Παραγωγοί ή καταναλωτές τεχνολογίας; Η ώρα των ημιαγωγών για την Ελλάδα
Διαβάζεται σε 5'
Οι καθηγητές και μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου “Αλέξης Τσίπρας”, Βασίλης Κωστάκης και Άρης Μαγκλάρας, γράφουν στο NEWS 24/7 για τις τεχνολογίες ημιαγωγών και τα τσιπ αλλά και την ανάπτυξη ενός εθνικού οικοσυστήματος.
- 19 Δεκεμβρίου 2025 16:37
Καθώς οι μεγάλες δυνάμεις ανασχεδιάζουν τις τεχνολογικές τους συμμαχίες, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ακόμη μια ιστορική ευκαιρία — έτοιμη να χαθεί αν δεν υπάρξει στρατηγικό όραμα.
Οι τεχνολογίες ημιαγωγών και τα τσιπ που βασίζονται σε αυτές τροφοδοτούν τα πάντα γύρω μας, από τα κινητά μας μέχρι τα αυτοκίνητα και τα ιατρικά μηχανήματα, έχουν αναδειχθεί σε κρίσιμο γεωπολιτικό πεδίο. Και το ερώτημα: θα είμαστε παραγωγοί ή καταναλωτές αυτής της τεχνολογίας;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον Κανονισμό για τα Τσιπς (EU Chips Act), κινητοποιεί πάνω από 43 δισεκατομμύρια ευρώ για να διπλασιάσει το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή. Η Ελλάδα, με εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας όπως η Think Silicon, η Renesas Greece, η Synopsys (πρώην Ansys Hellas), με ερευνητικά κέντρα όπως το FORTH και το Δημόκριτος, και με το πρόσφατα ανακοινωθέν Hellenic Chips Competence Centre, έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει. Το στοίχημα πλέον δεν είναι αν υπάρχουν οι δυνατότητες, αλλά αν θα υπάρξει ένας συνεκτικός και μακρόπνοος στρατηγικός σχεδιασμός που θα τις συνθέσει σε ένα βιώσιμο εθνικό οικοσύστημα, μετατρέποντας τη συγκυρία σε διαρκή παρακαταθήκη για την εγκαθίδρυση της τεχνολογίας ημιαγωγών στην Ελλάδα.
Τρεις πυλώνες, πολλά μονοπάτια
Η ανάπτυξη ενός εθνικού οικοσυστήματος για τους ημιαγωγούς προϋποθέτει μια συνεκτική, μακροπρόθεσμη στρατηγική. Όμως αυτή η στρατηγική δεν χρειάζεται να προδικάζει ένα μοναδικό τεχνολογικό μοντέλο. Μπορεί να σχεδιαστεί ώστε να φιλοξενεί διαφορετικές προσεγγίσεις.
Πρώτος πυλώνας είναι η έρευνα και εκπαίδευση. Χρειαζόμαστε στοχευμένα μεταπτυχιακά και διδακτορικά προγράμματα σε μικροηλεκτρονική, σχεδίαση ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και κατασκευαστικές διεργασίες. Όμως η έρευνα μπορεί να τροφοδοτεί τόσο κλειστά όσο και ανοιχτά μοντέλα – τόσο ιδιόκτητες τεχνολογίες όσο και ψηφιακά κοινά, δηλαδή, τεχνολογίες ανοικτές και ελεύθερες. Τα πανεπιστήμια μπορούν να εκπαιδεύουν μηχανικούς που θα εργαστούν σε πολυεθνικές, αλλά και ερευνητές που θα συνεισφέρουν σε έργα ανοιχτής αρχιτεκτονικής όπως το RISC-V.
Δεύτερος πυλώνας είναι ένας μηχανισμός στρατηγικής σύγκλισης, μια Συμμαχία Τεχνολογίας Ημιαγωγών. Αλλά αντί να περιοριστεί στον ιδιωτικό τομέα, μπορεί να περιλαμβάνει ποικιλία φορέων: μεγάλες εταιρείες και startups, αλλά και συνεταιρισμούς, κοινότητες ανοιχτού λογισμικού/υλισμικού, hackerspaces. Κρίσιμο στοιχείο της λειτουργίας της είναι η συστηματική αξιοποίηση της τεχνογνωσίας του ιδιωτικού τομέα και η θεσμική του ανάδειξη σε βασικό συνομιλητή, ώστε το εθνικό τεχνολογικό roadmap να στηρίζεται σε πραγματικές βιομηχανικές δυνατότητες και να διαμορφώνεται μέσα από ευρεία εθνική συνεννόηση. Η αποστολή της: η παραγωγή τεχνικά τεκμηριωμένων οδικών χαρτών που δεν αποκλείουν κανέναν, αλλά χαρτογραφούν τις διαφορετικές επιλογές και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα τους.
Τρίτος πυλώνας είναι η παραγωγική ενσωμάτωση. Εδώ πάλι υπάρχουν πολλά μονοπάτια: βιομηχανικά διδακτορικά σε εταιρείες, αλλά και συνεργασίες με ευρωπαϊκά έργα ανοιχτών τεχνολογιών. Ανάπτυξη παραδοσιακής πνευματικής ιδιοκτησίας (IP), αλλά και συνεισφορά σε ανοιχτά σχέδια που μοιράζονται ελεύθερα. Συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, αλλά και δημιουργία τοπικών δικτύων παραγωγής.
Οι δύο όψεις του νομίσματος
Ποιες είναι όμως αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις που μπορούν να συνυπάρξουν;
Η κυρίαρχη προσέγγιση βασίζεται σε ιδιόκτητες τεχνολογίες και αρχιτεκτονικές – άδειες χρήσης από εταιρείες όπως η ARM ή η Intel, αυστηρή πνευματική ιδιοκτησία, συγκεντρωτικά μοντέλα παραγωγής. Είναι η δοκιμασμένη οδός που έχει αποδώσει σημαντικές επιτυχίες, αρκεί να δούμε τις ελληνικές εταιρείες που εξαγοράστηκαν για εκατομμύρια. Όμως ενέχει κινδύνους: γεωπολιτική ευπάθεια, υψηλό κόστος αδειών, περιορισμένη δυνατότητα προσαρμογής, υψηλό οικολογικό αποτύπωμα.
Από την άλλη, αναδύεται μια εναλλακτική οδός: οι ανοιχτές τεχνολογίες και τα ψηφιακά κοινά. Η αρχιτεκτονική RISC-V επιτρέπει σε οποιονδήποτε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει τσιπ χωρίς να πληρώσει άδειες χρήσης. Το European Processor Initiative, στο οποίο συμμετέχει το FORTH, αναπτύσσει ευρωπαϊκούς επεξεργαστές με αυτή τη λογική. Όπως το ελεύθερο λογισμικό GNU/Linux μεταμόρφωσε τον κόσμο του λογισμικού, έτσι τα ανοιχτά σχέδια υλισμικού μπορούν να μειώσουν τα εμπόδια εισόδου, να ενισχύσουν την τοπική καινοτομία και να δημιουργήσουν διαφορετικές σχέσεις εργασίας.
Ας αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν
Αντί να επιλέξουμε εκ των προτέρων ποιο μονοπάτι είναι το «σωστό», ίσως η σοφότερη προσέγγιση είναι να αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Να δημιουργήσουμε ένα οικοσύστημα που επιτρέπει τον πειραματισμό τόσο με κλειστές όσο και με ανοιχτές τεχνολογίες, τόσο με συγκεντρωτικά όσο και με αποκεντρωμένα μοντέλα.
Και στο τέλος να αξιολογήσουμε: Ποια προσέγγιση δημιουργεί πραγματικά καλές θέσεις εργασίας – όχι απλώς πολλές, αλλά αξιοπρεπείς και δημιουργικές; Ποια είναι οικολογικά βιώσιμη, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την κατανάλωση ενέργειας αλλά και τις αλυσίδες εφοδιασμού και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της παραγωγής; Ποια ενισχύει τη δημοκρατική διακυβέρνηση της τεχνολογίας – επιτρέποντας στις κοινότητες να συμμετέχουν στις αποφάσεις για τις τεχνολογίες που τις αφορούν;
Η τεχνολογική αυτονομία δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα, είναι βαθιά πολιτικό. Ποιος αποφασίζει ποια τεχνολογία αναπτύσσεται και για ποιον σκοπό; Ποιος έχει πρόσβαση στα οφέλη και ποιος επωμίζεται το κόστος;
Η Ελλάδα, με τη μοναδική γεωγραφική της θέση, το ικανό ανθρώπινο δυναμικό της και την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες όπως το γάλλιο, μπορεί να γίνει εργαστήριο διαφορετικών προσεγγίσεων. Όχι απλώς ακολουθώντας τις επιλογές άλλων, αλλά πειραματιζόμενη με μοντέλα που συνδυάζουν την καινοτομία με την κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Ας φυτέψουμε πολλούς σπόρους και ας δούμε ποια λουλούδια θα ανθίσουν.
*Ο Βασίλης Κωστάκης είναι Καθηγητής Τεχνολογικής Διακυβέρνησης και Βιωσιμότητας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ταλίν. Ο Άρης Μαγκλάρας είναι Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και εργάζεται στον τομέα των ημιαγωγών. Και οι δύο είναι μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου “Αλέξης Τσίπρας”.