Ο χουλιγκανισμός και τα τρύπια μας μυαλά

Στην Ελλάδα μπορείς να κάνεις τα πάντα για να πάρεις το πρωτάθλημα. Μπορείς να δείρεις έναν διαιτητή αν δεν σου αρέσει ή αν δεν έκανε όσα είχατε συμφωνήσει και να σταματήσεις μια περιγραφή αγώνα επειδή ο δημοσιογράφος ενθουσιάστηκε με το γκολ του αντιπάλου. Γιατί όλα αυτά; Γιατί έτσι
- 27 Φεβρουαρίου 2015 08:35
Την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου, βρέθηκα στο γήπεδο της Λεωφόρου. Δεν έχω κρύψει ποτέ ότι υποστηρίζω τον Παναθηναϊκό, όπως επίσης δεν έχω κρύψει ποτέ ότι απεχθάνομαι την οπαδική βία και συντάσσομαι απολύτως με όσους καταδικάζουν απόλυτα και κατηγορηματικά τον χουλιγκανισμό στα γήπεδα της χώρας και όλου του πλανήτη.
Ο οπαδισμός είναι κουλτούρα, ταυτίζεται με την αφοσίωση, με την συμπόρευση και με την στήριξη της ομάδας και των όσων εκείνη πρεσβεύει. Γιατί οι ομάδες πέραν από αθλητικοί φορείς, είναι και φορείς πολιτισμού αλλά και κοινωνικών – ταξικών γνωρισμάτων που στη χώρα μας οι παράγοντες έχουν απεμπολήσει προ πολλού στο όνομα του ατομικού κέρδους και της υπεραξίας.
Οπαδική κουλτούρα σημαίνει “ακολουθώ” την ομάδα που υποστηρίζω και σέβομαι τον αντίπαλο ακόμα και αν χάσω. Η διάκριση με τον χουλιγκανισμό είναι ξεκάθαρη.
Το να αναλύσουμε στο συγκεκριμένο κείμενο το πώς οι θεσμικοί φορείς διαπλέκονται με το ποδόσφαιρο και πώς οι πολιτικές ηγεσίες, τα καθεστώτα και τα ιδεολογικά – οικονομικά ρεύματα έχουν αποπειραθεί να χρησιμοποιήσουν το “όπιο του λαού” για να ελέγξουν τις μάζες, είναι άτοπο, ή λίγο πολύ γνωστό.
Αυτό που αξίζει να υπογραμμίσουμε εδώ και μετά τα όσα θλιβερά έγιναν πάλι στα ελληνικά γήπεδα, είναι πως η “μπάλα” εν Ελλάδι, φέρει όλα εκείνα τα νοσηρά γνωρίσματα που φέρουν ως χαρακτηριστικά πολλές άλλες εκφάνσεις της δημόσιας ζωής και συμπεριφοράς μας.
Ο κ. Κοντονής ορθά μίλησε για αναδιοργάνωση του αθλήματος, εκκαθάριση, τιμωρία, μέτρα και πάει λέγοντας. Από τις εξαγγελίες μέχρι την εφαρμογή, είναι μία κυβέρνηση δρόμος. Και όταν γράφω “κυβέρνηση”, εννοώ τετραετία και βάλε.
Πολλές παρελθούσες κυβερνήσεις είχαν εξαγγείλει μέτρα, αλλά ουκ εν τω πολλώ το ευ. Εν προκειμένω, τα λόγια έμειναν λόγια, υποσχέσεις, δεσμεύσεις, και το ποδόσφαιρο παρέμεινε έρμαιο των κουστουμαρισμένων με τις γραβάτες που μπαινοβγαίνουν στις αθλητικές εγκαταστάσεις λες και είναι τσιφλίκια τους.
Όχι κύριοι, ο αθλητισμός, το ποδόσφαιρο και το αγώνισμα που αγαπάμε, δεν είναι τσιφλίκι κανενός. Έχω απηυδήσει, έχω σιχτιρίσει, έχω απογοητευτεί, έχω βαρεθεί, αλλά εξακολουθώ να πηγαίνω στο γήπεδο για να δω την ομάδα που στηρίζω, να παίζει. Είτε αποδίδει καλά, είτε όχι. Δεν πηγαίνω στο γήπεδο για να δω το μαγαζί – βιτρίνα κάποιου επιχειρηματία να διαφημίζει το όνομα του μεγαλομετόχου και να κρύβει τις οικονομικές του ατασθαλίες.
Με μια σχεδόν μαζοχιστική εμμονή, ο υγιής Έλληνας φίλαθλος είναι στην κερκίδα για μια προσωπική του ουτοπία. Για τη χαρά της στιγμής.
Και απέναντι, δίπλα, πλάι, υπάρχουν και τα πρόβατα. Τα πρόβατα που θα γίνουν λύκοι όταν τους δοθεί η εντολή από το αφεντικό του μαντριού, που “τα παίρνει” στα κρυφά από το αφεντικό του χωραφιού που με τη σειρά του χρηματίζεται από τον τσιφλικά της περιοχής που ελέγχεται από τον τοπικό Άρχονται. Και πάει λέγοντας.
Άμεση αλλαγή δομών
Θες να μιλήσουμε για εξυγίανση; Τότε πρέπει να μιλήσουμε για ξήλωμα. Για αλλαγή δομών. Για αλλαγή των πάντων.
Για γκρέμισμα γηπέδων, για αποβολή ομάδων που δεν πληρούν τις οικονομικές υποχρεώσεις για να αγωνίζονται στη Μεγάλη Λίγκα (γελάει και το πληκτρολόγιο με τον όρο “Super League”), για ισόβιο αποκλεισμό παραγόντων και ατόμων που έχουν συνδεθεί με φαινόμενα βίας ή απόπειρες δολοφονίας. Γιατί φίλτατοι, είναι απόπειρα δολοφονίας το να επιτίθεσαι με καδρόνια σε έναν άοπλο οπαδό άλλης ομάδας, και είναι εμπόλεμη σύρραξη όταν βγαίνουν μαχαίρια και από τις δύο μεριές. Τιμωρία παραδειγματική. Αυτή είναι η λύση. Αλλαγή του νόμου και εφαρμογή του. Αυτή είναι η λύση. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ο νόμος δεν λειτουργεί προληπτικά αλλά κατασταλτικά. Η πρόβλεψη αυστηρότερων ποινών, εκλαμβάνεται πλέον ως πρόληψη.
Όπως έγραφα στην αρχή του άρθρου, την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου πήγα στη Λεωφόρο. Έφτασα έξω από το γήπεδο στις 6 το απόγευμα. Ο αγώνας ξεκινούσε στις 7. Έφτασα στην θύρα και στη θέση που κάθομαι στις 7.15.
Η αστυνομία είχε αποκλείσει τον δρόμο που οδηγεί στο ανατολικό πέταλο, περνούσαμε πέντε – πέντε δίπλα από την “Κλούβα” και στη συνέχεια 3.000 περίπου άτομα συνωστισμένοι έξω από τη θύρα 7 και 8 περίμεναν να μπουν περνώντας από τις περιστρεφόμενες πόρτες με το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Και εδώ ερχόμαστε στα ζητήματα νοοτροπίας. Άλλοι φώναζαν στους μπροστά να σπρώξουν τους ανθρώπους της ασφάλειας (security) για να ανοίξουν οι πόρτες, άλλοι φώναζαν να μην σπρώχνουν οι πίσω γιατί θα ποδοπατηθεί κόσμος, στο δια ταύτα μπήκαν όλοι κακήν κακώς στο πέταλο, το παιχνίδι άρχισε, ο Παναθηναϊκός κέρδισε, και μας έμειναν τα χάλια μας τα μαύρα.
Το γήπεδο της Λεωφόρου είναι ακατάλληλο για τέτοια παιχνίδια όπως και τα περισσότερα ελληνικά γήπεδα. Η οπαδική νοοτροπία μας συνοψίζεται γύρω από το “στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος” και μην το πάρετε προσωπικά, μιλάω για την πλειοψηφία των οπαδών όλων των ομάδων. Η εικόνα των γηπέδων που είτε θα είναι άδεια είτε θα είναι γεμάτα με φίλους της μίας μόνο ομάδας και απουσιάζουν οι “αντίπαλοι”, είναι θλιβερή και απεικονίζει το ποιοτικό επίπεδο της φιλοσοφίας μας.
Και επειδή δεν μπορείς να αλλάξεις τη φιλοσοφία από τη μια μέρα στην άλλη, θέτεις κόκκινες γραμμές
Στην Αγγλία η Θάτσερ επιστράτευσε τα πιο αυστηρά μέτρα για την πάταξη της βίας. Φτάνοντας στο “φακέλωμα” και στην λογοκρισία.
Τα μέτρα είχαν διττό χαρακτήρα αφενός την κρατική-αστυνομική παρέμβαση και αφετέρου τον εξαναγκασμό των ομάδων να ελέγξουν τους οπαδούς τους και ιδιαιτέρως τους συνδέσμους που καλλιεργούσαν τον φανατισμό και χρησιμοποιούσαν ρητορική βίας. Το δεύτερο μέτρο ήταν εκείνο που έφερε την αλλαγή. Το πρώτο έφερε περισσότερες αντιδράσεις.
Καθιερώθηκε ο αυστηρότατος έλεγχος των οπαδών, ενώ έγιναν μεγάλες αλλαγές σε πάρα πολλά γήπεδα ώστε να δέχονται μόνον καθήμενους και να ελέγχονται καλύτερα από την αστυνομία.
Σε όλα τα γήπεδα τοποθετήθηκαν κάμερες ασφαλείας σε πανοραμικά σημεία ώστε να ελέγχουν τους οπαδούς και παράλληλα να τους αποτρέπουν από πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, οι οπαδοί που καταδικάστηκαν για χουλιγκανισμό όφειλαν να παρουσιάζονται στα αστυνομικά τμήματα όταν παίζει η ομάδα τους με απόρροια να μην μπορούν να μεταβούν στα γήπεδα.
Το τελευταίο εφαρμόζεται ακόμα στο “Νησί”. Μετά το πρώτο κύμα καταστολής, η ευθύνη πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρια των διοικήσεων που υπό τον φόβο του αποκλεισμού και της τιμωρίας, ανέλαβαν αποτελεσματικότερες δράσεις.
Στη Γαλλία γίνεται σήμερα το ίδιο. Τα νέα αφεντικά της Paris Saint-Germain που διέπεται από κρούσματα ρατσιστικής βίας, έχουν απαγορεύσει συνθήματα, πανό και εκφράσεις φυλετικής αναφοράς, έχουν απαγορεύσει μέχρι και το κάπνισμα στο Parc des Princes.
Μιλάμε για την ακραία εφαρμογή του ελέγχου. Η πολιτική της απαγόρευσης θα έφτανε μια μέρα και στη λογοκρισία των συνθημάτων. Ήταν αναμενόμενο. Όμως με την απαγόρευση, δεν δημιουργείς ήθη. Μπορείς να φτιάξεις δεδικασμένα, αλλά όχι φιλάθλους. Τους φιλάθλους του φτιάχνεις από τις ακαδημίες, από τον ερασιτεχνικό αθλητισμό και την πρόληψη τη χτίζεις τιμωρώντας πρώτα τα “κεφάλια”.
Πολλοί μιλούν για την ανάγκη εφαρμογής ακραίων μέτρων και στην Ελλάδα. Προσωπικά θα ζητήσω την εφαρμογή των όσων δεν έχουν γίνει τόσα χρόνια. Κάμερες στα γήπεδα υπάρχουν αλλά δεν λειτουργούν, ποινικές διώξεις δεν ασκούνται και οι Σύνδεσμοι ως έχουν, ζουν και βασιλεύουν.
“Ας μείνουν εκτός Ευρώπης οι ελληνικές ομάδες, λόγω βίας” δήλωσε ο υφυπουργός Αθλητισμού. Ε και; Ας μείνουν. Και μετά; Πάλι τα ίδια; Αν δεν μπουν κόκκινες γραμμές, δεν θα αλλάξει τίποτα.
Ο χουλιγκανισμός συνδέεται με την εμπορευματοποίηση του αθλητισμού και τον κίτρινο οπαδικό τύπο. Συνδέεται με την γενικότερη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας. Συνδέεται και με τη διαιτησία και το αίσθημα ελέγχου της και αδικίας. Την κοινωνία δεν την αλλάζεις από τη μια μέρα στην άλλη. Αλλάζεις όμως όλα τα υπόλοιπα.
Στροφή στον ερασιτεχνικό αθλητισμό
Ας κλειστούμε στα σύνορα μας για ένα, δύο, τρία χρόνια. Ας παίζουμε μόνο με Έλληνες που έρχονται από τις Ακαδημίες για μια τριετία το λιγότερο. Ας έχουμε ξένους διαιτητές που θα ορίζονται από επιτροπή που θα ελέγχεται επ’ ευθείας από το υφυπουργείο Αθλητισμού.
Και μαζί με αυτά, ας εφαρμοστεί το ηλεκτρονικό εισιτήριο του Κοντονή και η εφαρμογή της μετατροπής των Συνδέσμων σε Λέσχες οπαδών που δεν θα χρηματοδοτούνται από τις ΠΑΕ.
Εφαρμογή ονομαστικού εισιτηρίου δεν πρέπει να σημαίνει βέβαια άκριτο “face control” αλά Βρετανία, αλλά να μεταφράζεται σε αποτελεσματικό έλεγχο. Πρέπει να διακρίνουμε το ένα ως προς το άλλο και η εφαρμογή του μέτρου χρειάζεται προσοχή. Στην Αγγλία έφτασαν στο σημείο να αποκλείουν από τα γήπεδα όσους δεν τους άρεσαν λόγω όψης. Η γενίκευση είναι απειλή της λογικής και στην Ελλάδα έχουμε εμπεδώσει πλέον το γεγονός πως τα περισσότερα εφαρμόζονται δια μέσου της πολτοποίησης και του μπακάλικου τρόπου.
Τα υβριστικά πανό από την άλλη, δεν είναι θέμα αντεγκλήσεων των διοικήσεων εντός γηπέδου, αλλά πρέπει να εξετάζονται από την ίδια την Πολιτεία μετά το πέρας των αγώνων. Να είμαστε λίγο σοβαροί ως προς τη διάκριση των αρμοδιοτήτων.
Συμπεράσματα:
Οι αθλητικές εφημερίδες έχουν έναν σημαντικό ρόλο νομιμοποίησης της καφρίλας και του τυφλού οπαδισμού. Η βία στα ελληνικά γήπεδα, έχει καταντήσει να θεωρείται “σταθερά” ακόμα και από αυτόν τον Τύπο. Ο οποίος πρέπει να ελεγχθεί. Ξεκάθαρα.
Οι ίδιοι οι παράγοντες των ομάδων απαξιώνουν το προϊόν και φυσικά με το να χαϊδεύουν τα αυτιά οργανωμένων οπαδών, ενθαρρύνουν βίαιες εκρήξεις. Οφείλουν να έρθουν σε ρήξη μαζί τους και να σταματήσουν τις χρηματοδοτήσεις τους. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για την αποφυγή επεισοδίων και σε διαφορετική περίπτωση να είναι οι πρώτοι που θα τιμωρούνται δραστικά ακόμα και με αποκλεισμό από το γήπεδο της ίδιας τους της ομάδας.
Και μιας και η ζωή, κύκλους κάνει, ας γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω πριν το κλείσιμο του άρθρου.
Ο Γιάννης Πανούσης έγραφε μετά τη δολοφονία Φιλόπουλου:
“Για την βία στα γήπεδα . Έχουν δημιουργηθεί δεκάδες επιτροπές σε κυβερνητικά και μη κλιμάκια. Τα αποτελέσματα όμως των συνεδριάσεων στις εν λόγω επιτροπές είναι απογοητευτικά. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι τα αόριστα ευχολόγια και οι αόριστες τοποθετήσεις. Αυτό που δυστυχώς φαίνεται να κυριαρχεί είναι η υποκρισία, αφού όλοι γνωρίζουν το πρόβλημα και το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά δεν κάνουν τίποτα. Σηκώνουν τα χέρια ψηλά, κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις (πάντα μετά τα επεισόδια…) και αφήνουν το δηλητήριο της βίας να δηλητηριάζει το λαϊκότερο άθλημα.
Η υποκρισία περισσεύει σε όλα τα επίπεδα των “υπεύθυνων – ανεύθυνων”. Γιατί τι άλλο είναι εκτός από υποκριτές οι αρμόδιοι; Είχαμε μαχαιρωμένους, τραυματίες, φθορά ξένης περιουσίας, ακόμη και νεκρούς. Τι άλλο έμεινε δηλαδή να γίνει έτσι ώστε οι αρμόδιοι να αναλάβουν τις πραγματικές και ουσιαστικές τους ευθύνες;”.
Και να που το ερώτημα που έθεσε τώρα, τίθεται στην ίδια την κυβέρνηση στην οποία μετέχει. Κοινώς, ζητείται πολιτική βούληση.
ΥΓ. Ας σταματήσουμε επίσης σε αυτή τη χώρα να μπλέκουμε τον χουλιγκανισμό με τον αναρχισμό. Ο πρώτος δεν διέπεται από καμία πολιτική ιδεολογία μιας και κρύβεται πίσω από το “no politica”, ο δεύτερος διέπεται από το αίσθημα σεβασμού στη διαφορετικότητα, στην ιδεολογική του πάντα, βάση.
*Ο Χρήστος Δεμέτης είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και ολοκλήρωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, “Πολιτισμικές Σπουδές και Ανθρώπινη Επικοινωνία”. Εργάστηκε στον Όμιλο του Πηγάσου. Από τον Μάιο του 2012 βρίσκεται στην 24 Media και αρθρογραφεί στο NEWS247.