Παρεξηγημένες έννοιες: Σχετικισμός και αβεβαιότητα

Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος* αναλύει την επιτάχυνση των ρυθμών ζωής που συντρίβει κάθε βεβαιότητα (Vid)
- 12 Ιανουαρίου 2012 17:46
Δεν μπορεί, θα το έχετε προσέξει και εσείς, όσο η κρίση προελαύνει και βαθαίνει, ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ταχύτητα, συντρίβοντας βεβαιότητες, εύκολες ερμηνείες, ζωές, κοινωνίες ολόκληρες, κάποιοι “ευτυχείς” στην “αλήθειά” τους συμπολίτες μας, σκληραίνουν ολοένα και περισσότερο τις θέσεις τους, μοιάζουν κάθε μέρα και πιο άκαμπτοι στα πιστεύω τους, γίνονται όλο και πιο συγκρουσιακοί με την αντίθετη άποψη, δικάζουν και καταδικάζουν με ευκολία (οιονδήποτε πλην του εαυτού τους), κηρύσσουν πόλεμο στους “εχθρούς του έθνους”, ζητούν τα κεφάλια των “προδοτών”.
Αδρά, (και με τον ενσυνείδητο κίνδυνο της απλουστευτικής γενίκευσης) θα μπορούσε κανείς να τους κατατάξει σε τρεις κατηγορίες. Πάσης φύσεως ημιμαθείς φανατικοί, επηρμένοι “τεχνοκράτες”, επαγγελματίες της πολιτικής (πολιτικοί, στελέχη κομμάτων, συνδικαλιστές, δημοσιογράφοι).
Με τους τελευταίους έχουν ασχοληθεί πολλοί (εμού συμπεριλαμβανομένου), το θέμα έχει ενδεχομένως εξαντληθεί, και να πω τη μαύρη αλήθεια μου, βαριέμαι να το (ξανα)πιάσω. Οι δύο άλλες όμως, ομάδες αξίζουν, νομίζω, μιας απόπειρας ανάλυσης της στάσης τους.
Η ταχύτητα με την οποία εισέβαλε η κρίση στη ζωή μας, οι συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες η χώρα οδηγήθηκε σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων της και συνεπακόλουθα στο ΔΝΤ, ο απίστευτος διασυρμός της, η συνεχής πρόταξη εκβιαστικών διλημμάτων, το ακατάπαυστο “μαρτύριο” της επόμενης δόσης, ο καταιγισμός πληροφοριών, δημοσιευμάτων και “ρεπορτάζ”, εν μέσω μάλιστα μιας, όλο και δυσχερέστερης, προσπάθειας στοιχειώδους επιβίωσης, δυσκολεύουν οποιαδήποτε προσπάθεια κατανόησης και ψύχραιμης ανάλυσης του τι συνέβη, ποιος ευθύνεται, ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αιτιατό και το κυριότερο ποιες είναι οι εναλλακτικές, οι επιλογές και οι κίνδυνοι, ποιος είναι ο δρόμος (όσο δύσβατος και αν είναι) της όποιας ανάκαμψης. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο (ενίοτε στα όρια του αδυνάτου) να μπορέσει ένας πολίτης να τα ζυγίσει ψύχραιμα όλα αυτά, να μελετήσει, να ερευνήσει, να αξιολογήσει, να σταθμίσει.
Είναι πολύ ευκολότερο (σχεδόν μοιραίο) να προχωρήσει σε απλουστεύσεις και γενικεύσεις, να τα φορτώσει όλα στους “διεφθαρμένους πολιτικούς”, στα “λαμόγια”, στο “διεθνή καπιταλισμό”, στους δημοσίους υπαλλήλους, στους “προαιώνιους εχθρούς του έθνους”, στους Εβραίους, στους μασόνους, σε όποιον τέλος πάντων ταιριάζει καλύτερα στην κοσμοαντίληψη του ή τις προκαταλήψεις του.
Άλλωστε γύρω του κραυγάζουν τόσοι πολλοί, όλο και πιο δυνατά. Είναι όλοι αυτοί που κατέχουν την εξ αποκαλύψεως αλήθεια, “θρησκόληπτοι” φανατικοί διάφορων -ισμών (κομμουνισμού, νεοφιλελευθερισμού, εθνοφυλετισμού κτλ), στρατευμένοι σε ιδεολογίες από καιρό πεθαμένες, που αγνοούν τις ανάγκες και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, που με πύρινο βλέμμα και στεντόρεια φωνή επιδιώκουν και συχνά το πετυχαίνουν, να καλύψουν κάθε διαφορετική άποψη και κυρίως κάθε απόπειρα να φωτισθούν οι αποχρώσεις, να αναδειχθούν οι εναλλακτικές, να αναζητηθούν συγκλίσεις και συνθέσεις.
Ο φανατικός περισσότερο δεν μισεί τον αντίπαλο φανατικό, τον θεωρητικό του εχθρό (αυτόν τον χρειάζεται υπό μία έννοια), κυρίως απεχθάνεται και περιφρονεί τον μετριοπαθή, τον σχετικιστή, αυτόν που δεν ασπάζεται εύκολες βεβαιότητες, απόλυτα δόγματα, που δεν υποκύπτει στην λογική του άσπρου-μαύρου, τον μη κατατάξιμο.
Πέραν όμως των φανατικών υπάρχουν και τρόπον τινά “επαγγελματίες” στην ιστορία αυτή, της κατοχής της απόλυτης γνώσης, της καθαρής αλήθειας και συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο, και εσχάτως και στην πολιτική ζωή υπό τον τίτλο του “τεχνοκράτη”. Εδώ τα πράγματα είναι ίσως ακόμη πιο σοβαρά, στο μέτρο και το βαθμό που κερδίζει διαρκώς έδαφος η λογική της διακυβέρνησης από “πεφωτισμένους” (οι οποίοι μάλιστα δεν κρίνεται και απαραίτητο να εκτεθούν στην δια της ψήφου νομιμοποίηση των πολιτών, για να αγνοούν υποτίθεται το πολιτικό κόστος και να κάνουν “σωστά τη δουλειά τους”).
Δεδομένου ότι η κρίση είναι κυρίως οικονομική (ως έκφραση, γιατί ως αιτιοπαθογένεια είναι και πολιτιστιμική, και αξιακή) οι “αστέρες” τεχνοκράτες είναι οικονομολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίου, τραπεζίτες, χρηματιστές, αναλυτές. Ως επιστήμονα μιας κατά τεκμήριο εφαρμοσμένης επιστήμης όπως είναι η ιατρική, αλλά και ως πολίτη, πάντα με εντυπωσίαζε (και ταυτόχρονα με φόβιζε) ο απόλυτος, σχεδόν μονολιθικός τρόπος, η σιγουριά, στα όρια του ναρκισσισμού, με την οποία εκφράζουν τις επιστημονικές (υποτίθεται) απόψεις τους, οι μετέχοντες του δημοσίου λόγου οικονομολόγοι.
Μιλάμε δε για μια επιστήμη, όπου αφενός υπάρχουν διάφορες θεωρίες και ρεύματα με σαφείς μάλιστα ιδεολογικές και πολιτικές επιρροές και αναφορές (υπάρχουν οικονομολόγοι φιλελεύθεροι, μονεταριστές, κρατιστές, κεϋνσιανιστές κ.α.) και αφετέρου είναι ιστορικά γνωστό ότι η εφαρμογή της μίας ή της άλλης συνταγής ή θεωρίας σε διαφορετικές κοινωνίες και διαφορετικές συγκυρίες παρήγαγε άλλοτε, άλλα αποτελέσματα.
Παρ’ όλα αυτά, τους βλέπεις και τους ακούς να εκφράζουν τις θέσεις τους δίχως ίχνος επιφύλαξης, χωρίς να θέτουν αιρέσεις και προϋποθέσεις, σίγουροι, αυτάρκεις και γεμάτοι αυτοπεποίθηση.
Με την ίδια ευκολία και σιγουριά κάποιοι μας προτείνουν να γυρίσουμε στη δραχμή ως τη μόνη μας σωτηρία (η οποία δραχμή υποτιμώμενη θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα μας και τελείωσε το πρόβλημα) και κάποιοι άλλοι να υποταχθούμε άνευ οιασδήποτε αντίρρησης στα κελεύσματα της τρόικας (αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα με την κατ’ευφημισμόν “εσωτερική υποτίμηση” ή “μείωση του μισθολογικού κόστους”, όπερ σημαίνει μισθούς, για όσους εργάζονται, 300-500 ευρώ).
Τις απόψεις δε, αυτές, δεν τις εκφράζουν ως πολίτες στο δημόσιο διάλογο, τις εκφράζουν ως ειδικοί, ως αυθεντίες. Και οι μεν, και οι δε. Και ως ειδικοί, ως αυθεντίες, ως πεφωτισμένοι, διεκδικούν κάποιοι εξ αυτών και δημόσια αξιώματα και εξουσία, για να εφαρμόσουν τις αντιλήψεις τους. Και εδώ ανακύπτει αβίαστα το ερώτημα.
Αν ζητάς βήμα, προσοχή, δημοσιότητα, εξουσία ως ειδήμων και επιστήμων δεν θα πρέπει να κριθείς με τέτοιου είδους κριτήρια; και ποια είναι αυτά; Mήπως είναι η αποτελεσματικότητα στις προβλέψεις σου και στην εφαρμογή των απόψεων σου όταν αυτές εφαρμόζονται; Aλήθεια πόσοι από τους εν λόγω “τεχνοκράτες” είχαν προβλέψει την έναρξη της κρίσης από την κατάρρευση της στεγαστικής πίστης στις Η.Π.Α.;
Πόσοι αρθρογραφούσαν εναντίον της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και τώρα εμφανίζουν το PSI ως προϋπόθεση σωτηρίας; Πόσοι σιωπούσαν, όταν ο έλληνας από συντηρητικός αποταμιευτής, μετατρεπόταν σε χρηματιστηριακό “επενδυτή” και πόσοι υμνούσαν την “αναπτυξιακή ώθηση” του χρηματιστηριακού πυρετού; Και εν πάση περιπτώσει, πως είναι δυνατόν να έχουν όλοι δίκιο (το απόλυτο δίκιο για την ακρίβεια) με αντικρουόμενες και συχνά αυτοαναιρούμενες (συν τω χρόνω) απόψεις;
Νομίζω, ότι μια από τις παθογένειες του δημοσίου διαλόγου είναι, ότι επικρατούν και κερδίζουν την προσοχή οι πιο ακραίες, απόλυτες, απλουστευτικές, δυναμικά εκφραζόμενες φωνές. Η δημοκρατία όμως, και ειδικά σε καιρό κρίσης, έχει ανάγκη και τις φωνές της μετριοπάθειας, του προβληματισμού, της σύνθεσης, του σχετικισμού, ακόμη και της αβεβαιότητας, ίσως δε περισσότερο από τις πολεμικές ιαχές. Έχει ανάγκη και τους πολίτες, που δεν είναι σίγουροι, που είναι συχνά αμφίθυμοι, που ψάχνουν, που θέλουν να ακούσουν, να κρίνουν, να συγκρίνουν.
Ο πυρήνας της σκέψης μεγάλων φιλοσόφων, όπως ο Nietsche, ήταν, ότι δεν υπάρχει στατική αλήθεια. Η επιστήμη δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από την αβεβαιότητα, έγραψε πρόσφατα ο Βρετανός φυσικός Jonathan Butterworth (μάλλον έτσι προχωρά θα προσέθετα). Το ίδιο, πιθανώς, ισχύει και για την ανθρώπινη κοινωνία….
Y.Γ. Σκεφτόμουν πως είναι πολύ περίεργο, πως δεν έχει τύχει ως τώρα να ντύσω μουσικά κάποιο κείμενο μου με ένα τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου. Ήρθε φαίνεται η ώρα…”δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά”
* Ο Σταμάτης Κυρζόπουλος είναι ιατρός καρδιολόγος, στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και συγγραφέας του βιβλίου “Μονόδρομοι και αδιέξοδα: Πολιτών υπέρβαση”. Εκτός από το News247 αναλύει και εκφράζει τις σκέψεις του μέσα από το προσωπικό του blog sxoliopoliti.blogspot.gr