Τράπεζες: Γιατί οι καταθέσεις δεν “ακολουθούν” τα επιτόκια
Διαβάζεται σε 4'
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντόπισε τέσσερις στρεβλώσεις στην αγορά τραπεζικών καταθέσεων και πρότεινε τέσσερις λύσεις, μεταξύ άλλων κρατικούς αποταμιευτικούς λογαριασμούς και ανάπτυξη προϊόντων που επιβραβεύουν τη διακράτηση κεφαλαίων.
- 19 Δεκεμβρίου 2025 07:03
Παρά τις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα τελευταία χρόνια, οι καταθέτες στην Ελλάδα εξακολουθούν να βλέπουν τις αποταμιεύσεις τους να αποδίδουν ελάχιστα. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει και η ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και επιχειρεί να ανοίξει έναν ευρύτερο δημόσιο διάλογο για τον τρόπο λειτουργίας της τραπεζικής αγοράς στη χώρα μας.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική αγορά καταθέσεων παρουσιάζει σοβαρές στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα τα επιτόκια που προσφέρονται στους καταθέτες να παραμένουν πολύ χαμηλότερα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Την ίδια ώρα, το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ καταθέσεων και δανείων ξεπερνά σταθερά τις 4 ποσοστιαίες μονάδες, από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.
Καταθέσεις που “χάνουν” από τον πληθωρισμό
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος όπου τα νέα καταθετικά επιτόκια κινούνται κοντά στο 0,4%, ενώ ακόμη και οι προθεσμιακές καταθέσεις σπάνια ξεπερνούν το 1%. Τον Οκτώβριο του 2025, το μέσο επιτόκιο νέων καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκε μόλις στο 0,32%. Για τις προθεσμιακές καταθέσεις έως ενός έτους, το επιτόκιο έφτασε στο 1,14% για τα νοικοκυριά και στο 1,72% για τις επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο ότι οι αποδόσεις είναι χαμηλές. Είναι ότι βρίσκονται κάτω από τον πληθωρισμό, πράγμα που σημαίνει ότι οι καταθέτες χάνουν αγοραστική δύναμη. Με απλά λόγια, τα χρήματα που αφήνουν στην τράπεζα μπορεί να είναι ασφαλή, αλλά χρόνο με τον χρόνο αξίζουν λιγότερο.
Γιατί δεν ανεβαίνουν τα επιτόκια;
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού εντοπίζει τέσσερις βασικές στρεβλώσεις στην αγορά.
Πρώτον, η αγορά παραμένει ιδιαίτερα συγκεντρωμένη σε λίγες μεγάλες τράπεζες. Η ολιγοπωλιακή αυτή δομή περιορίζει τον ανταγωνισμό και μειώνει την πίεση για καλύτερες αποδόσεις προς τους καταθέτες.
Δεύτερον, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν υπερβάλλουσα ρευστότητα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν έχουν άμεση ανάγκη να προσελκύσουν νέες καταθέσεις, άρα δεν έχουν ισχυρό κίνητρο να αυξήσουν τα επιτόκια.
Τρίτον, οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ δεν μεταφέρονται στους καταθέτες με την ίδια ταχύτητα και ένταση που μεταφέρονται στα δάνεια. Ενώ τα δανειακά επιτόκια αυξήθηκαν γρήγορα, τα καταθετικά παρέμειναν «κολλημένα» σε χαμηλά επίπεδα.
Τέταρτον, καθοριστικό ρόλο παίζει η αδράνεια των καταναλωτών. Οι περισσότεροι πολίτες παραμένουν στην ίδια τράπεζα, ακόμη κι αν υπάρχουν καλύτερες επιλογές. Αυτή η συμπεριφορά επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρούν χαμηλά επιτόκια χωρίς να φοβούνται απώλεια πελατών.
Το αποτέλεσμα είναι διπλό. Από τη μία, η αποταμίευση γίνεται λιγότερο ελκυστική για τα νοικοκυριά. Από την άλλη, αρκετοί καταθέτες στρέφονται σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης, συχνά χωρίς επαρκή ενημέρωση, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο ρίσκο.
Παράλληλα, η χαμηλή απόδοση των καταθέσεων ενισχύει το αίσθημα αδικίας, καθώς οι πολίτες βλέπουν τις τράπεζες να καταγράφουν υψηλή κερδοφορία, ενώ οι ίδιοι δεν ωφελούνται από την άνοδο των επιτοκίων.
Τι προτείνει η Επιτροπή Ανταγωνισμού
Απέναντι σε αυτή την εικόνα, η Επιτροπή καταθέτει τέσσερις συγκεκριμένες προτάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού.
Η πρώτη αφορά την ενίσχυση μικρότερων τραπεζών και την είσοδο νέων παικτών στην αγορά, όπως συνεταιριστικές τράπεζες και εναλλακτικοί πάροχοι. Στόχος είναι να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και να ασκηθεί πίεση για καλύτερα επιτόκια.
Η δεύτερη πρόταση αφορά τη δημιουργία κρατικών αποταμιευτικών λογαριασμών, στα πρότυπα του γαλλικού μοντέλου. Οι λογαριασμοί αυτοί θα προσφέρουν κρατικά καθοριζόμενο επιτόκιο και θα λειτουργούν ως ασφαλής επιλογή για μικροκαταθέτες, υπό την προϋπόθεση ότι το μέτρο θα είναι δημοσιονομικά βιώσιμο.
Η τρίτη πρόταση αφορά την ανάπτυξη νέων αποταμιευτικών προϊόντων που θα επιβραβεύουν τη μακροχρόνια διακράτηση χρημάτων, προσφέροντας καλύτερες αποδόσεις χωρίς να δεσμεύουν πλήρως τους καταθέτες.
Τέλος, η Επιτροπή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση της κινητικότητας των καταθετών. Προτείνει καλύτερη ενημέρωση για τα διαθέσιμα επιτόκια, απλούστευση της διαδικασίας αλλαγής τράπεζας και, σε βάθος χρόνου, τη διερεύνηση της φορητότητας αριθμού τραπεζικού λογαριασμού.
Προφανώς και η ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν φέρνει άμεσες λύσεις, αλλά αποτελεί ένα ακόμη φορέα που θέτει με σαφήνεια το πρόβλημα. Η τελική έκθεση, μετά τη δημόσια διαβούλευση, αναμένεται να προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα μέτρα.