Απέλαση στο μακρινό παρελθόν

Διαβάστε τα λόγια ενός ανήλικου κρατούμενου που κινδυνεύει να απελαθεί σε μια χώρα που στους δρόμους της δεν πρόλαβε ποτέ να περπατήσει.
- 12 Αυγούστου 2012 09:28
Πιάνω το κουβάρι του προηγούμενου της στήλης. Όχι για να προσθέσω άλλη μια γνώμη, αλλά για να μεταφέρω αυτούσια και ίσως κάπως αδέξια και σαστισμένα, τα λόγια ενός δεκατριάχρονου θύματος μιας “σκούπας” – από αυτές που τείνουν να υποκαταστήσουν τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας – όπως ειπώθηκαν σε ένα κέντρο κράτησης ανηλίκων, πριν λίγες ημέρες:
“Με λένε Φρέντι. Είμαι 13 χρονών. Μένω στο Βοτανικό, στις παράγκες. Όλοι που μένουμε εκεί, έχουμε έρθει από την Αλβανία. Είμαστε Ρομά, εδώ μας λένε Γύφτους καμιά φορά και Τσιγγάνους. Έχει κι εδώ Ρομά από την Ελλάδα, συνεννοούμαστε μεταξύ μας στη γλώσσα μας αλλά μένουμε χώρια. Στο σπίτι μιλάμε τη δική μας γλώσσα, ή και αλβανικά. Και ελληνικά ξέρω, εδω μεγάλωσα, και στη δουλειά πολλές φορές πάλι ελληνικά μιλάμε. Δουλεύουμε στα σίδερα όλοι μαζί. Εδώ στην Αθήνα, αλλά πάμε και στην Κρήτη. Σχολείο δεν έχω πάει. Ήθελα να πάω. Να μάθω έστω κάτι. Να γράφω το όνομά μου, να μετράω, να βάζω υπογραφή. Τώρα, όπως είμαι, δεν ξέρω τίποτα. Μόνο δηλαδή τη δουλειά που κάνω ξέρω, σίδερα. Γεννήθηκα στο Ελμπασάν. Ήρθαμε στην Ελλάδα πάει τώρα δώδεκα χρόνια, ήμουν μικρός. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει. Έχω τρία αδέρφια, είναι πιο μικρά. Ήρθε η αστυνομία μία μέρα εκεί που μένουμε, “σκούπα” είπανε, μπήκανε μέσα στις παράγκες. Μου είπανε “έχεις χαρτιά;” Δεν έχω χαρτιά. Ούτε οι άλλοι έχουνε. Εμένα με πιάσανε και με φέραμε εδώ. Τα αδέρφια μου είναι μικρά, τα αφήσανε, είναι εκεί στο σπίτι με τη μάνα μου. Είμαι εδώ δεκατρείς μέρες. Μου είπανε “θα σε διώξουμε, θα φύγεις, θα πας πίσω στην Αλβανία”. Δεν ξέρω κανέναν στην Αλβανία, δεν έχω πάει ποτέ. Δηλαδή, εκεί γεννήθηκα, αλλά δε θυμάμαι τίποτα. Έχω μία γιαγιά”.
Χωρίς σχόλια. Ο παραλογισμός δεν χρειάζεται επιχειρήματα, αναδεικνύεται από μόνος του.
Η μεταναστευτική πολιτική μιας χώρας δεν μπορεί να γίνεται μόνο με “σκούπες” ή με “φράχτες”, όταν απουσιάζουν τα σαφή κριτήρια για όσους μπορούν να μείνουν και για όσους πρέπει να φύγουν, οι ξεκάθαροι όροι πρόσβασης στις νόμιμες διαδικασίες, ο ευρύτερος σχεδιασμός, η ανάδειξη των διεθνών διαστάσεων του ζητήματος και οι αντίστοιχες διαπραγματεύσεις, και παράλληλα οι στρατηγικές ένταξης για όσους απ´αυτούς παραμένουν, έτσι ώστε να μπορούν να συνεισφέρουν δημιουργικά στον κοινωνικό ιστό, αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι αριθμοί, τα ακριβή στοιχεία για το πόσοι και ποιοί και που.
Κυρίως επειδή αυτές οι μέθοδοι στην πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζουν τα αίτια, ούτε αναδιαμορφώνουν το πλαίσιο. Και σίγουρα δεν βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των υπολοίπων. Πλήττουν περισσότερο τους πιο αδύναμους και εξαθλιωμένους, δηλαδή τα συνήθη θύματα. Και κάθε φορά που πλήττονται οι αδύναμοι γύρω μας, είτε είναι παιδιά, είτε γέροι, είτε ασθενείς και εξαρτημένοι, είτε θύματα βίας και παράνομης διακίνησης, είτε “παράτυπα εισερχόμενοι” μετανάστες ή αιτούντες άσυλο, είτε, όπως ο Φρέντι, μαζί και Αλβανοί και Ρομά, η ήττα είναι κοινή και για όλους τους υπόλοιπους. Γιατί τότε και όλοι εμείς, σαν άνθρωποι και σαν πολίτες, γινόμαστε κάθε φορά λίγο πιο αδύναμοι. Αλλά και επειδή μια κοινωνία που αδυνατεί να αναγνωρίσει την ανθρώπινη υπόσταση του “άλλου” ή του διαφορετικού, και του στερεί τη δυνατότητα να γράψει το όνομά του και να βάλει την υπογραφή του, είναι μια κοινωνία καθ´οδόν προς το πολύ μακρινό παρελθόν.
*(Το όνομα είναι παραποιημένο)
*Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος