Το Δικαστήριο της ΕΕ εξετάζει pushback της Frontex σε ελληνικά νησιά
Διαβάζεται σε 6'
Δύο αποφάσεις απόρριψης αποζημιώσεων Σύρων προσφύγων κατά της Frontex στέλνει πίσω στο Γενικό Δικαστήριο το Δικαστήριο της ΕΕ.
- 19 Δεκεμβρίου 2025 11:30
Δύο υποθέσεις επαναπροωθήσεων προσφύγων από δύο ελληνικά νησιά, με εμπλοκή της Frontex, εξετάζονται από το Δικαστήριο της ΕΕ.
Πρόκειται για δύο υποθέσεις απόρριψης αγωγής αποζημίωσης προσφύγων για περιπτώσεις επαναπροωθήσεων από την Frontex τις οποίες στέλνει πίσω στο Γενικό Δικαστήριο το Δικαστήριο της ΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί πως το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ανώτατο δικαστικό όργανο της ΕΕ, ενώ το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της ΕΕ και εκδικάζει αρχικά τις περισσότερες υποθέσεις. Αν το Γενικό Δικαστήριο έκανε λάθος στην ερμηνεία του νόμου, το ΔΕΕ μπορεί να αναιρέσει την απόφαση.
Στην πρώτη υπόθεση, το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ αναιρεί σε μεγάλο βαθμό την απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή οικογένειας Σύρων προσφύγων κατά της Frontex το 2016, έπειτα από τη μεταφορά τους από την Ελλάδα στην Τουρκία. Η δεύτερη αφορά υπόθεση βίαιης επαναπροώθησης Σύρου πρόσφυγα από τη Μήλο στην Τουρκία το 2020.
Η αγωγή τετραμελούς οικογένειας Σύρων προσφύγων κατά της Frontex
Η πρώτη περίπτωση αφορά κοινή επιχείρηση επιστροφής από την Ελλάδα και και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex), όταν οικογένεια Σύρων υπηκόων μεταφέρθηκε στην Τουρκία λίγες μόλις ημέρες μετά την άφιξή της στην Ελλάδα στις 9 Οκτωβρίου 2016, όπου είχε εκφράσει την επιθυμία να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας. Επρόκειτο για δύο γονείς με τα τέσσερα παιδιά τους που έφτασαν στη Μήλο. Ωστόσο, λίγες μόνον μέρες αργότερα, η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Τουρκία κατόπιν
κοινής επιχείρησης επιστροφής την οποία διεξήγαγαν η Ελλάδα και ο Frontex. Υπό τον φόβο της επιστροφής της στη Συρία από τις τουρκικές αρχές, η οικογένεια διέφυγε στο Ιράκ.
Θεωρώντας ότι η μεταφορά τους στην Τουρκία αποτελεί παράνομη επαναπροώθηση και ότι κατά τη διάρκεια της μεταφοράς προσβλήθηκαν τα θεμελιώδη δικαιώματά τους, τα μέλη της οικογένειας ζητούν αποκατάσταση της υλικής ζημίας και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από τη συμπεριφορά του Frontex πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την επιχείρηση επιστροφής. Υποστηρίζουν ιδίως ότι, αν ο Frontex είχε τηρήσει την υποχρέωσή του να διασφαλίσει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της μη επαναπροώθησης κατά τη διάρκεια της επιχείρησης επιστροφής, τα θεμελιώδη δικαιώματά τους δεν θα είχαν προσβληθεί ούτε και θα είχε πραγματοποιηθεί η επαναπροώθησή τους στην Τουρκία, αλλά θα τους είχε χορηγηθεί διεθνής προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει το 2023 την αγωγή αποζημίωσης και η οικογένεια προσέφυγε σε δεύτερο βαθμό στο Δικαστήριο, το οποίο αναιρεί κατά μεγάλο μέρος την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Η αγωγή είχε απορριφθεί “λόγω έλλειψης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της φερόμενης ως παράνομης συμπεριφοράς του Frontex και της προκληθείσας ζημίας, χωρίς να εξετάσει τις λοιπές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης”, όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται μεταξύ άλλων ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς τον ρόλο του Frontex στην επιχείρηση επιστροφής και τονίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στον εν λόγω οργανισμό ένα σύνολο υποχρεώσεων προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο πλαίσιο των κοινών επιχειρήσεων επιστροφής, μεταξύ των οποίων και την υποχρέωση να εξακριβώνει ότι υφίστανται αποφάσεις επιστροφής για όλα τα πρόσωπα τα οποία ένα κράτος μέλος προτίθεται να συμπεριλάβει σε μια τέτοια επιχείρηση. Εξάλλου, την ευθύνη για τυχόν προσβολές θεμελιωδών δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια πτήσης επιστροφής είναι δυνατόν να φέρει όχι μόνον το οικείο κράτος μέλος (εν προκειμένω η Ελλάδα), αλλά και ο Frontex.
Η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο καλείται να αποφανθεί εκ νέου, λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το δίκαιο της Ένωσης στον Frontex στο πλαίσιο των κοινών επιχειρήσεων επιστροφής.
Το Δικαστήριο της ΕΕ τάσσεται υπέρ της έφεσης ενός Σύρου πρόσφυγα
Στη δεύτερη υπόθεση, σε μια σπάνια απόφαση, το ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ τάσσεται υπέρ της έφεσης ενός πρόσφυγα σε μια υπόθεση κατά της Frontex.
Πρόκειται για τον Alaa Hamoudi, Σύρος υπήκοος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι, αφού έφτασε στη Σάμο με σκοπό να ζητήσει άσυλο τον Απρίλιο του 2020, υπήρξε θύμα συνοπτικής επαναπροώθησης στο Αιγαίο Πέλαγος.
Υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές τον επαναπροώθησαν διά της βίας στη θάλασσα ενώ βρίσκονταν σε εξέλιξη δύο επιχειρήσεις του Frontex και ένα αεροσκάφος το οποίο ήταν στην υπηρεσία του Frontex πραγματοποιούσε πτήσεις πάνω από το σημείο του συμβάντος. Συγκεκριμένα, ο ίδιος περιγράφει πως στις 28 Απριλίου 2020, 22 άτομα, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, έφθασαν στη Σάμο με σκοπό να ζητήσουν άσυλο. Κατά την άφιξή τους, όμως, η τοπική αστυνομία κατάσχεσε τα τηλέφωνά τους, τα οδήγησε στην παραλία όπου τα υποχρέωσε να επιβιβασθούν εκ νέου σε σκάφος και τα επαναπροώθησε στη θάλασσα. Την επομένη, σκάφος της τουρκικής ακτοφυλακής τα περισυνέλεξε και τα μετέφερε στην Τουρκία.
Ενώ το Γενικό Δικαστήριο θα επανεκτιμήσει τώρα την υπόθεση και θα εκδώσει νέα ετυμηγορία, οι δικηγόροι του Hamoudi χαρακτήρισαν την απόφαση της Πέμπτης ως «ιστορική».
Ο A. Hamoudi ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει τον Frontex σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ελλείψει πειστικών αποδεικτικών στοιχείων για την παρουσία του κατά την επίμαχη επαναπροώθηση, χωρίς να υποχρεώσει τον Frontex να προσκομίσει ορισμένα στοιχεία τα οποία είχε στην κατοχή του και τα οποία ήταν ικανά να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς του Σύρου υπηκόου.
Το Δικαστήριο της ΕΕ αναιρεί τη διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου και κρίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας του A. Hamoudi, διότι δεν εφάρμοσε ορθώς τους κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή αποδείξεων στο πλαίσιο συνοπτικής επαναπροώθησης στην οποία φέρεται να εμπλέκεται ο Frontex. Δεδομένου ότι για τα θύματα τέτοιας επαναπροώθησης είναι δυσχερές, ενδεχομένως δε και αδύνατο, να συγκεντρώσουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία για το συμβάν, τα οποία μάλιστα μπορεί να βρίσκονται στην κατοχή του Frontex, ο σεβασμός του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας επιτάσσει την προσαρμογή του σχετικού βάρους αποδείξεως. Ως εκ τούτου, όταν εκείνος που ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα συνοπτικής επαναπροώθησης προσκομίζει στοιχεία αρκούντως λεπτομερή, συγκεκριμένα και συγκλίνοντα ώστε να συνιστούν αρχή αποδείξεως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να διερευνήσει την υπόθεση προκειμένου να εκτιμήσει το υποστατό της επαναπροώθησης και την παρουσία του ατόμου κατά τη διάρκειά της.
Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε επομένως να διατάξει μέτρα προκειμένου να του προσκομίσει ο Frontex όλα τα κρίσιμα στοιχεία που διαθέτει. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο πρέπει να αποφανθεί εκ νέου επ’ αυτής, σεβόμενο το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.