Βιώσιμη γεωργία: Πόσο εφικτή είναι στην Ελλάδα
Διαβάζεται σε 4'
Η ελληνική αγορά μεγάλων καλλιεργειών βρίσκεται σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο, όπου η ανάγκη για ένα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και ανθεκτικό παραγωγικό μοντέλο καθίσταται στρατηγική προτεραιότητα
- 15 Δεκεμβρίου 2025 07:28
Το τρέχον περιβάλλον διαμορφώνεται από υψηλό κόστος εισροών, ασταθείς διεθνείς αγορές, γεωπολιτικούς κινδύνους και αυξανόμενες κλιματικές πιέσεις, γεγονός που απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις και επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας αξίας.
Η αστάθεια στις τιμές λιπασμάτων και ενέργειας, σε συνδυασμό με νέους μηχανισμούς, όπως ο CBAM, αυξάνει το κόστος παραγωγής στην Ευρώπη και περιορίζει τη δυνατότητα στρατηγικού προγραμματισμού. Επιπλέον, οι εισαγωγές προϊόντων που δεν τηρούν ευρωπαϊκά περιβαλλοντικά ή ποιοτικά πρότυπα εντείνουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Η αναδιάρθρωση της διεθνούς αγοράς μετά τη μείωση εξάρτησης από ρωσικές πρώτες ύλες προσθέτει νέες αβεβαιότητες στο κόστος παραγωγής. Σε αυτό το περιβάλλον, οι επιχειρήσεις χρειάζονται προβλεψιμότητα για να σχεδιάσουν επενδύσεις και πολιτικές τιμολόγησης.
Η τεχνολογία αποτελεί καταλύτη για τη μείωση κόστους και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας. Λύσεις γεωργίας ακριβείας, βέλτιστη διαχείριση εισροών, αισθητήρες καλλιεργειών και σύγχρονα αρδευτικά συστήματα μπορούν να βελτιώσουν ουσιαστικά την αποδοτικότητα.
Σε αυτή τη διάσταση, η βιώσιμη καλλιέργεια στην Ελλάδα αποκτά καθοριστικό ρόλο. Η αυξημένη ζήτηση για προϊόντα χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος, οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις για μείωση χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων, καθώς και οι πρακτικές αναγεννητικής γεωργίας δημιουργούν νέες ευκαιρίες διαφοροποίησης. Ήδη αρκετές ελληνικές εκμεταλλεύσεις εφαρμόζουν συστήματα ορθολογικής λίπανσης, καλλιέργεια με μείωση κατεργασίας εδάφους, αμειψισπορά και βελτιωμένες μεθόδους άρδευσης που μειώνουν την κατανάλωση νερού έως και 30%.
Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί μόνο περιβαλλοντική ανάγκη, αλλά και οικονομική: η λειψυδρία, η θερμική καταπόνηση και οι ακραίες καιρικές μεταβολές καθιστούν την υιοθέτηση ανθεκτικών ποικιλιών και βιώσιμων πρακτικών προϋπόθεση επιβίωσης για τις μεγάλες καλλιέργειες.
Η διατήρηση της υπεραξίας στη χώρα αποτελεί βασική αναπτυξιακή προτεραιότητα. Η μεταποίηση βαμβακιού, σιτηρών και άλλων στρατηγικών καλλιεργειών είναι το σημείο όπου μπορεί να παραχθεί μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή παραγωγή πιέζεται από αγορές με χαμηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα και κρατικές επιδοτήσεις, ενώ η είσοδος μεγάλου όγκου φθηνών εισαγωγών μειώνει τα περιθώρια κερδοφορίας. Η ανάπτυξη ολοκληρωμένων δικτύων παραγωγής–μεταποίησης–εμπορίας αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές.
Το κόστος παραγωγής σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει την τελική τιμή πώλησης, ενώ τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις ανάγκες της βιώσιμης παραγωγής. Η υστέρηση σε υποδομές – κυρίως στην άρδευση – υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιματικής μεταβλητότητας. Απαιτούνται πολιτικές που ενισχύουν πραγματικά την παραγωγική βάση: επενδύσεις σε υποδομές νερού, κίνητρα για βιώσιμες πρακτικές, υποστήριξη τεχνολογικής μετάβασης και σταθεροί κανόνες εμπορίου.
Παρά το αυξημένο κόστος και τις πολλαπλές προκλήσεις, ο κλάδος διαθέτει σημαντικά περιθώρια ανάκαμψης και αναβάθμισης. Η αξιοποίηση βιώσιμων πρακτικών, η επένδυση στην τεχνολογία και η ενίσχυση της μεταποίησης αποτελούν τις βασικές διαδρομές που θα καθορίσουν τη μελλοντική ανθεκτικότητα της ελληνικής γεωργίας. Η επόμενη φάση απαιτεί συντονισμένες πολιτικές και στρατηγική ωριμότητα, ώστε οι μεγάλες καλλιέργειες να συνεχίσουν να αποτελούν βασικό πυλώνα της παραγωγικής ταυτότητας και της αγροτικής οικονομίας της χώρας.