Η Βασιλική Τρουφάκου και ο Μάξιμος Μουμούρης σε μια μάχη ευθύτητας και πλάνης
Διαβάζεται σε 12'
Η Βασιλική Τρουφάκου και ο Μάξιμος Μουμούρης μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή τον “Ταρτούφο” που σκηνοθετεί η Έλενα Μαυρίδου στο θέατρο Αλκυονίς.
- 16 Δεκεμβρίου 2025 06:16
Μία από τις πιο ευχάριστες και απροσδόκητες εκπλήξεις της φετινής θεατρικής σεζόν είναι ο «Ταρτούφος» του Μολιέρου, όπως τον σκηνοθετεί η Έλενα Μαυρίδου στο θέατρο Αλκυονίς. Η παράσταση, δουλεμένη με λεπτομέρεια και αφοσίωση στη φόρμα, ανοίγει τον δρόμο για ένα θέατρο που μιλά σε όλους: σε μικρούς και μεγάλους, σε μυημένους και αμύητους. Και υπενθυμίζει κάτι που συχνά ξεχνάμε: πως το κλασικό, όταν υπηρετείται με συνέπεια και ευαισθησία, δεν είναι παλιομοδίτικο ούτε “βαρύ”· είναι ζωντανό, παλλόμενο, σχεδόν ανατρεπτικό.
Η Έλενα Μαυρίδου δεν αντιμετωπίζει τη φόρμα ως περιορισμό, αλλά ως όχημα. Χτίζει έναν κόσμο κομψό, παιχνιδιάρικο και την ίδια στιγμή επικίνδυνα ειλικρινή. Έναν κόσμο όπου το κοινό γελά —και λίγο αργότερα αισθάνεται να του τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια.
Γιατί στον «Ταρτούφο» της, το γέλιο έρχεται πρώτο, αλλά πίσω του παραμονεύει η σκοτεινή όψη της ανθρώπινης φύσης: η ανάγκη για πίστη, η ευπιστία, ο φόβος, η επιθυμία για κοινωνική ανάδειξη, η ευκολία με την οποία παραδίδουμε την κρίση μας σε λάθος ανθρώπους.
Η υποκριτική ομάδα —Ιωάννα Παππά, Μάξιμος Μουμούρης, Βασιλική Τρουφάκου, Χριστίνα Τσάφου, Βαγγέλης Αλεξανδρής, Ρένος Ρώτας, Σόλων Τσούνης, Ιζαμπέλλα Φούλοπ, Στέργιος Κοντακιώτης και Στάθης Γεωργαντζής— λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο σύνολο. Φέρνει στο φως όχι μόνο τη σπιρτάδα και την κωμική στόφα του έργου, αλλά και το υπόγειο σκοτάδι του, εκεί όπου το κωμικό συναντά την αμηχανία και το ευτράπελο μετατρέπεται σε λεπτή τραγικότητα.
Με αφορμή την παράσταση, συνομιλήσαμε με δύο από τους πρωταγωνιστές, τη Βασιλική Τρουφάκου και τον Μάξιμο Μουμούρη, που προσεγγίζουν τους ρόλους τους με ενέργεια, ακρίβεια και μια σπάνια σωματικότητα. Οι δυο τους φωτίζουν από διαφορετικές πλευρές τον κόσμο του Μολιέρου: έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος μπορεί να γελά, να συγκινείται, να πέφτει θύμα εξαπάτησης —και να αντικρίζει τον εαυτό του μέσα από την υπερβολή.
Η γοητεία του Ταρτούφου
Η Βασιλική Τρουφάκου, ως Ντορίνα, είναι ίσως η πιο λαμπερή παρουσία. Η ερμηνεία της με χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και καθαρότητα και υπερβαίνει το κωμικό του χαρακτήρα της. Είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας που βλέπει καλύτερα από όλους από την “κλειδαρότρυπα”. Tη Βασιλική Τρουφάκου στον Ταρτούφο τη γοητεύει πολύ το ιστορικό του υπόβαθρο. Και συνεχίζει: “Ο Μολιέρος πραγματικά μάτωσε για να παρασταθεί αυτό το έργο του. Προσπαθούσε επί 10 χρόνια να βρει τρόπο να παρουσιάσει το θεατρικό του του, του άλλαζε μορφές και ονόματα γιατί τον κυνήγησε αλύπητα η εκκλησία. Εκτός από αυτό φυσικά με γοητεύει το ίδιο το έργο γιατί έχει χιούμορ, σκοτεινή γοητεία και αγάπη και για τον απλό άνθρωπο. Κάτι καθόλου αυτονόητο σε εποχές όπου η αρετή ήταν συνυφασμένη με τον πλούτο και την καταγωγή. Και πάνω απ’ όλα η ποίηση του. Ο Μολιέρος πριν απ’ όλα είναι ποιητής και γράφει σε έναν έμμετρο ευθύβολο ρέοντα αξιοθαύμαστο λόγο”.
Ο Μάξιμος Μουμούρης δίνει “ρεσιτάλ” ερμηνείες στον εξαιρετικά δύσκολο ρόλο του Οργκόν, αποφεύγοντας τον εύκολο δρόμο του ξεκαρδιστικού ανόητου τύπου. Στον Ταρτούφο τον γοητεύει “το γεγονός πως ο Μολιέρος, σε πείσμα της εποχής του και κόντρα στον παντοδύναμο κλήρο, γράφει ένα έργο παίρνοντας αφορμή από ένα πραγματικό γεγονός, έχοντας σκοπό να στηλιτεύσει την υποκρισία κάποιον κληρικών. Σημειωτέον ο ίδιος ο Μολιέρος κηδεύτηκε με χριστιανική κηδεία κατ´εξαίρεση και νύχτα, εν κρυπτώ.
Οι ηθοποιοί της περιόδου του Μολιέρου και ιδιαίτερα της κωμωδίας, ήταν αφορισμένοι και πολλοί ιερείς αρνιούνταν να τους «διαβάσουν»”.
Και σκιαγραφεί τον Οργκόν λέγοντας πως: “είναι ένας -πολύ γρήγορα- ανερχόμενος πολίτης με κέρδη υλικά αλλά και ταξικά. Κοινωνικώς αναρριχάται με τρελούς ρυθμούς και η μόδα της εποχής -όσο και η προϋπόθεση για κοινωνική αναγνώριση- είναι η σχέση με την εκκλησία, με όποιο τρόπο. Ο Οργκόν λοιπόν, μην έχοντας την ατομική ευαισθησία να αντιληφθεί τι είναι αληθινό, υποπίπτει εύκολα σε παιδαριώδη λάθη και γίνεται εύπιστος νομίζοντας πως πέρσι, η εικόνα του θα ισχυροποιηθεί. Η ανάγκη του για κοινωνική αναγνώριση τον κάνει εύκολο θύμα για τον Ταρτούφο”.
Πώς “έχτισες” έναν άνθρωπο που παραδίδει την κρίση του σε έναν απατεώνα; Και τι σε ενδιέφερε περισσότερο στη σχέση εξουσίας και χειραγώγησης ανάμεσα στον Οργκόν και τον Ταρτούφο.
Ή τάση μου πάντα είναι να προσπαθώ να φτιάξω το ημερολόγιο του ήρωα ώστε στην στιγμή που τον «συναντάω» να έχω ένα ιστορικό του που να τεκμηριώνει σε μεγάλο βαθμό το γιατί δρα κατ´αυτόν το τρόπο στο έργο. Ο Μολιέρος όμως δεν σηκώνει ψυχολογικές αναλύσεις. Μόνο εξωστρέφεια και τρελές, επικίνδυνες αποφάσεις. Με την γνώση πως ο Οργκόν ήταν υπαρκτό πρόσωπο- με άλλο όνομα φυσικά όπως και ο Ταρτούφος- και διαβάζοντας για το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, κατέληξα πως αν μπορώ να δεχθώ κάτι για αυτόν είναι πως οι κοινωνικές του επιτυχίες τον έχουν απομακρύνει από την οικογένεια. Μοιραία ψάχνει προσωπική καταξίωση και όχι οικογενειακή πληρότητα. Οι πράξεις του δείχνουν έναν εγωιστή και επιπόλαιο άνθρωπο που θα θυσιάσει τα πάντα για προσωπικό όφελος.
Τόση μεγάλη είναι η τυφλότητα του. Αποτέλεσμα φυσικά είναι να μην εφαρμόζει ούτε κατ ελάχιστον το λόγο του Θεού που τόσο συχνά επικαλείται και στα μάτια του θεός να είναι μόνο ο Ταρτούφος. Το γοητευτικό στον Μολιέρο είναι πως σκιαγραφεί έναν ήρωα, τον Οργκόν, σαν τον οποιονδήποτε άνθρωπο που έχοντας ανάγκη να πιστέψει σε κάτι άυλο, μακρινό και σκληρό (βλ. Τιμωρία, κόλαση, αποτέλεσμα αμαρτίας), εύκολα πέφτει στην παγίδα να βρει τον δικό του Ιησού. Το επικίνδυνο είναι όταν τέτοιοι άνθρωποι έχουν και δυσανάλογη δύναμη από από εκείνη που είναι ικανοί να διαχειριστούν. Τότε είναι που γίνονται επικίνδυνοι σε εκείνους που είναι κοντά τους και σε όσους έχουν με τη σειρά τους δύναμη επιβολής και εξουσίας. Ένας τέτοιος είναι και ο Οργκόν” απαντά.
Και η Βασιλική Τρουφάκου την Ντορίνα: “Είναι η υπηρέτρια του σπιτιού και είναι η χαρά της ζωής! Είναι κεφάτη, έξυπνη και ασταμάτητη. Μισεί από τα τρίσβαθα της στο Ταρτούφο -και δικαίως- και προσπαθεί για το καλό της οικογένειας αλλά δεν ξεχνάει να βλέπει – εκτός από το επικίνδυνο- και το γελοίο της όλης υπόθεσης και δεν πτοείται. Αυτό είναι σωτήριο κατά τη γνώμη μου!
Είναι πολύτιμη η οπτική της. Είναι ο αυθεντικός λαϊκός άνθρωπος απέναντι στον οποίο ο Μολιέρος δε χάνει ποτέ την εμπιστοσύνη και την αγάπη του”.
Πώς προσεγγίσε έναν ρόλο που συχνά λειτουργεί ως η φωνή της λογικής μέσα στο χάος; Και σε ποιο βαθμό η Ντορίνα αποτελεί αντίβαρο στην εξαπάτηση του Ταρτούφου;
“Σε πρώτη φάση αναμετρήθηκα με κάτι αρκετά έξω από τα νερά μου. Πρόκειται για έναν πολύ αγαπητό ρόλο του κλασικού ρεπερτορίου, χαρακτηριστικό παράδειγμα σουμπρέτας. Δεν είχα ξανααναλάβει κάτι τέτοιο. Γνωριστήκαμε σιγά-σιγά θα έλεγα και γνωριζόμαστε κάθε βράδυ όλο και καλύτερα. Κρατήθηκα από την αστραφτερή λογική της, την πολυλογία της, το ακούραστο θάρρος και θράσος της για να την προσεγγίσω. Πρόκειται για τον έξυπνο απλό άνθρωπο που καταλαβαίνει και που λέει τα σημαντικά χωρίς περιστροφές αλλά κανεις δεν δίνει τη σημασία που πρεπει την ώρα που πρέπει κι αυτό βέβαια έχει ολέθριες συνέπειες. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί ηθικό αντίβαρο του Ταρτούφου:
ειναι ενας ευθύς χαρακτήρας, που δουλεύει ακούραστα για το καλό” απαντά.
Η σοβαρότητα του αστείου
Πόσο σοβαρό πράγμα είναι τελικά ένα αστείο; Και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο στη μετάβαση από το κωμικό στο πιο σκοτεινό στοιχείο του έργου;
Η Βασιλική Τρουφάκου σημειώνει πως: “ένα καλό αστείο μπορεί να έχει μέσα φοβερό βάθος παρατήρησης και να μεταδώσει πυκνή πληροφορία που μπορεί, όμως, να επεξεργαστεί ο παραλήπτης πολύ πιο «ανώδυνα» απ’ ότι στο πλαίσιο μιας «σοβαρής» συζήτησης. Από αυτή την άποψη έχει κάτι το μαγικό. Βέβαια, τα πιο αιχμηρά αστεία ζητούν πολλές φορές και ένα είδος διαθεσιμότητας από πλευράς του δέκτη καθώς και κάποια δυνατότητα αυτοσαρκασμού. Πάντως κατά τη γνώμη μου το χιούμορ και το καλό αστείο κάνει τα πάντα πολύ πιο εύκολα. Λύνονται οι κόμποι.
Ο Μάξιμος Μουμούρης αναφέρει πως: “δεν υπάρχει χιούμορ αν δεν υπάρχει κίνδυνος. Δεν υπάρχει κωμωδία αν δεν βαδίζει χέρι-χέρι με το τραγικό των ηρώων. Ο Μολιέρος το γνώριζε καλά αυτό και η εμπειρία του ως ηθοποιός τον βοηθούσε να το μεταφέρει ξεκάθαρα και στο χαρτί. Το αστείο αποκτά σημασία όταν η ρίζα του είναι βαθιά υπαρξιακή, όταν η απελπισία του ήρωα τον οδηγεί σε ακρότητες που μεταφέρονται στο κοινό με το φίλτρο της απόστασης, αλλά και την αίσθηση της συμπάθειας. Υπάρχει μια μεγάλη τομή στην πορεία του μέσα στο έργο που τον οδηγεί σε μια σκληρή συνείδηση, εκεί προσπαθώ να «γυρίσω το καράβι» του ήρωα”.
Οι σύγχρονοι Ταρτούφοι
Υπάρχουν σύγχρονοι Ταρτούφοι; Και πού βρίσκονται;
“Είναι μάλλον δυσοίωνο πόσο αναγνωρίσιμα πρόσωπα σαν τον Ταρτούφο είναι τελικά. Και στην δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα. Ειναι για παράδειγμα οι ξεδιάντροποι απατεώνες που παρόλα αυτά βρίσκουν τρόπο να αναρριχώνται σε θέσεις, να απορροφούν χρήματα και πόρους από δημόσιο χρήμα. Εχουμε νομίζω αρκετά παραδείγματα… Αυτό που σκέφτομαι είναι πως οι Ταρτούφοι πολύ συχνά διαθέτουν κάποια γοητεία αλλά στις μέρες μας δεν είναι καν αυτό απαραίτητο.
Μπορεί να είναι εντελώς απωθητικοί στην όψη και το περιεχόμενο με προφανέστατο τρόπο και πάλι να καταφέρουν να πετυχαίνουν τους σκοπούς. Εννοώ, στο έργο του Μολιέρου ο Ταρτούφος είναι γοητευτικός, με ρητορική δεινότητα και μαεστρία στη συγκάλυψη… Στις μέρες μας ανθίζουν Ταρτούφοι χωρίς προσχήματα. Διαφημίζουν κιόλας την αθλιότητα τους. Και σε προσωπικό επίπεδο υπάρχουν. Δηλαδή άνθρωποι που μπορεί να σχετιζονται με πολύ αρνητικό τρόπο σε προσωπικό επίπεδο με τον άλλον και να τον γεμίζουν ψέματα με τον μανδύα ακεραιοτητας και καλοσύνης” απαντά η Βασιλική Τρουφάκου.
Και ο Μάξιμος Μουμούρης συμφωνεί και δίνει τη δική του διάσταση: “Ναι, φυσικά, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι Ταρτούφοι αν δεν έβρισκαν αντίστοιχους Οργκόν. Όσο η έλλειψη αυτοπεποίθησης κυριαρχεί, όσο ο άνθρωπος φοβάται να αναλάβει τις ευθύνες του και να κοιτάξει τους φόβους του κατάματα, τόσο θα εμφανίζονται άνθρωποι με μύτη λαγωνικού και δόντια ύαινας να κατασπαράξουν ό,τι έχει απομείνει. Το ενδιαφέρον είναι πως οι Ταρτούφοι γνωρίζουν πως το ψέμα τους έχει κοντά ποδάρια, εντούτοις συνεχίζουν να δρουν αμετανόητα. Ίσως η γοητεία, η ηδονή και η αδρεναλίνη της κυριαρχίας επάνω σε κάποιον άλλον τους τυφλώνει. Δεν νομίζω πως υπάρχει κοινωνική έκφανση και επάγγελμα που μέσα στους κύκλους τους να μην κυκλοφορούν Ταρτούφοι. Νιώθω πως περιμένουν πάντα στη γωνιά”.
Πώς δουλέψατε τη σωματικότητα και τον ρυθμό του ρόλου μέσα στη σκηνοθετική γραμμή της παράστασης;
Η Βασιλική Τρουφάκου εξηγεί πως: “η Έλενα (Μαυρίδου) μας πρότεινε μία ενδιαφέρουσα φόρμα πάνω στην οποία εγώ είχα αρκετό καιρό να δουλέψω και οι ανάγκες του ρόλου σε επίπεδο ενέργειας και σωματικότητας ήταν πραγματικά πολύ αυξημένες. Πολύ εντατική δουλειά για το σώμα και τα εκφραστικά μέσα. Απαιτεί πολύ υψηλή ενέργεια και ακρίβεια.
Με δυσκόλεψε σίγουρα λόγω του ότι ήταν σχετικά πρόσφατα που γέννησα και οι δυνάμεις μου με το θηλασμό και το ξενύχτι δεν είχαν επανέλθει πλήρως(εννοώ στις πρόβες). Ήταν όμως και είναι μια πολύ καλή άσκηση και στοίχημα να μπορείς να είσαι στο κόκκινα, με εξωστρέφεια και ακρίβεια κάθε βράδυ. Μια τέτοια παράσταση πραγματικά δε σκηνοθετείται απλώς, ενορχηστρώνεται. Δηλαδή η παρουσία και η άποψη του σκηνοθέτη είναι παρούσα σε κάθε αποστροφή του λόγου. Τουλάχιστον στο δικό μου ρόλο που είναι ένα πρόσωπο πανταχού παρόν στο έργο”.
Και ο Μάξιμος Μουμούρης αναφέρει: “η φόρμα της Κομέντια ντελ Άρτε ήταν ένα γερός μπούσουλας. Κάθε φόρμα έχει το χαρακτηριστικό του να ξεκινάς να χτίζεις από έξω προς τα μέσα, δηλαδή από την μεγεθυμένη εκφραστικότητα- σε σημείο υπερβολής- στην βαθειά εσωτερική έκφραση. Η δυσκολία είναι πως μετά από τόση εξωστρέφεια πρέπει να ηρεμήσεις της στροφές της μηχανής και να το κάνεις αυθεντικά, πολλές φορές ακυρώνοντας ακρότητες που πλέον μοιάζουν περιττές και αφού είναι εις βάρος της ειλικρίνειας οφείλεις να τις ξεφορτωθείς. Ο ρυθμός της κωμωδίας είναι σαν ένα δίχρονο μοτέρ! Δουλεύει πάντα σε υψηλές στροφές αλλά οφείλει να κατεβαίνει και στο ρελαντί, πάντα με οξεία διάθεση”.
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/tartoufos-tou-molierou-2/