“Μα να, που μες στα σκοτεινά…”*

“Μα να, που μες στα σκοτεινά…”*

Οι άνθρωποι στα μαύρα που μοίραζαν φυλλάδια, ο "Μεγάλος Δικτάτωρ" και τα παιδιά που κατάλαβαν αμέσως. Συνεργάτης του NEWS 247 γράφει για το σκοτάδι που απλώνεται στην πόλη, με αφορμή πρόσφατο περιστατικό στη Σαρωνίδα

Το φετινό καλοκαίρι σαν να μπήκε απότομα, η ζέστη ήρθε όλη μεμιάς. Η πόλη παραδίνεται στη θερμότητα με οξυμένες τις αισθήσεις, και όχι με τη γλυκειά ραστώνη άλλων εποχών. Δροσίζει μόνο όταν πια ο ήλιος πέφτει.

Εκείνη την ώρα, την ενδιάμεση, τη μαγική, αρχίζουν οι προβολές στα θερινά σινεμά. Είναι Σάββατο, 8.45 μμ, στο Ζέφυρο παίζει τον Μεγάλο Δικτάτορα. Σέρνω μαζί δυο κουρασμένα αλλά ενθουσιώδη πιτσιρίκια, που λίγα ξέρουν για τον Σαρλώ, και ακόμη λιγότερα για τις δικτατορίες.

Στις πρώτες εικόνες που αχνοφαίνονται μέχρι να σκοτεινιάσει, παίζουν τρισευτυχισμένα με τα οικόσιτα γατάκια που περιφέρονται. Μετά από λίγο ησυχάζουν, κι αρχίζουν να ακολουθούν με το βλέμμα τους το βλέμμα του Τσάρλι Τσάπλιν, τις γκάφες και τον χορευτικό του βηματισμό. Ακούω την ψιθυριστή κουβέντα μεταξύ τους: μπερδεύονται λίγο με την ομοιότητα ανάμεσα στον δικτάτορα και τον Εβραίο κουρέα, αλλά είναι απολύτως σίγουρα για το ποιός είναι καλός και ποιός κακός.

Αναρωτιέμαι αν πρέπει να τους εξηγώ τις λεπτομέρειες για να καταλάβουν, ή αν είναι καλύτερα να τα αφήσω να μαγευτούν, κι ας καταλάβουν ότι θέλουν. Διαλέγω το δεύτερο.

Φεύγουμε συνεπαρμένοι, με το μυαλό στα σύννεφα (απόλυτα δηλαδή συντονισμένοι με το πνεύμα της ταινίας): όπως λέει και η πρωταγωνίστρια κοιτάζοντας στα μάτια τον μπαρμπέρη, I like absent-minded people…

Το επόμενο πρωί, μαζί με μυριάδες άλλους κατοίκους της πόλης, κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα. Ο ήλιος λάμπει, φως διάχυτο παντού. Στη Σαρωνίδα όμως, ξαφνικά σκοτεινιάζει. Γύρω από το κεντρικό φανάρι, άνθρωποι ντυμένοι στα μαύρα, νέοι αλλά και ηλικιωμένοι, άνδρες αλλά και γυναίκες.

Οι περισσότεροι στέκονται ακίνητοι και βλοσυροί, σαν να έχουν παγώσει. Παγώνω κι εγώ. Δυο απ´αυτούς πλησιάζουν αγέλαστοι, σοβαροί, για να μας δώσουν φυλλάδια. Ενστικτωδώς ανεβάζω το τζάμι. Δεν θέλω, δεν μπορώ να εξηγήσω στον ανήλικο συνεπιβάτη μου τα συνθήματα που αναγράφονται.

Και τότε βλέπω τον έναν να σηκώνει το κινητό του και να φωτογραφίζει. Τί; Τον διπλανό του; Τη θάλασσα; Η μήπως τον αριθμό του αυτοκινήτου; Εμάς;

Αυτοί οι άνθρωποι, αρχίζω να εξηγώ στο επτάχρονο παιδί μου… Ξέρω, κατάλαβα, με κόβει, είναι σαν αυτούς της χθεσινής ταινίας, αυτούς που έσπαγαν τα τζάμια και πετούσαν τα φρούτα στο δρόμο και χτυπούσαν τους ανθρώπους.

Μερικές φορές, οι εξηγήσεις δίνονται από μόνες τους, οι απαντήσεις σε προλαβαίνουν, οι κινήσεις λένε περισσότερα από τις λέξεις. Και μια φωτογραφία στο κινητό, για κάποιους αξίζει περισσότερο από χίλιες λέξεις.

(Αυτές τις λέξεις – και κυρίως τη μία που βαραίνει σαν σκιά – πως θα τις εξηγήσω στο παιδί μου;)

*Στίχος από το ποιήμα “Τσάρλι Τσάπλιν” του Γιώργου Κοτζιούλα (1947)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα