντάσματα, τα οποία θα τον φέρουν αντιμέτωπο με όλες τις σκληρές επιλογές του.
Σε 25 λέξεις: Αξιοπρεπής, αρκετά κυριολεκτική διασκευή της ιστορίας του Ντίκενς, χωρίς κάποια νέα ιδέα ή προσθήκη.
Κριτική
Πολύ πιστή και παλιομοδίτικης λογικής διασκευή του ντικενσιανού “Christmas Carol”, με κάπως πιο τονισμένη την σημασία της πίστης και της συμβολικότητας των Χριστουγέννων. Δεν ξέρω πόσο νόημα έχει να μπούμε τώρα σε μια συζήτηση πάνω στη σύνδεση εορταστικής περιόδου και “εποχικής καλοσύνης” σε μια κοινωνία διαλυμένων θεσμών – το φιλμ δεν ενδιαφέρεται στα αλήθεια για το σκοτάδι στο περιθώριο της θλιβερής αυτής ιστορίας, αλλά τουλάχιστον υπογραμμίζει το αυταπόδεικτο της αλληλεγγύης και της κοινωνικής καλοσύνης. Έστω, κάτι είναι κι αυτό.
Ως διασκευή, κάνει καλή χρήση σκηνικών και χώρου, αν και διατηρεί μια ξεκάθαρη απόσταση από αναγνωρίσιμους τόπους και εποχές. Στοχεύει στη διαχρονικότητα του Ντίκενς, η οποία βέβαια επετεύχθη μέσα από μια σκληρή κοινωνική παρατήρηση κι όχι την αποφυγή της! Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοπρεπές ως μια πιστή διασκευή και εύκολα θα το βλέπαμε να έχει σταθερή θέση σε μελλοντικό τηλεοπτικό / σχολικό rotation προβολών.
Κυκλοφορούν επίσης
Πέντε Νύχτες στου Φρέντι 2: Ένας χρόνος έχει περάσει μετά τον μεταφυσικό εφιάλτη στην πιτσαρία του Φρέντι. Οι ιστορίες που κυκλοφορούν για όλα όσα συνέβησαν εκεί έχουν καθιερωθεί πια ως αστικοί μύθοι, δίνοντας έμπνευση για το πρώτο φεστιβάλ της πόλης αφιερωμένο στα σκοτεινά συμβάντα. Εκεί, σκοτεινά μυστικά θα αποκαλυφθούν για την προέλευση της πιτσαρίας του Φρέντι και ένας από καιρό ξεχασμένος τρόμος θα εξαπολυθεί. Σίκουελ της πολύ μεγάλης εμπορικής επιτυχίας της Blumhouse.
Για τον Κρίστι: Ο δεκαεπτάχρονος Κρίστι αναγκάζεται να μετακομίσει από το σπίτι της ανάδοχης οικογένειας στην οποία έμενε ως τώρα. Μέχρι να αποφασιστεί η κοινωνική επανένταξή του, φιλοξενείται προσωρινά στο σπίτι του μεγαλύτερου αδερφού του, στο Κορκ. Ο περίγυρος όμως τον καλεί να γίνει ξανά παραβατικός, την ίδια ώρα που ο αδερφός του πασχίζει να τον κρατήσει στον ίσιο δρόμο. Δραματική ταινία βραβευμένη σε παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
Απόβαση στη Νορμανδία: Το καλοκαίρι του 2014, ο 89χρονος Μπέρναντ Τζόρνταν έγινε διεθνώς γνωστός για την εντυπωσιακή του «απόδραση» από τον οίκο ευγηρίας όπου διέμενε, προκειμένου να τιμήσει τους βετεράνους στον εορτασμό της 70ής επετείου της Απόβασης στη Νορμανδία. Η ιστορία του ενθουσίασε τον κόσμο, καθώς αντικατόπτριζε το αποφασιστικό πνεύμα της γενιάς του. Όμως, η περιπέτειά του ήταν και το αποκορύφωμα του 60ετούς γάμου του με τη Ρενέ, υπογραμμίζοντας τη δύναμη της μακροχρόνιας αγάπης και τις διδασκαλίες της Μεγαλύτερης Γενιάς.
Σιωπηλή Αγάπη: Η Ángela, μια κωφή γυναίκα, περιμένει παιδί με τον ακούοντα σύντροφό της, τον Héctor. Η άφιξη του μωρού διαταράσσει τη σχέση τους, αναγκάζοντας την Ángela να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ανατροφής της κόρης της σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος γι’ αυτήν.
Το Ταρανδάκι των Χριστουγέννων: Το μικρό ταρανδάκι που έχει γοητεύσει εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο έρχεται στη μεγάλη οθόνη με μια περιπέτεια γεμάτη δράση, χιούμορ και συγκίνηση. Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων.