“Το να γυρίζω το “Ρενουάρ” ήταν σαν να δουλεύω πηλό με τα μάτια κλειστά”
Διαβάζεται σε 8'
Βραβευμένη στις Κάννες, η γιαπωνέζα σκηνοθέτρια Τσι Χαγιακάγουα μιλάει στο NEWS 24/7 για την ξεχωριστή ταινία ενηλικίωσης “Ρενουάρ” που κυκλοφορεί τώρα στα σινεμά.
- 12 Δεκεμβρίου 2025 06:18
Το σκηνικό είναι στο Τόκιο, το καλοκαίρι του 1987. Η Φούκι είναι ένα ξεχωριστό και ευαίσθητο εντεκάχρονο κορίτσι που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του πατέρα της.
Καθώς η μητέρα της είναι απορροφημένη με τη δουλειά και την φροντίδα του συζύγου της, η Φούκι περνά τις καλοκαιρινές της διακοπές παρατηρώντας και εξερευνώντας τον ενήλικο κόσμο γύρω της.
Το “Ρενουάρ” είναι η δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία της Τσι Χαγιακάουα, η οποία εδώ προσεγγίζει το είδος της ιστορίας ενηλικίωσης μέσα από ένα ονειρικό, ποιητικό πρίσμα. Οι σκέψεις, η ζωηρή φαντασία, τα όνειρα, και φυσικά οι φόβοι, μπλέκονται σε ρευστό κύμα.
Κι αν η ταινία έχει ένα απαλό ιμπρεσιονιστικό άγγιγμα, δεν λείπουν από εκεί και κάτι το σκληρό, κάτι το επίπονο στον τρόπο με τον οποίο η Φούκι αρχίζει να ψηλαφίζει την αλήθεια του κόσμου γύρω της. Καθώς η ενήλικη ζωή αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, το οποίο συμφιλιώνεται σταδιακά με την απώλεια.
Όμως η απελευθέρωση της φαντασίας είναι κάτι το αδιαπραγμάτευτο – αυτό μας λέει μέσα από την ταινία η Χαγιακάγουα, αυτό μας λέει κι όταν τη συναντάμε από κοντά στις Κάννες, λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας της. Δεν είναι η πρώτη της φορά στις Κάννες: Είχε έρθει εδώ και με την προηγούμενη ταινία της, “Plan 75”, το οποίο απέσπασε ειδική μνεία για την Χρυσή Κάμερα – αυτό που δίνεται στο κορυφαίο ντεμπούτο του φεστιβάλ.
Το “Plan 75” ήταν μια πιο κονσεπτική ταινία (για ένα κοντινό μέλλον όπου η ιαπωνική κυβέρνηση παίρνει σκληρά μέτρα απέναντι στον ανεξέλεγκτο υπερπληθυσμό) ενώ εδώ η Χαγιακάγουα αφήνει το συναίσθημα και τις συνδέσεις να την οδηγήσουν.
Τοποθετώντας σημαντικούς χαρακτήρες του ενήλικου κόσμου (θετικού και αρνητικούς) γύρω από τη Φούκι κι αφήνοντάς την να βρει το δρόμο της μέσα από μια όχι και τόσο αυστηρά καθορισμένη διαδρομή.
Για το ρόλο της φαντασίας, για το πώς προσεγγίζει τις ιστορίες ενηλικίωσης σε σχέση μάλιστα και με τη δική της παιδική ηλικία (αλλά και τα παιδιά της), όπως και για τις επιρροές της, η Τσι Χαγιακάγουα μίλησε στο NEWS24/7 λίγες ώρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας της.
Υπήρχε κάποιο θέμα που σε απασχολούσε προσωπικά όταν ξεκινούσες την ταινία;
Ήθελα να κάνω μια ταινία χωρίς να ορίσω εκ των προτέρων το θέμα της. Το “Plan 75” ήταν πολύ θεματολογικό. Εδώ ήθελα να αφήσω τα συναισθήματα να οδηγήσουν την ιστορία. Δεν ήξερα πού θα καταλήξει. Ήταν σαν να δουλεύω πηλό με τα μάτια κλειστά.
Πιστεύεις πως οι σημερινές οικογένειες είναι κάπως δυσλειτουργικές;
Όχι όλες. Αλλά το διαδίκτυο κάνει πολύ εύκολη τη μοναξιά, ακόμη και μέσα στην οικογένεια. Βλέπω συχνά οικογένειες στο εστιατόριο όπου όλοι κοιτούν το κινητό τους. Μπορεί να είσαι ενωμένος ως “μονάδα”, αλλά να νιώθεις μόνος. Αυτό ήθελα να το δείξω.
Η σχέση του κοριτσιού με τη δασκάλα της έχει πολύ κεντρικό ρόλο στην αφήγηση. Τι είναι αυτό που σε ενδιαφέρει στη μεταξύ τους σύνδεση;
Ακόμη κι όταν δύο άνθρωποι μιλούν σπάνια ή με δυσκολία, υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου μπορούν να σχετιστούν, να ταυτιστούν έστω και για λίγο. Εγώ βρίσκω ελπίδα ακριβώς σε αυτή τη δυνατότητα. Ότι έστω για μία στιγμή μπορείς να συνδεθείς με έναν άλλον άνθρωπο.
Η δασκάλα έχει μικτή πολιτισμική καταγωγή, αμερικανική και ιαπωνική, και αυτό την κάνει λίγο διαφορετική στη συμπεριφορά, πιο ανοιχτή συναισθηματικά. Η ιαπωνική κουλτούρα είναι πιο συγκρατημένη, ειδικά στο άγγιγμα. Η δασκάλα όμως αγκαλιάζει το κορίτσι, κι εκείνο αρχικά ξαφνιάζεται, μετά όμως νιώθει άνετα. Παρότι δεν καταλαβαίνει γιατί η δασκάλα κλαίει, για πρώτη φορά αισθάνεται τη ζεστασιά του να ακούει κάποιος τα συναισθήματά της. Είναι μια καθοριστική στιγμή για εκείνη.
Για την ιστορία με τον ενήλικο άντρα, γιατί πιστεύεις ότι ήταν αναγκαίος αυτός ο χαρακτήρας;
Δεν ξέρουμε ποιος είναι. Οι γονείς του είναι διαρκώς απασχολημένοι. Το κορίτσι βρίσκει σε αυτόν τον νεαρό τον μοναδικό άνθρωπο που φαίνεται να την ακούει. Είναι φυσικό να στραφεί προς εκείνον. Κορίτσια αυτής της ηλικίας εκτίθενται συχνά σε τέτοιους κινδύνους χωρίς να το καταλαβαίνουν. Ήθελα να δείξω πόσο εύθραυστη είναι αυτή η κατάσταση.
Στην ταινία δεν φτάνουμε στο χειρότερο σενάριο. Αλλά ο νεαρός την παίρνει στο σπίτι του λόγω των δικών του επιθυμιών, και μετά την απορρίπτει απότομα. Αυτό πληγώνει βαθιά την αξιοπρέπειά της, παρότι δεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Και αυτό το βίωμα είναι κοινό. Όχι μόνο σε μικρά κορίτσια αλλά και σε ενήλικες γυναίκες.
Καθώς η ταινία αφορά την παιδική εμπειρία, είναι και ταινία για τα δικά σου παιδιά; Τους βλέπεις αλλιώς τώρα;
Ειλικρινά, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Τα παιδιά μου μεγαλώνουν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι μεγάλωσα εγώ. Είναι χαρούμενα, αγαπούν την οικογένεια, είναι ανοιχτά μαζί μας. Πολύ διαφορετικά από μένα ως παιδί. Οπότε η ταινία δεν αφορά άμεσα τα δικά μου παιδιά. Αλλά ανυπομονώ να δω τι θα πουν όταν τη δουν.
Στις ιστορίες ενηλικίωσης συχνά εξάλλου είναι ενήλικες αυτοί που “ενηλικιώνονται”, σωστά;
Από τη σκοπιά του παιδιού, οι μεγάλοι μοιάζουν τέλειοι. Όταν μεγαλώνεις όμως, καταλαβαίνεις πόσο ατελής είσαι. Τώρα είμαι στην ηλικία που ήταν οι γονείς μου τότε. Νομίζω πως κατανοώ πλέον βαθύτερα τους γονείς μου. Μπορώ να δεχτώ τις αδυναμίες τους. Και το ίδιο συμβαίνει με όλους τους ενήλικες χαρακτήρες της ταινίας, μπορώ να τους κοιτάζω με μια ζεστή, συμπονετική ματιά.
Πόση από τη δική σου παιδική ηλικία βρίσκεται μέσα σε αυτό το κορίτσι; Υπάρχει θεραπευτική διάσταση στη φαντασία και στη φυγή της;
Πιστεύω πως ναι. Ένα παιδί που νιώθει θλίψη ή αντιμετωπίζει μια δυσκολία, συχνά βρίσκει ένα πνευματικό καταφύγιο, έναν άλλο κόσμο, πραγματικό ή φανταστικό, που το βοηθά. Κι εγώ, ως παιδί, έκανα κάτι παρόμοιο. Οπότε σίγουρα υπάρχει κομμάτι μου μέσα της.
Και πρέπει να πω ότι η Σουζούκι, το κορίτσι που παίζει τον ρόλο, ενσωμάτωσε πολλά δικά της στοιχεία. Με το που τη συνάντησα, κατάλαβα πως ο χαρακτήρας θα έπαιρνε και κάτι από εκείνη.
Η δουλειά πάνω στην ταινία άλλαξε τον τρόπο που βλέπεις τη δική σου παιδική ηλικία;
Ναι. Μπόρεσα να αποκτήσω μια διαφορετική απόσταση. Αν έκανα αυτή την ταινία στα είκοσί μου, θα ήταν πολύ πιο σκοτεινή. Τώρα μπορούσα να τη δω με άλλο βλέμμα.
Ήταν δύσκολο ή επώδυνο να θυμηθείς όλα αυτά;
Όχι. Όταν ήμουν παιδί είδα μια ταινία με παιδί πρωταγωνιστή και ένιωσα ότι εξέφραζε όλα όσα δεν μπορούσα να πω με λόγια. Αναρωτήθηκα: «Πώς γίνεται ο σκηνοθέτης να καταλαβαίνει τα συναισθήματά μου;» Αυτό με συγκίνησε και με έκανε να θέλω να ασχοληθώ με τον κινηματογράφο. Ήθελα κι εγώ κάποτε να κάνω ένα φιλμ που θα μιλούσε σε κάποιο παιδί όπως μίλησε εκείνο σε μένα.
Ποια ήταν η ταινία;
Το “Muddy River” του Κοχέι Ογκούρι.
Η ταινία μας θύμισε και το “Moving” του Σίντζι Σομάι. Σε επηρέασε;
Ναι, πάρα πολύ. Το αγαπώ αυτό το φιλμ, το έχω δει πάρα πολλές φορές. Υπάρχουν πολλά μικρά homage μέσα στη δική μου ταινία, μικρές λεπτομέρειες. Με έχει επηρεάσει βαθιά.
Η ταινία σου είναι βαθιά ιαπωνική, αλλά έχει και έντονα δυτικά στοιχεία, πόση επιρροή υπάρχει μέσα σου από τη δύση;
Έμαθα Αγγλικά μικρή και άκουσα κλασική μουσική για πρώτη φορά στο σπίτι μιας φίλης — συγκλονίστηκα από την ομορφιά της. Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη συλλογή βιβλίων δυτικής τέχνης, και συχνά τα ξεφύλλιζα. Με γοήτευε αυτός ο κόσμος. Στην ταινία ήθελα να δείξω ένα κορίτσι που έλκεται από κουλτούρες πέρα από την ιαπωνική, όπως κι εγώ.
Η φαντασία και το θαύμα είναι κεντρικά στις ταινίες σου. Πόσο σημαντικά είναι για εσένα;
Πολύ. Η φαντασία μπορεί πραγματικά να λειτουργήσει ως σωτηρία για έναν άνθρωπο.
Η ταινία “Ρενουάρ” (Renoir) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One from the Heart. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του ‘25 στο φεστιβάλ Καννών.