Οι νικητές και οι χαμένοι της Βιοποικιλότητας τα τελευταία 25 χρόνια
Διαβάζεται σε 14'
Ο Σπύρος Θεοδωρίδης, ερευνητής στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών με ειδίκευση στα πρότυπα βιοποικιλότητας (biodiversity patterns), εξηγεί στο NEWS 24/7 πώς η κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, οδηγεί σε μη αναστρέψιμες αλλαγές στα οικοσυστήματα. Το αποτέλεσμα: Ένα σιωπηλό κύμα εξαφανίσεων, που δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ ζώων, φυτών και περιοχών.
- 03 Ιουνίου 2025 07:58
Η κλιματική κρίση δεν είναι ένα απειλητικό σενάριο του μέλλοντος. Είναι μια υπαρκτή συνθήκη που ήδη διαμορφώνει τον πλανήτη όπως τον γνωρίζει το ανθρώπινο είδος. Και μια από τις πιο δραματικές της συνέπειες είναι η απώλεια βιοποικιλότητας.
Είδη ζώων και φυτών που θεωρούσαμε δεδομένα εξαφανίζονται με ρυθμούς που ξεπερνούν τις δυνατότητες του πλανήτη να ανακάμψει. Πολλά από αυτά χάνουν τον αγώνα επιβίωσης χωρίς να το μάθουμε ποτέ.
Και ο καταλληλότερος να εξηγήσει ποια είναι η σημερινή κατάσταση της βιοποικιλότητας και την επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε αυτή είναι ο ερευνητής Σπύρος Θεοδωρίδης, ο οποίος μιλά στο NEWS 24/7 για το πώς η κλιματική αλλαγή, σε συνδυασμό με τις ανθρώπινες παρεμβάσεις, οδηγεί σε βαθιές αλλαγές στα οικοσυστήματα – από τις ξηρασίες και τις πλημμύρες έως την ανεξέλεγκτη εξάπλωση ξενικών ειδών και την αποτυχία των ντόπιων ειδών να προσαρμοστούν.
Με εξειδίκευση στα biodiversity patterns (πρότυπα βιοποικιλότητας), εξηγεί πως η κλιματική αλλαγή δεν δρα απομονωμένα, αλλά συνδυαστικά με άλλες μορφές περιβαλλοντικής πίεσης, όπως η καταστροφή των δασών, η ρύπανση και οι άμεσες ανθρώπινες παρεμβάσεις στα οικοσυστήματα.
«Η κλιματική αλλαγή δρα αθροιστικά με την περιβαλλοντική αλλαγή γενικότερα, δηλαδή την άμεση παρέμβαση στα φυσικά οικοσυστήματα, με την έννοια της καταστροφής δασών, τη ρύπανση και τη μόλυνση των υδάτων, την αποξήρανση των υγροτόπων, και την μετατροπή φυσικών οικοτόπων σε μονάδες παραγωγής ενέργειας και εξαγωγής φυσικών πόρων», αναφέρει τονίζοντας ότι μία από τις σημαντικότερες παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής είναι η άνοδος της θερμοκρασίας, η οποία δεν επηρεάζει μόνο τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία, αλλά αποσταθεροποιεί γενικότερα το κλιματικό σύστημα.
Αυτή η αποσταθεροποίηση οδηγεί σε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως πλημμύρες, ξηρασίες, και πυρκαγιές που καταστρέφουν ολόκληρα οικοσυστήματα.
«Αν προσπαθήσουμε λίγο να απομονώσουμε την κλιματική αλλαγή, έχει σαν παράμετρο ένα πολύ σημαντικό κομμάτι. Είναι η γενικότερη άνοδος της θερμοκρασίας. Αλλά αυτό από μόνο του δεν λέει πολλά. Δηλαδή η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ανεβαίνει, είναι κάτι που το ξέρουμε, αλλά αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση του κλιματικού συστήματος γενικότερα, επηρεάζει θαλάσσια ρεύματα και ανέμους σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό σημαίνει ότι έχουμε πιο πολλά ακραία καιρικά φαινόμενα. Αυτό που κατά βάση επηρεάζει τη βιοποικιλότητα είναι τα ακραία και μεγάλης διάρκειας καιρικά φαινόμενα. Για παράδειγμα, οι πλημμύρες και οι καύσωνες που δεν επηρεάζουν μόνο τους ανθρώπους. Οι έντονες βροχοπτώσεις ή η παρατεταμένη λειψυδρία σε συγκεκριμένα σημεία του πλανήτη έχουν σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση ολόκληρων οικοσυστημάτων. Επίσης η άνοδος της στάθμης του νερού “πνίγει” τα παράκτια οικοσυστήματα, όπως τα μαγκρόβια δάση – είναι τα παράκτια δάση όπου ζουν τα δέντρα που μεγαλώνουν ακριβώς στην ακτή. Πολλά παράκτια ενδιαιτήματα χάνονται κάτω από το νερό τελείως οπότε εκεί έχουμε κατευθείαν σημαντική απώλεια των ζώων και των φυτών που ζουν σε αυτά τα οικοσυστήματα. Προφανώς, η αποσταθεροποίηση του κύκλου του νερού έχει επιπτώσεις σε όλα τα οικοσυστήματα.
Μια απειλή λοιπόν, είναι η άνοδος των νερών και οι έντονες πλημμύρες που έχουν ως αποτέλεσμα την άνοδο του νερού και τη διάβρωση των εδαφών. Μια άλλη απειλή είναι οι έντονες ξηρασίες, δηλαδή οι παρατεταμένες περίοδοι ανυδρίας σε συνδυασμό με υψηλές θερμοκρασίες. Αυτό το έχουμε και εδώ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Την τελευταία πενταετία μελετούσα τα ελληνικά βουνά, την βιοποικιλότητα στα ορεινά μας οικοσυστήματα. Αυτό που είδα σε πολλά φυτά -φυτά που έχουν αξία για την κοινωνία μας, όπως ο Σιδερίτης, το τσάι του βουνού- είναι ότι σε χρονιές με υψηλές θερμοκρασίες αλλά και ανυδρία, εκεί δηλαδή που τα φυτά περίμεναν χαμηλότερες θερμοκρασίες και βροχόπτωση -στις αρχές και τα μέσα της άνοιξης κατά την άνθιση τους- πάρα πολλά άνθη ξεράθηκαν, μαράθηκαν και έπεσαν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην παραχθούν σπόροι, οπότε έχουμε κατευθείαν απώλεια μιας γενιάς ολόκληρης, σκεφτείτε τι μπορεί να συμβεί όταν αυτά τα φαινόμενα επαναληφθούν για αρκετά χρόνια».
Οι “εισβολείς”, οι νικητές και οι χαμένοι
Η αλλαγή των κλιματικών συνθηκών προκαλεί επίσης δύο ακόμη φαινόμενα: Την εισβολή ξενικών ειδών και τη μετακίνηση γηγενών ειδών.
Τα ξενικά είδη, όπως εξηγεί ο Σπύρος Θεοδωρίδης, κυρίως μέσω θαλάσσιων διαύλων και ανθρώπινης μετακίνησης, εισβάλλουν σε οικοσυστήματα όπου το κλίμα γίνεται ευνοϊκότερο για αυτά, ανταγωνίζονται τα γηγενή είδη και κυριαρχούν. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα στις ελληνικές θάλασσες, όπου τα ξενικά είδη, έρχονται από το νότο κυρίως μέσα από τις διώρυγες, εισβάλλουν στα ελληνικά ύδατα, καταλαμβάνουν ενδιαιτήματα, τρέφονται από τα γηγενή και συχνά οδηγούν στην εξαφάνιση τους.
«Αυτή είναι σημαντική διαταραχή. Έχουμε είδη που είναι αρκετά ανταγωνιστικά και επεκτείνονται σε περιοχές όπου βρίσκουν μη ανταγωνιστικά είδη και τα εξοντώνουν μέσω θήρευσης ή εκτοπισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εισβολή σε φυσικά οικοσυστήματα από ζώα που ζουν με τον άνθρωπο και, όπως και ο άνθρωπος, είναι προσαρμοσμένα σε ένα εύρος κλιματικών συνθηκών. Εκτιμάται πως οι γάτες, οι σκύλοι, τα γουρούνια και αρκετά τρωκτικά, ευθύνονται για την εξαφάνιση πάνω από 150 ειδών θηλαστικών, πτηνών και ερπετών, και απειλούν με εξαφάνιση πάνω από 500 είδη παγκοσμίως», λέει ο ερευνητής.
Από την άλλη πλευρά, τα γηγενή είδη προσπαθούν να μετακινηθούν σε πιο κατάλληλο γι’ αυτά περιβάλλον.
«Όμως πολλές φορές η απόπειρα δεν είναι πετυχημένη. Αν τα είδη που θέλουν να μετακινηθούν, ειδικά αυτά που απειλούνται περισσότερο, δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος εκεί που θέλουν να πάνε -μπορεί τα ενδιαιτήματα να είναι ήδη κατειλημμένα από άλλα είδη, δεν υπάρχει χώρος να μετοικήσουν εκεί- βρίσκονται σε αδιέξοδο», εξηγεί ο κ. Θεοδωρίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα το τι συμβαίνει στα ορεινά οικοσυστήματα και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εκεί, τα φυτά ανεβαίνουν σε μεγαλύτερα υψόμετρα αναζητώντας πιο δροσερό περιβάλλον, σαν αυτό που έχουν συνηθίσει και στο οποίο μπορούν να υπάρξουν.
«Αλλά τα βουνά έχουν αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ότι όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο περιορίζεται και ο διαθέσιμος χώρος. Είναι πυραμιδικό το σχήμα, οπότε όσο πιο ψηλά ανεβαίνουν περιορίζεται και ο χώρος. Συνεπώς, κάποια στιγμή δεν υπάρχει αρκετός χώρος για αυτά τα φυτά να υπάρξουν. Μαζεύονται σιγά, σιγά πολλά μαζί σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Κάποια στιγμή αρχίζουν να μην χωράνε και τότε αρχίζουν οι εξαφανίσεις. Παράλληλα, είδη που είναι λίγο πιο ανθεκτικά και είναι ανταγωνιστικά, όπως οι κέδροι και τα έλατα στη δική μας περίπτωση, ανεβαίνουν και αυτά πιο ψηλά και καταλαμβάνουν το περιβάλλον όλων των υπολοίπων, τα οποία δεν είναι τόσο καλά προσαρμοσμένα ή τόσο ανταγωνιστικά όπως αυτά που “εισβάλουν” στα ενδιαιτήματά τους. Αυτή ακριβώς η διεργασία είναι το λεγόμενο “πρασίνισμα” των βουνών, η αύξηση της ανταγωνιστικής βλάστησης εις βάρος ενός μεγάλου μέρους της ορεινής βιοποικιλότητας. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται περεταίρω λόγω της εγκατάλειψης των βουνών και της παύση των παραδοσιακών τρόπων διαχείρισής τους, κυρίως του νομαδικού τρόπου βόσκησης και της υλοτομίας. Αυτή η εγκατάλειψη αφήνει ελεύθερη την ανταγωνιστική ξυλώδη βλάστηση να εξαπλωθεί σε όλο το βουνό», είπε ο ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, κάνοντας λόγο για μία μεγάλη αλλαγή, που συντελείται λόγω αυτής της μετακίνησης των ειδών. « Κάποια είδη είναι οι νικητές και κάποια άλλα οι χαμένοι. Δυστυχώς, οι νικητές είναι πολύ λιγότεροι», σχολίασε.
«Τις αρνητικές συνέπειες αυτής της διεργασίας του “πρασινίσματος” στα ορεινά οικοσυστήματα τις δείχνουμε στην τελευταία μας έρευνα, δημοσιευμένη στο περιοδικό Current Biology. Η έρευνα αυτή είναι πρωτοποριακή καθώς συνδυάσαμε δορυφορικά δεδομένα 40 ετών για την εκτίμηση του “πρασινίσματος” των βουνών, με σύγχρονο και ιστορικό DNA (γενετική πληροφορία από συλλογές μουσείων) για την εκτίμηση της πληθυσμιακής μείωσης του Σιδερίτη από το 1970. Η έρευνα δείχνει πως στα βουνά όπου η ανθρωπογενής οικολογική διεργασία του “πρασινίσματος” είναι εντονότερη (π.χ. Παγγαίο, Όλυμπος, Τύμφη), οι πληθυσμοί των φυτών που απαιτούν φως και ανοιχτά ενδιαιτήματα, όπως ο Σιδερίτης, απειλούνται σε μεγάλο βαθμό. Και αυτό είναι πολύ ανησυχητικό.»
Το tracking climate των ειδών που θέλουν να ζήσουν
Ό,τι συμβαίνει όμως στα ορεινά οικοσυστήματα, συμβαίνει και σε χαμηλότερα υψόμετρα. Εκεί, σύμφωνα με τον κ. Θεοδωρίδη, συναντάμε την ερημοποίηση, καθώς λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και της ανυδρίας η έρημος επεκτείνεται.
«Σε πολλά μέρη του πλανήτη υπάρχει ξηρασία και ερημοποίηση πολλών ενδιαιτημάτων. Αυτό συμβαίνει πιο γρήγορα από τον ρυθμό που μπορούν να μετακινηθούν τα είδη που ζουν ήδη εκεί.
Σε ό,τι αφορά στα είδη τα οποία μπορούν να μετακινηθούν, δηλαδή έντομα και ζώα, ίσως η μετανάστευση είναι λίγο πιο εύκολη -στην αγγλική ορολογία το λέμε climate tracking, δηλαδή εντοπισμό του κατάλληλου κλίματος, που είναι ουσιαστικό για τη διαβίωσή τους. Αυτό το φαινόμενο είναι πιο έντονο στις θαλάσσια οικοσυστήματα όπου τα είδη που ζουν εκεί, π.χ. ψάρια, μπορούν να κινηθούν πιο ελεύθερα χωρίς τους χερσαίους περιορισμούς.
Αλλά όπως είπαμε, η μετακίνηση των ειδών δεν είναι πάντα εύκολη, ιδιαίτερα για τα χερσαία είδη. Πρώτον γιατί τα κατάλληλα ενδιαιτήματα μπορεί να είναι ήδη κατειλημμένα από άλλα είδη, τα οποία μπορεί να είναι πιο ανταγωνιστικά. Δεύτερον, επειδή ο άνθρωπος έχει κατακερματίσει σε τέτοιο βαθμό το φυσικό περιβάλλον και δεν αφήνουμε διαδρόμους πια για αυτή τη μετακίνηση.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμοι διάδρομοι που θα επέτρεπαν στα φυτά και τα ζώα τα οποία απειλούνται από την κλιματική αλλαγή να μετακινηθούν. Η ανθρώπινη παρέμβαση (υποδομές, δρόμοι, πόλεις κλπ.) έχουν μπλοκάρει αυτήν τη μετακίνηση στερώντας την δυνατότητα διαφυγής από ακατάλληλο κλίμα», καταλήγει ο ερευνητής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση ειδών που πλέον είναι μία καθημερινή πραγματικότητα.
«Πολλά είδη, ειδικά σε περιοχές πλούσιες σε βιοποικιλότητα όπως τα δάση του Αμαζονίου, χάνονται πριν καν καταγραφούν ή μελετηθούν και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στις τροπικές περιοχές, αλλά επεκτείνεται σε παράκτια και ορεινά οικοσυστήματα παγκοσμίως».
Είδη που εξαφανίστηκαν την τελευταία 25ετία
Σύμφωνα με την Κόκκινη Λίστα της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN), περισσότερα από 47.000 είδη κινδυνεύουν σήμερα με εξαφάνιση, αριθμός που αντιστοιχεί στο 28% του συνόλου των ειδών που έχουν αξιολογηθεί.
Αναλυτικά, πρόκειται για το 48% των αμφιβίων, το 27% των θηλαστικών, το 34% των κωνοφόρων, το 12% των πουλιών, το 37% των καρχαριών και σαλαχιών, το 44% των κοραλλιογενών υφάλων, το 28% των επιλεγμένων οστρακοειδών, το 21% των ερπετών και το 71% των τροπικών φυτών.
Ο μεγάλος αριθμός ειδών που απειλούνται αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να δράσουμε για τη διατήρηση και προστασία των ήδη κινδυνευόντων ζώων, αλλά και, όπου είναι εφικτό, για την αναγέννηση των πληθυσμών τους.
Είναι εύκολο να σκεφτούμε την εξαφάνιση ζωικών και φυτικών ειδών ως κάτι που συνέβαινε μόνο στο μακρινό παρελθόν, με τα μαμούθ και τους δεινόσαυρους να έρχονται πρώτα στο νου. Ωστόσο, η εξαφάνιση είναι μια συνεχής απειλή με την οποία έρχονται αντιμέτωπα καθημερινά πολλά είδη: Επιστήμονες προειδοποιούν ότι τα τελευταία χρόνια ζούμε την έκτη μαζική εξαφάνιση στην ιστορία του πλανήτη μας.
Η κατάσταση μάλιστα αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω με την επιδείνωση της κλιματικής αλλαγής.
Ας ρίξουμε μια ματιά στα ζώα που εξαφανίστηκαν πρόσφατα, πολλά από τα οποία ίσως να μην έχετε καν ακούσει:
Spix’s Macaw (Cyanopsitta spixii)
Το θρυλικό μπλε παπαγαλάκι από τη Βραζιλία, γνωστό από την ταινία Rio, εξαφανίστηκε από τη φύση το 2000 λόγω απώλειας ενδιαιτήματος και παράνομης αιχμαλωσίας. Επιβιώνει μόνο σε προγράμματα αιχμαλωσίας.
Pinta Island Tortoise (Chelonoidis abingdonii)
Το είδος στο οποίο ανήκε ο διάσημος “Μοναχικός Τζορτζ” από τα Γκαλαπάγκος. Ο Τζορτζ πέθανε το 2012, και μαζί του χάθηκε ένα μοναδικό είδος.
Baiji (Lipotes vexillifer)
Το “δελφίνι του Γιανγκτσέ” από την Κίνα, ένα γλυκού νερού δελφίνι, ανακηρύχθηκε λειτουργικά εξαφανισμένο το 2006 λόγω ρύπανσης και έντονης ναυσιπλοΐας στον ποταμό.
Western Black Rhinoceros (Diceros bicornis longipes)
Μια υποείδος του μαύρου ρινόκερου της Αφρικής, εξαφανίστηκε επίσημα το 2011 λόγω εντατικής λαθροθηρίας.
Formosan Clouded Leopard (Neofelis nebulosa brachyura)
Το αιλουροειδές αυτό εξαφανίστηκε από την Ταϊβάν – με την τελευταία του εμφάνιση να χρονολογείται από τα τέλη του 20ού αιώνα. Το 2013 θεωρήθηκε επισήμως εξαφανισμένο.
Christmas Island Pipistrelle (Pipistrellus murrayi)
Μία νυχτερίδα που ζούσε μόνο στο νησί των Χριστουγέννων, εξαφανίστηκε το 2009 λόγω εισβολής ξενικών ειδών και ασθενειών.
Scioto Madtom (Noturus trautmani)
Ένα μικρό είδος ψαριού στις ΗΠΑ, εξαφανίστηκε από τα ποτάμια του Οχάιο. Δεν έχει εντοπιστεί από το 1957 και θεωρήθηκε επισήμως εξαφανισμένο το 2013.
Saint Helena Olive (Nesiota elliptica)
Ένα μοναδικό είδος φυτού από το νησί της Αγίας Ελένης. Το τελευταίο γνωστό δέντρο πέθανε το 2003.
Bulmer’s Fruit Bat (Aproteles bulmerae)
Μεγάλη νυχτερίδα από την Παπούα Νέα Γουινέα, που θεωρήθηκε εξαφανισμένη το 1992 – αν και έγιναν σποραδικές εμφανίσεις στη συνέχεια. Πλέον ο πληθυσμός της θεωρείται εξαιρετικά απειλούμενος και πιθανότατα λειτουργικά εξαφανισμένος.
Zanzibar Leopard (Panthera pardus adersi)
Υποείδος λεοπάρδαλης που ζούσε στο νησί Ζανζιβάρη της Τανζανίας. Εξαφανίστηκε κυρίως λόγω της σύγκρουσης με τον άνθρωπο και της πεποίθησης ότι είχε «μαγικές ιδιότητες». Δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες παρατηρήσεις από τη δεκαετία του ’90.