Οι νέοι Ευρωπαίοι υπνοβάτες: Σήμερα Μόσχα, όπως κάποτε Βερολίνο

Διαβάζεται σε 7'
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν AP Photo Alexander Zemlianichenko

Ο τρόπος με τον οποίον οι ευρωπαϊκές ελίτ στην πλειοψηφία τους διαβάζουν την κατάσταση μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μετενσάρκωση της βερολινέζικης σχολής του «μοναδικού ενόχου».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ένας μεγάλος Γερμανός ιστορικός, ο Fritz Fischer, υποστήριξε σε ένα βιβλίο του (Οι σκοποί της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) ότι υπήρχε συνέχεια στην γερμανική εξωτερική πολιτική από το 1900 έως το ’44. Αυτή καθιστούσε τη Γερμανία υπεύθυνη και για τους δύο πολέμους.

Οι ιδέες του Fischer δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή και αντίδραση στη Δυτική Γερμανία. Για τους περισσότερους Γερμανούς, ήταν αποδεκτό ως τότε να πιστεύουν ότι η πατρίδα τους είχε προκαλέσει τον Δεύτερο, αλλά όχι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο «Μεγάλος Πόλεμος» (1914-1918) εξακολουθούσε να θεωρείται ευρέως ότι επιβλήθηκε στη χώρα από τους εχθρούς που τη περικύκλωναν. Ο Fischer όμως κατάφερε και συγκρότησε μια ολόκληρη σχολή ιστορικής σκέψης που έκτοτε κυριάρχησε, την λεγόμενη «βερολινέζικη» σχολή. Σήμερα θεωρείται ένας από τους κορυφαίους και επιδραστικότερους Γερμανούς ιστορικούς του 20ού αιώνα.

Για τη σχολή αυτή, η Γερμανία ήταν η μόνη ένοχη και για τους δύο πολέμους. Είχε προγραμματισμένη στρατηγική επέκτασης και ηγεμονίας με τις ελίτ της να θεωρούν αποκλειστικά την στρατιωτική σύγκρουση ως μέσο επίλυσης εσωτερικών και διεθνών προβλημάτων από τη πρώτη ήδη δεκαετία του 20ού αιώνα. Για τον Fischer και τους επιγόνους του, το Βερολίνο, το 1914, επιδίωξε έναν πόλεμο ευκαιρίας. Τον διεκδίκησε και τον έχασε.

Την ορθότητα αυτής της θέσης αμφισβήτησε πειστικά με ολιστικό τρόπο ένας νεότερος, εξίσου σημαντικός ιστορικός του 20ού. Το 2012 κυκλοφόρησε το βιβλίο του Αυστραλού Christopher Clark Οι υπνοβάτες: Πώς η Ευρώπη πήγε στον πόλεμο το 1914 (εκδ. Αλεξάνδρεια, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος). Το βασικό επιχείρημά του συγγραφέα, που πλέον θεωρείται ηγεμονικό στο χώρο της παγκόσμιας κοινότητας των ιστορικών, ήταν το αντίστροφο: ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν αποτέλεσμα ενός και μόνο υπεύθυνου ή ενός προμελετημένου σχεδίου, αλλά μιας σειράς αλληλεπιδράσεων, παρεξηγήσεων, φόβων και λανθασμένων αποφάσεων από τους βασικούς παίκτες της εποχής.

Ο Clark εισηγήθηκε ότι καμία χώρα δεν ήθελε πραγματικά τον πόλεμο, αλλά οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων οδηγήθηκαν σ’ αυτόν σχεδόν υπνοβατώντας – χωρίς να αντιλαμβάνονται πλήρως πού οδηγούνταν οι πράξεις τους, μέσα από μια αλληλουχία λανθασμένων υπολογισμών, φόβων, αντιλήψεων και πολιτικής ακαμψίας. Η ευθύνη για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι συλλογική, σε μεγάλο βαθμό γερμανική, αλλά όχι αποκλειστικά. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις (Αυστροουγγαρία, Σερβία, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία) συνέβαλαν με τις αποφάσεις τους στην κλιμάκωση. Η κρίση του 1914 προέκυψε από ένα περίπλοκο δίκτυο συμμαχιών, πιέσεων, φόβων και εσφαλμένων αναγνώσεων των κινήσεων των άλλων.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενήργησαν προχωρώντας προς την καταστροφή χωρίς να αντιλαμβάνονται τον γκρεμό. Εξ ου και «υπνοβάτες». Η αυστριακή άκαμπτη στάση προς τη Σερβία, η ρωσική κινητοποίηση, η γερμανική λευκή επιταγή, η γαλλική ενθάρρυνση της Ρωσίας, η βρετανική ασάφεια είναι, για τον Clark οι ενέργειες που κατά κύριο λόγο έδεσαν τα χέρια όλων οδηγώντας την Ευρώπη στον πόλεμο.

Aς μεταφέρουμε αυτήν την αντιπαράθεση στην Ευρώπη σήμερα, και στη θέση της Γερμανίας ας βάλουμε τη Ρωσία. Ο τρόπος με τον οποίον οι ευρωπαϊκές ελίτ στην πλειοψηφία τους διαβάζουν την κατάσταση μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μετενσάρκωση της βερολινέζικης σχολής του «μοναδικού ενόχου». Ο ένοχος μόνο έχει αλλάξει και από το Βερολίνο μετακόμισε στη Μόσχα. Αυτό όμως δεν είναι ουδέτερο. Ούτε αξιολογικά, ούτε πολιτικά. Αντιθέτως, καθιστά τον πόλεμο πιθανότερο…

Λοιπόν, κανένας πόλεμος δεν είναι αναπάντεχος. Τίποτε δεν είναι εξ ολοκλήρου ιστορικό ατύχημα. Ούτε ο Α΄, ούτε ο Β΄ Παγκόσμιος ούτε τα γκρίζα σύννεφα που ολοένα και μαυρίζουν σήμερα. Τίποτε όμως δεν είναι και αναπόφευκτο. Η ιστορία δεν επιβάλλει τις ιδέες, τις υποβάλλει. Για το υπόλοιπο ευθύνεται η βούληση των ανθρώπων και η τύχη. Στο πόλεμο δεν πάμε επειδή ο ένας το θέλει, αλλά επειδή πολλοί το καθιστούν δυνατό. Ο Clark έχει δίκιο.

Παραείναι απλό, βολικό σίγουρα, να τα ρίξουμε όλα σε έναν. Η δυτική δημοκρατία σήμερα δεν απειλείται με κατάρρευση επειδή ένας «κακός» την ανατινάζει. Βάλτε στο «κακός» όποιο όνομα θέλετε: Τραμπ, Πούτιν κλπ. Η δυτική δημοκρατία σπαράσσεται επειδή πολλοί το επιτρέψαν. Και φυσικά δεν αναφέρομαι στους πολέμιούς της, διότι από τον Πούτιν δεν προσδοκά κανείς να προφυλάξει τη δημοκρατία μας. Αναφέρομαι στους υποτιθέμενους θεματοφύλακές της, που την αφυδάτωσαν σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα πλέον –στεγνή κι ανέραστη– να είναι όσο γίνεται πιο εύκολη λεία για τους πολεμίους της.

Σήμερα υπνοβατούμε εκ νέου. Η οικονομία του πολέμου έχει βάλει μπροστά τις μηχανές της, τροφοδοτώντας εν είδει αυτεκπληρούμενης προφητείας το ενδεχόμενο της ανάφλεξης. Η Ρωσία είναι το μεγάλο πρόβλημα, όμως ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά η ΕΕ απέναντί της είναι επίσης πρόβλημα. Αυτή είναι η συνθήκη μας. Δυστυχώς. Όπως ακριβώς η Γερμανία ήταν το μεγάλο πρόβλημα το 1914, όχι όμως το μόνο.

Από την πλευρά της, η Ρωσία βυθίζεται στην απολυταρχία του μεγαλοϊδεατισμού της. Κάνει πλέον ό,τι μπορεί για να τροφοδοτήσει την παθολογική ρωσοφοβία που κυριαρχεί σε όλα τα νοτιοδυτικά της σύνορα από την Γεωργία ως την Ουκρανία και την Πολωνία ως τις Βαλτικές. Σαν να φωνάζει «αν το ζητάτε, μπορώ να γίνω ακόμη χειρότερη από αυτό που βλέπετε». Και τα καταφέρνει εντείνοντας τη αβεβαιότητά μας ενώπιον του ενδεχομένου μιας γενικής πολεμικής ανάφλεξης.

Μπορεί η Ευρώπη να διαβάσει τη συγκυρία με τα μάτια του Clark και όχι του Fischer; Αυτό είναι το ζωτικό πολιτικό επίδικο σήμερα. Στοίχημα επιβίωσης. Να το κάνει όμως για να προλάβει τον πόλεμο. Διότι εκ των υστέρων, το πιθανότερο είναι ότι θα το καταφέρει.

YΓ 1. Προ καιρού ήμουν στη Βαρσοβία και συζητούσαμε σχετικά με μια Πολωνή πανεπιστημιακό τοποθετείται στα αριστερά του πολιτικού φάσματος της πατρίδας της. Μου είπε ότι έχω point, όμως είναι αυθαίρετο ότι κάνω το συνειρμό με τον Α΄ και όχι με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα για την αποκλειστική ευθύνη της Γερμανίας. Η συνάδελφος μου μετέφερε την κυρίαρχη στην Πολωνία (και όχι μόνο) προσομοίωση του Πούτιν με τον Χίτλερ και την ακόμη πιο διαδεδομένη ανάγκη «να δράσουμε απέναντι στον Πούτιν όχι με τον κατευνασμό του Τσάμπερλεν αλλά την πυγμή του Τσώρτσιλ». Το ότι όμως θεωρούμε τον Β΄ Παγκόσμιο υπόθεση ναζιστικών κινήτρων δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε τη σημασία που είχε η ταπείνωση που επιβλήθηκε στη Γερμανία από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Και, σε τελευταία ανάλυση, έκτοτε έχουμε συμφωνήσει ότι «κακά υπάρχουν, αλλά σαν τον ναζισμό κανένα». Για το λόγο αυτό, συγκρίσεις με τον Χίτλερ και τον Β’ Παγκόσμιο είναι εξ ορισμού αδόκιμες. Από αυτές ο ναζισμός βγαίνει πάντα κερδισμένος, καθώς η απαξία του συμψηφίζεται και σχετικοποιείται.

ΥΓ 2. Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα προηγούμενα είναι απολύτως ξένα για ένα μεγάλο, μάλλον το μεγαλύτερο, κομμάτι της ελληνικής κοινής γνώμης. Εδώ η εύλογη αγανάκτηση ενώπιον των Ισραηλινών εγκλημάτων υπονομεύεται ζωτικά όταν συνοδεύεται από σιωπή έναντι της ρωσικής επίθεσης ή ακόμη χειρότερα, την επιδοκιμασία της. Πολλοί συμπολίτες μας, με εγκληματική αφέλεια («αφέλεια» ίσως είναι ελαφριά λέξη) θεωρούν πως η Ρωσία τελεί εν δικαίω στον επιθετικό της πόλεμο. Ο Ζελένσκι λένε, είναι γελοίος, «ανδρείκελο» κλπ. Λες και αυτό είναι το κρίσιμο και όχι ότι ο Πούτιν του έκανε επίθεση. Και ο Μεταξάς δικτάτορας ήταν, αλλά αυτό δεν είναι αίρει το γεγονός ότι η Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα το ’40. Αν λοιπόν αντιλαμβανόμαστε πως ο μονομερής στιγματισμός της Ρωσίας ως ο απόλυτος εχθρός της Ευρώπης εντείνει την απειλή, η ρωσοφιλία που δείχνει το μεγαλύτερο τμήμα της Άκρας Δεξιάς και της Αριστεράς (δυστυχώς στην Ελλάδα) δίνει τραγικό άλλοθι για τα χειρότερα, που έτσι γίνονται πιθανότερα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα