Δημοκρατία του Σα(ρ)λό

Δημοκρατία του Σα(ρ)λό

Διαβάστε το κείμενο της Έλλης Τσιφόρου σχετικά με τα μετεκλογικά αποτελέσματα

Φαίνεται πως η μοίρα του στρατιωτικού παραγγέλματος είναι να βρίσκει πάντοτε τρόπο να εκπληρώνεται, σαν ένα είδος επιτακτικού χρησμού.

Μπορεί οι Έλληνες δημοσιογράφοι να μην εγέρθησαν.

Εγερθήκαμε, όμως, οι εκτός αιθούσης, ολόκληρη η κοινωνία στις μύτες, ο ένας πίσω από την οθόνη του άλλου, σπρώχνοντας, μέσα από ένα πλήθος σχολίων, για να ”χαιρετίσουμε” τον Έλληνα ”Δούκα”.

Ας μην μας ξενίζει η εικόνα αυτή στην οποία, λίγο έως πολύ, όλοι φιγουράρουμε. Γιατί η αντανακλαστική και ανεπεξέργαστη λογοδιάρροια που κατέκλυσε τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης σε συνέχεια της κυκλοφορίας του βίντεο της συνέντευξης τύπου Μιχαλολιάκου ισοδυναμεί συμπεριφορικά με τον ”άσκεπτο” αυθορμητισμό ενός χαιρετισμού.

Δημοκρατία του Σαλό, Βόρεια Ιταλία, 1944. Ένας άλλος κινηματογραφικός Δούκας (εμπνευσμένος από τη μορφή του Ντούτσε, κατά κόσμον Μπενίτο Μουσσολίνι, αλλά και από τον μυθιστορηματικό Δούκα ντε Μπλανζί, πρωταγωνιστή  στις 120 ημέρες στα Σόδομα του Μαρκησίου Ντε Σάντ), αγορεύει μπροστά στα παρατεταγμένα υποψήφια θύματά του.

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε εύστοχα διαγνώσει τη βαθειά συγγένεια μεταξύ φασισμού και σαδισμού, την οποία και αποτύπωσε στην ταινία Σαλό ή 120 ημέρες στα Σόδομα.

Ίσως πρέπει να (ξανα)δούμε την ταινία αυτή, ίσως πρέπει να (ξανα)διαβάσουμε τον Μαρκήσιο ντε Σαντ πριν πληκτρολογήσουμε το επόμενο ”Αχαχαχαχαχαχα” ή ”Αίσχος”. Για να γνωρίζουμε τι μας περιμένει.

”Στον Σαντ [όπως και στον φασισμό] έχουμε να κάνουμε με την ανάπτυξη της εκπληκτικότερης δεικτικής λειτουργίας. Η επίδειξη ως ανώτερη λειτουργία του λόγου συναντάται ανάμεσα στην περιγραφή δύο σκηνών, ενόσω οι λιμπερτίνοι αναπαύονται, μεταξύ δύο παραγγελμάτων. Ακούμε έναν λιμπερτίνο να διαβάζει έναν δριμύ λίβελλο, να αναπτύσσει τις ατέρμονες θεωρίες του […]. Ή δέχεται να μιλήσει, να συζητήσει με το θύμα του. Τέτοιες στιγμές είναι συχνές, ιδιαίτερα στην Ζυστίν [αναφορά στο ομώνυμο μυθιστόρημα] : καθένας από τους θύτες την χρησιμοποιεί ως ακροάτρια και έμπιστη. Αλλά η πρόθεση της πειθούς δεν είναι παρά φαινομενική. Ο λιμπερτίνος μπορεί  να δίνει την εντύπωση ότι αναζητά να πειστεί και να πείσει […]. Ωστόσο, τίποτε δεν είναι περισσότερο ξένο στον σαδικό από την πρόθεση να πείσει ή να αποδείξει […] Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Θέλει να δείξει ότι η ίδια η λογική είναι βία…”[1].

Παρατεταγμένοι, λοιπόν, μπροστά στις οθόνες, στις οποίες θα βλέπουμε στο εξής συχνά να αγορεύει ο αρχηγός του Λαϊκού Συνδέσμου, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε ή να σχολιάζουμε τα λεγόμενά του.

Ο σαδικός/φασίστας μιλά για να δώσει έκφραση στην ίδια τη βία, είναι η ίδια η βία που μιλά μέσα από αυτόν. Έτσι, ίσως, εξηγείται και το ακραίο χειρονομείν που χαρακτηρίζει όλους τους φασίστες, πραγματικούς και φανταστικούς, και που τόσο επιτυχημένα σατίρισε ο Τσάρλι Τσάπλιν στον Μεγάλο δικτάτορα.

Όμως, το έργο δεν τελειώνει εδώ. Ο Σαντ, ο Παζολίνι και η ιστορία μας διδάσκουν ότι όταν τελειώσει με την έκθεση των θεωρητικών του πεποιθήσεων, ο σαδικός/φασίστας περνά στην πράξη. ”Το απέδειξα θεωρητικά, ας πειστούμε τώρα και δια της πρακτικής οδού”.

Αυτό που ακολουθεί μετά τον Σαρλό που παίζει σαν δαιμονισμένος με την υδρόγειο είναι κάτι ανάμεσα σε Σαλό και Σόδομα.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να μετράμε τις μέρες μας στη Δημοκρατία του Σα(ρ)λό ή στα Σόδομα, ευχόμενοι να είναι λίγες και να μην πονέσουμε πολύ.

[1] DELEUZE, Gilles (1967). Présentation de Sacher-Masoch. Paris : Minuit, σελ. 18

* Η Έλλη Τσιφόρου έχει σπουδάσει Επικοινωνία και Μέσα Ενημέρωσης στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Από το 2004 εργάζεται ως πολιτικός σύμβουλος, αρχικά στις Βρυξέλλες και έπειτα στην Αθήνα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα