Η φαρμακευτική καινοτομία ως μοχλός προόδου και δικαιοσύνης στην Υγεία
Διαβάζεται σε 7'
Η φαρμακευτική καινοτομία αποτελεί καταλύτη για την πρόοδο και την κοινωνική δικαιοσύνη στον τομέα της Υγείας. Ωστόσο, η πραγματικότητα της πρόσβασης στις καινοτόμες θεραπείες παραμένει περιορισμένη και συχνά καθυστερημένη, με σοβαρές συνέπειες για τους ασθενείς.
- 28 Νοεμβρίου 2025 06:29
Της Λαμπρίνας Μπαρμπετάκης*
Ζούμε σε μια εποχή όπου η ιατρική επιστήμη εξελίσσεται με ρυθμούς που μέχρι χθες θα θεωρούνταν αδιανόητοι. Γονιδιακές παρεμβάσεις, κυτταρικές θεραπείες, βιοδείκτες που αποκαλύπτουν τον ατομικό βιολογικό κώδικα κάθε ασθενούς, εξατομικευμένες προσεγγίσεις που προσαρμόζονται στο γενετικό και κλινικό προφίλ του καθενός: όλα αυτά δεν είναι πλέον υποσχέσεις, είναι η καθημερινότητα των σύγχρονων συστημάτων Υγείας. Η τεχνητή νοημοσύνη επιταχύνει την έρευνα, βελτιώνει τη διάγνωση και αναδεικνύει νέες θεραπευτικές δυνατότητες.
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία: να αξιοποιήσει την παγκόσμια πρόοδο, να ενισχύσει τη δική της ερευνητική θέση και —κυρίως— να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς της δεν θα μένουν πίσω.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως στην ελληνική συζήτηση συχνά υποτιμάται το ζήτημα της πρόσβασης ή παρουσιάζεται μια εικόνα υπερβολικής ομαλότητας, την ώρα που οι επίσημοι ευρωπαϊκοί δείκτες δείχνουν το αντίθετο.
Στην πράξη, μόνο ένα μέρος των νέων θεραπειών φτάνει στην Ελλάδα και με σημαντική καθυστέρηση σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της μελέτης Patients W.A.I.T. Indicator (EFPIA-IQVIA) 2024, από τα 173 νέα φάρμακα που πήραν έγκριση από τον ΕΜΑ το διάστημα 2020 – 2023, μόνο το 25% είναι πλήρως προσβάσιμα από τους Έλληνες ασθενείς, το 18% είναι διαθέσιμα με περιορισμούς, μέσω ΣΗΠ και ΙΦΕΤ, το 2% είναι διαθέσιμα μόνο ιδιωτικά, ενώ το 55% δεν είναι καθόλου διαθέσιμα.
Για τους ασθενείς, αυτά δεν είναι νούμερα — είναι χαμένος χρόνος ζωής.
Σε αυτή τη συζήτηση προστίθεται και το συχνό επιχείρημα ότι η Ελλάδα «δεν διαθέτει τους προϋπολογισμούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών ώστε να στηρίξει την καινοτομία». Πρόκειται για μια φράση που υπονοεί ότι η καινοτομία είναι πολυτέλεια.
Στην πραγματικότητα, κάθε πολίτης επενδύει στο σύστημα Υγείας μέσω των εισφορών και της φορολογίας του με την προσδοκία να έχει πρόσβαση στην κατάλληλη θεραπεία όταν τη χρειαστεί. Αν η κυβέρνηση πιστεύει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι για να χρηματοδοτηθεί η σύγχρονη θεραπευτική φροντίδα, τότε οφείλει να το πει καθαρά και στους πολίτες που χρηματοδοτούν το σύστημα.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για σύστημα Υγείας ευρωπαϊκών προδιαγραφών, όταν το χρηματοδοτούμε με μοντέλο που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ούτε της σημερινής εποχής ούτε των σημερινών ασθενών.
Την ίδια στιγμή, η στασιμότητα της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και η υπέρμετρη επιβάρυνση μέσω του clawback διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά δυσλειτουργικό περιβάλλον.
Όταν η είσοδος νέων θεραπειών τιμωρείται πρακτικά με επιπλέον υποχρεωτικές επιστροφές που αγγίζουν το 75%, την ώρα που η τιμή εκκίνησης έχει ήδη καθοριστεί στο μέσο όρο των δύο χαμηλότερων τιμών της Ευρώπης, η πρόσβαση δεν ενισχύεται αλλά εμποδίζεται.
Με άλλα λόγια, όταν οι φαρμακευτικές εταιρίες καλύπτουν το κόστος στα 8 από τα 10 καινοτόμα φάρμακα, δεν μπορεί να συνεχίζεται το αφήγημα ότι «το κράτος χρηματοδοτεί την καινοτομία», καθώς στην πράξη ο κύριος χρηματοδότης είναι οι εταιρίες και αυτό δεν είναι βιώσιμο.
Περιορίζεται η επένδυση, αποθαρρύνεται η καινοτομία και οι ασθενείς μένουν χωρίς επιλογές που στην υπόλοιπη Ευρώπη θεωρούνται δεδομένες. Η βιωσιμότητα ενός σύγχρονου συστήματος Υγείας δεν εξασφαλίζεται με μηχανισμούς ανάγκης, αλλά με σταθερότητα, προβλεψιμότητα και επαρκή χρηματοδότηση.
Αυτή η έλλειψη σταθερού πλαισίου αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στο πεδίο των κλινικών μελετών. Τις τελευταίες εβδομάδες η συζήτηση επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στα γραφεία μελετών και στο αν η νέα ΚΥΑ μπορεί να μειώσει τα διαδικαστικά εμπόδια. Αναμφίβολα, χρειάζονται ταχύτερες εγκρίσεις και λειτουργική οργάνωση.
Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η διαδικασία — είναι η απουσία ενός οικονομικά σταθερού και προβλέψιμου περιβάλλοντος. Χωρίς σαφές πλαίσιο χρηματοδότησης, χωρίς εγγύηση αποζημίωσης και χωρίς πραγματική προβλεψιμότητα, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποπροτεραιοποιείται από τους διεθνείς χορηγούς. Επιπλέον, καμία εταιρεία δεν θεωρεί ηθικό να ξεκινά κλινικές μελέτες σε μια χώρα αν δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι η θεραπεία θα φτάσει τελικά στους ασθενείς της.
Και το παράδοξο είναι ότι, ως χώρα, θα μπορούσαμε να απορροφάμε όχι 100 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από διεθνή κονδύλια κλινικής έρευνας, αλλά έως και 500 εκατομμύρια. Το επιστημονικό δυναμικό υπάρχει και είναι ισχυρό. Αυτό που δεν υπάρχει είναι τα κίνητρα — κι αντί για κίνητρα συχνά προσφέρονται αντικίνητρα.
Παράλληλα, την ώρα που γίνεται εκτενής συζήτηση για νέο HTA, νέες επιτροπές και νέες διαδικασίες, το βασικό ζήτημα παραμένει ανέγγιχτο: το τρέχον πλαίσιο δεν αναγνωρίζει την αποζημίωση βάσει αξίας. Πώς μπορεί ένα σύστημα να θεωρείται σύγχρονο, να στηρίζει δηλαδή ουσιαστικά το value-based medicine και να αξιολογεί τις θεραπείες με βάση την πραγματική κλινική τους αξία και το όφελος που προσφέρουν στους ασθενείς, όταν το σημείο αφετηρίας κάθε διαπραγμάτευσης προδιαγράφεται από το τελευταίο σημείωμα clawback; Με λανθασμένο σημείο εκκίνησης, καμία επιτροπή, όσο καλοπροαίρετη και αν είναι, δεν θα μπορέσει να παράξει δίκαιες και έγκαιρες αποφάσεις που θα αναγνωρίζουν την διαφορετική αξία της κάθε νέας θεραπείας.
Κι ενώ όλα αυτά συμβαίνουν, η χώρα έχει κάνει ουσιαστικά βήματα στον ψηφιακό μετασχηματισμό της Υγείας: άυλη συνταγογράφηση, ηλεκτρονικός φάκελος, ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης της δαπάνης. Αυτές οι υποδομές δημιουργούν τη βάση για ένα σύστημα που μπορεί επιτέλους να χρησιμοποιήσει πραγματικά δεδομένα υγείας ώστε να λαμβάνει αποφάσεις δίκαιες, τεκμηριωμένες και αποτελεσματικές. Όσο περισσότερο στηρίζονται οι αποφάσεις σε πραγματικά αποτελέσματα και όχι σε μέσους όρους, τόσο πιο δίκαιο γίνεται το σύστημα πρόσβασης.
Και σε αυτό το σημείο, είναι αναγκαίο να ειπωθεί ξεκάθαρα: σαν Pharma Innovation Forum, εδώ και δύο χρόνια καταθέτουμε προτάσεις, αναλύουμε δεδομένα, τεκμηριώνουμε πρακτικές λύσεις. Ας μην «κανονικοποιήσουμε» λοιπόν clawback της τάξεως του 68% & 75% στα διαφορετικά κανάλια (ΕΟΠΥΥ & νοσοκομεία).
Αυτά τα επίπεδα δεν παραπέμπουν σε χώρα φιλική προς την καινοτομία, παραπέμπουν σε περιβάλλον που την αποθαρρύνει. Και σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι τουλάχιστον οξύμωρο να μιλάμε για επενδύσεις.
Δεν υπάρχει πλέον χώρος για ακαδημαϊκού τύπου συζητήσεις σχετικά με το τι είναι πραγματική καινοτομία, το γνωρίζουμε όλοι και τα δεδομένα που παρουσιάζονται το αποδεικνύουν ξεκάθαρα. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η Ελλάδα επιθυμεί να συμμετέχει ενεργά στη διεθνή πρόοδο ή αν θα περιοριστεί στον ρόλο του παρατηρητή.
Σε μια Ευρώπη που ήδη χάνει έδαφος στον τομέα της καινοτομίας, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να γίνει ουραγός. Έχει, όμως, κάθε δυνατότητα να γίνει πρωταγωνιστής, αρκεί να πάρει τις σωστές αποφάσεις. Οι θεραπείες του μέλλοντος είναι ήδη εδώ το ζήτημα είναι αν θα φτάσουν εγκαίρως στους ανθρώπους που τις χρειάζονται. Και αυτό είναι ένα στοίχημα που οφείλουμε να κερδίσουμε.
*Η Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη είναι πρόεδρος του Pharma Innovation Forum (PIF), A’ αντιπρόεδρος του Ελληνο- Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, πρόεδρος της Επιτροπής Φαρμακευτικών Εταιριών του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της AbbVie Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας.