Γιατί το πόρισμα του ΕΜΠ για τα Τέμπη δεν κατέληξε σε ασφαλή συμπεράσματα
Διαβάζεται σε 8'
Το πόρισμα του ΕΜΠ για την πυρόσφαιρα στα Τέμπη, οι βεβαιότητες και τα ερωτηματικά που υπογραμμίζει ο καθηγητής που το συνέταξε.
- 14 Μαΐου 2025 17:02
Το πόρισμα του Δημήτρη Καρώνη ήταν από τα πλέον αναμενόμενα στην υπόθεση των Τεμπών και μετά από έρευνα 15 μηνών του καθηγητή του εργαστηρίου Τεχνολογίας Καυσίμων και Λιπαντικών της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, παραδόθηκε χθες στη Δικαιοσύνη.
Ο καθηγητής ωστόσο, στο πόρισμά του, αντιμετώπισε τα ίδια προβλήματα που είχαν αντιμετωπίσει και οι προηγούμενες έρευνες. Η πρωτοφανής διαχείριση ενός τόσο σοβαρού συμβάντος από τους κρατικούς μηχανισμούς και η εξαφάνιση των στοιχείων έκαναν αδύνατη την διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας που να μπορεί να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Γι’ αυτό και το πόρισμα Καρώνη, καταλήγει σε συμπεράσματα με φράσεις όπως «είναι πιθανό», ενώ αφού αποκλείει τα έλαια σιλικόνης να προκάλεσαν την πυρόσφαιρα, λέει πως μπορεί, παράγωγά τους, να συμμετείχαν στην πυρόσφαιρα, αφότου εκείνη είχε δημιουργηθεί. Υπενθυμιζεται πως το ίδιο πρόβλημα είχε αντιμετωπίσει και το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΜ στην ενότητα που αφορούσε την έκρηξη.
Στην έκτασης 123 σελίδων έρευνά του, ο κ. Καρώνης έχει εξετάσει μια σειρά διαθέσιμων στοιχείων, σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφία και τα χαρακτηριστικά μιας σειράς υλικών που υποθέτει -όπως ο ίδιος ο καθηγητής αναφέρει- ότι περιελάμβαναν οι αμαξοστοιχίες, προκειμένου να καταλήξει σε συμπεράσματα για το τι προκάλεσε την πυρόσφαιρα κατά τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη.
Υλικά βαγονιών και παράνομο φορτίο
Στο πόρισμά του, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής προσπαθεί να απαντήσει αν δικαιολογούνται τα ευρήματα του Γενικού Χημείου του Κράτους, τα οποία ο κ. Καρώνης αναφέρει στην ενότητα του πορίσματος που έχει αφιερώσει στους μονοαρωματικούς υδρογονάνθρακες. (σελ. 108) «Σε δείγματα μετρήθηκαν συγκεντρώσεις ξυλολίου υψηλότερες σε σχέση με άλλα δείγματα, αλλά πάντα σε συγκεντρώσεις της τάξης των mg/kg».
Ένα από τα πλέον ουσιώδη σημεία της τραγωδίας είναι το υλικό κατασκευής των βαγονιών. Ξεκινάει λοιπόν την απάντησή του, διευκρινίζοντας: «Δεν υπάρχει καταγραφή των υλικών κατασκευής των ηλεκτραμαξών, των επιβαταμαξών και των φορταμαξών των συρμών, επομένως θα γίνει μια κατ’ εκτίμηση απάντηση με βάση τα βασικά υλικά που λογικά υπάρχουν σε τέτοιου είδους κατασκευές». Κατόπιν αυτού, ο καθηγητής αναφέρει πως υλικό κατασκευής λογικά είναι ο χάλυβας, ο οποίος φέρει εξωτερική επίστρωση με χρώμα. «Τα χρώματα αποτελούνται από ρητίνες, χρωστικές και διαλύτες, με τους διαλύτες να εξατμίζονται και να απομακρύνονται κατά την εφαρμογή του χρώματος», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Επίσης αναφέρει ότι υπήρχαν στα βαγόνια καλωδιώσεις, διακόπτες και πλακέτες, που περιέχουν πολυμερή υλικά, όπως και καθίσματα, παράθυρα και επιστρώσεις από τα ίδια υλικά. Πολλά από αυτά τα είδη και αντικείμενα, συμμετείχαν στην πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μετά τη σύγκρουση.
«Κατά την καύση πολυμερών εκπέμπονται διάφορες ενώσεις της κατηγορίας των πτητικών οργανικών ενώσεων, όπως μονοαρωματικοί υδρογονάνθρακες, πτητικές αλδεύδες, κετόνες, όπως επίσης και πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες. Αντίστοιχες κατηγορίες ενώσεων έχουν αναλυθεί στο ΓΧΚ, οπότε είναι πιθανό κάποιες από τις παρατηρηθείσες ενώσεις να οφείλονται στην καύση αυτών των υλικών». Το συμπέρασμά του, δηλαδή, βασίζεται όπως διευκρινίζει, σε εκτιμήσεις με βάσει τα συνήθη υλικά που έχουν τέτοιες κατασκευές.
Από την άλλη πλευρά προσπαθεί να δώσει απαντήσεις και για το κατά πόσο το σενάριο του σχηματισμού της πυρόσφαιρας από κάποιο παράνομο φορτίο, είναι εφικτό. Ο καθηγητής, ανατρέχει στην βιβλιογραφία, με βάση την οποία απαντά πως αυτό είναι εφικτό στις εξής συνθήκες: «Με μέγεθος πύρινης σφαίρας της τάξης των 80-85 μέτρων σε διάμετρο η μάζα του καυσίμου θα έπρεπε να είναι από 2.3 ως 3.1 τόνοι». Στη συνέχεια επικαλούμενος την Μετεωρολογική Υπηρεσία περιγράφει πως η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ ήταν μεταξύ 10 και 11 βαθμών Κελσίου και «επομένως το σημείο ανάφλεξης της ουσίας θα πρέπει να είναι κάτω από 10 βαθμούς Κελσίου». Και καταλήγει στο συμπέρασμα, πως αφού τα βίντεο που παρέδωσε η εταιρεία INTERSTAR και επιβεβαίωσε την γνησιότητά τους το Εγκληματολογικό της Αστυνομίας, δεν έχουν καταγραφή υλικού με αυτά τα χαρακτηριστικά και αφού στις 3 ανοιχτές φορτάμαξες του εμπορικού τρένου δεν έφεραν επάνω τους κάτι άλλο πέραν από λαμαρίνες, «δε φαίνεται να υπήρχε στην εμπορική αμαξοστοιχία φορτίο με πτητικό υλικό από το οποίο θα μπορούσε να σχηματιστεί νέφος εύφλεκτων ατμών που θα οδηγούσε σε σχηματισμό πύρινης σφαίρας».
Αποκλείει το εκνέφωμα που είχε εμφανιστεί ως επικρατούσα θεωρία
Το πόρισμα στη συνέχεια αποκλείει το σενάριο δημιουργίας της φωτιάς από το φαινόμενο του εκνεφώματος των ελαίων σιλικόνης, θεωρία στην οποία είχαν καταλήξει οι διορισμένοι πραγματογνώμονες και είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση. «Δυστυχώς στην περίπτωση του τραγικού δυστυχήματος της 28-02-2023 οι πραγματικές συνθήκες που επικράτησαν τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά τη μοιραία σύγκρουση είναι άγνωστες και μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν με βάση την καταγραφή από τις κάμερες παρακολούθησης κυκλοφορίας» τονίζει ο κ. Καρώνης και συνεχίζει: «Η αβεβαιότητα στην εκτίμηση αν θα μπορούσαν να σχηματιστούν σταγονίδια κατά την έξοδο του ελαίου σιλικόνης τα πρώτα κρίσιμα δευτερόλεπτα μετά την πρόσκρουση των συρμών είναι πολύ μεγάλη. Η χαμηλή πίεση, το υψηλό ιξώδες και το μεγάλο άνοιγμα που είναι ορατό μετά το τέλος του όλου συμβάντος δεν είναι συνθήκες που ευνοούν τον σχηματισμό σταγονιδίων. Η υψηλή ταχύτητα του ελαίου και της εκτιμώμενης σταδιακής ρήξης του τοιχώματος του μετασχηματιστή είναι συνθήκες που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ευνοϊκές για τον σχηματισμό σταγονιδίων αλλά δεν είναι εφικτό να γίνει σχετικός υπολογισμός», καταλήγει.
Το ηλεκτρικό τόξο και τα έλαια σιλικόνης
Ως αιτία της πυρόσφαιρας, το πόρισμα αποκλείει την πρόκλησή της από τα έλαια σιλικόνης και σημειώνει ως πιθανότερο – και πάλι όχι με βεβαιότητα- αίτιο, το ηλεκτρικό τόξο που σχηματίστηκε μετά τη σύγκρουση, βασιζόμενος στη βιβλιογραφία.
Τα έλαια σιλικόνης, σημειώνει ο καθηγητής, είναι υγρά με πολύ υψηλό σημείο ανάφλεξης (άνω των 300 βαθμών C) τα οποία σε φυσιολογικές συνθήκες αναφλέγονται δύσκολα και σε συνθήκες καύσης, σε συνθήκες ακινησίας χαρακτηρίζονται έως και αυτοσβενόμενα. «Με βάση τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, το έλαιο σιλικόνης M50 EL σε φυσιολογικές συνθήκες δεν μπορεί να σχηματίσει πύρινη σφαίρα» καταλήγει.
«Ο σχηματισμός πύρινης σφαίρας υπό συνθήκες ηλεκτρικού τόξου υψηλής έντασης είναι εφικτός» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Αυτό σημαίνει πως και στην περίπτωση του υπό διερεύνηση τραγικού δυστυχήματος είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, αφού έχουν καταγραφεί αναλαμπές που αποδίδονται σε ηλεκτρικό τόξο». Οι αναλαμπές που αναφέρει, βασίζονται στα όσα εντόπισε το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΜ, κάτι που διευκρινίζει με σαφήνεια: «Όπως αναφέρεται στο πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΜ που έχει διερευνήσει διεξοδικά το τραγικό συμβάν, καταγράφηκαν στα βίντεο 3 έντονες αναλαμπές που χαρακτηρίζονται ως ηλεκτρικό τόξο», γράφει.
Στη συνέχεια, επιστρέφει στη βιβλιογραφία για να περιγράψει πως σύμφωνα με βιβλιογραφικές αναφορές, «η επίδραση του ηλεκτρικού τόξου οδηγεί στο σχηματισμό αερίων που περιλαμβάνουν κυρίως υδρογόνο καθώς και ακετυλένιο και μεθάνιο». Και συνεχίζει, εξετάζοντας τα δεδομένα από τη σύγκρουση στα Τέμπη, λέγοντας πως «Από την διάρρηξη των τοιχωμάτων του μετασχηματιστή της επιβατικής αμαξοστοιχίας, εξήλθε όχι μόνο έλαιο αλλά και τα αέρια που προέκυψαν από τη διάσπαση του ελαίου σιλικόνης. Το υδρογόνο και το ακετυλένιο έχουν ευρέα όρια αναφλεξιμότητας και υψηλή ταχύτητα φλόγας. Τα πολύ ευρέα όρια αναφλεξιμότητας των δύο αερίων σημαίνουν ότι είναι πολύ εύκολο να σχηματιστεί αναφλέξιμο μίγμα με τον αέρα. Το υλικό που συνέχισε να εξέρχεται από τα ανοίγματα του μετασχηματιστή ήταν κατά πάσα πιθανότητα αυτό που συνέβαλε στη συνέχιση της καύσης και τη μετάδοση της φωτιάς και σχημάτισε τους πίδακες φωτιάς που παρατηρήθηκαν στη συνέχεια».
Στην τελευταία, δε, ενότητα, του πορίσματος, με τίτλο «Είναι δυνατή η καύση του ελαίου σιλικόνης των μετασχηματιστών των συγκρουσθείσων αμαξοστοιχιών;» ξεκινάει να απαντάει διευκρινίζοντας «Η απάντηση στο ερώτημα αφορά τη δυνατότητα καύσης και δε σχετίζεται με την απάντηση που αφορά τον σχηματισμό της πύρινης σφαίρας». Στο τέλος αυτής της ενότητας, ο καθηγητής σημειώνει πως «Η θερμοκρασία των ελαίων πρέπει να ήταν στην περιοχή των 90 βαθμών Κελσίου και κατά συνέπεια πολύ χαμηλότερη του σημείου ανάφλεξης των ελαίων. Άρα, όσον αφορά την καύση, είναι λογικό να υποτεθεί ότι τα έλαια σιλικόνης συμμετείχαν στην πυρκαγιά μετά την ανάπτυξη της πύρινης σφαίρας».
Καταληκτικά, το πόρισμα -όπως και εκείνο του ΕΟΔΑΣΑΜ στην ενότητα που αφορούσε την πυρόσφαιρα, αλλά και μια σειρά άλλων πορισμάτων- δεν καταφέρνει να δώσει απάντηση στο τι συνέβη, αλλά να εκτιμήσει ποια είναι τα πιθανότερα σενάρια. Και ο λόγος, για έναν προσεκτικό αναγνώστη γίνεται σαφής επανειλημμένως και σε κάθε κεφάλαιο από τον ίδιο τον καθηγητή: Η έλλειψη επαρκών στοιχείων από το σημείο της τραγωδίας.