Μεταναστευτικό: Οι άνθρωποι πίσω από τα νούμερα
Διαβάζεται σε 9'
Η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας Στέλλα Νάνου και ο καθηγητής του ΑΠΘ Νίκος Παναγιώτου, αναλύουν τις αιτίες και τις προκλήσεις της αύξησης των μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη, καθώς και το προφίλ των προσφύγων και μεταναστών που φτάνουν στην χώρα μας.
- 15 Ιουλίου 2025 06:06
Οι μεταναστευτικές ροές στην Κρήτη από την Λιβυή δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίστηκε ξαφνικά την προηγούμενη εβδομάδα. Πρόκειται για μια θαλάσσια διαδρομή που ξεκίνησε να εμφανίζεται γύρω στα τέλη του 2023, την επόμενη χρονιά αυξήθηκαν σε περίπου 4.900, για να φτάσουμε το 2025 να έχουμε 8.200 αφίξεις έως τώρα.
Ωστόσο, όπως μας εξηγεί η Στέλλα Νάνου, υπεύθυνη Επικοινωνίας της Ύπατης Αρμοστείας, ενώ οι αριθμοί μέσω αυτής της θαλάσσιας διαδρομής έχουν πράγματι αυξηθεί, «δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να μιλάμε για “κρίση”, “ανεξέλεγκτες ροές”, “ασφυξία”, “τσουνάμι”, πόσο μάλλον για “εισβολή” – όροι που όλοι έχουμε δει και ακούσει το τελευταίο διάστημα να χρησιμοποιούνται για τις αφίξεις στην Κρήτη. Ας μην ξεχνάμε ότι το 2015 μόνο στη Λέσβο μπορεί να έφταναν 5.000-6.000 άτομα σε μία μόνο μέρα – τότε ναι μιλούσαμε σωστά για επείγουσα κατάσταση, σε συνδυασμό μάλιστα με τους περιορισμένους πόρους και τις ελλείψεις στα συστήματα υποδοχής και ασύλου που είχε τότε η Ελλάδα. Εξάλλου, γενικότερα οι αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη και την Ελλάδα έχουν μειωθεί το 2025, σε σύγκριση με το 2024».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο ΑΠΘ, Νίκος Σ. Παναγιώτου, επισημαίνει πως εύλογα προκύπτει και το ερώτημα: γιατί τώρα προς την Κρήτη; Και εξηγεί πως η Ιταλία –και ειδικότερα η Λαμπεντούζα– αποτελούσε την κύρια πύλη τα προηγούμενα χρόνια. «Η στροφή προς την Κρήτη, ενδεχομένως, αντανακλά τις πολιτικές ισορροπίες που έχουν διαμορφωθει στη Λιβύη. Πρόκειται για μια υπόθεση που χρήζει περαιτέρω διερεύνηση, καθώς η γεωστρατηγική σημασία της Κρήτης και η προσβασιμότητά της μετατρέπουν το νησί σε νέο κρίκο του μεταναστευτικού τόξου».
Πέρα όμως από τα στατιστικά στοιχεία, τα οποία ασφαλώς παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αποτύπωση των τάσεων και στην κατανόηση της έκτασης του φαινομένου, οφείλουμε να δούμε και τους ανθρώπους πίσω από τα νούμερα. Ποιοι είναι; Από πού έρχονται; Και κυρίως γιατί έρχονται;
Η κ. Νάνου αποσαφηνίζει ότι πρόκειται για ανθρώπους κυρίως από την Αίγυπτο, το Σουδάν, το Μπαγκλαντές και το Πακιστάν και σε μικρότερο βαθμό από Ερυθραία, Συρία, Σομαλία και Υεμένη. Πρόκειται κυρίως για άντρες και νεαρά αγόρια (πολλά από αυτά ασυνόδευτα ανήλικα) αλλά έχουν καταγραφεί και γυναίκες και οικογένειες με παιδιά.
«Πρόκειται, με άλλα λόγια, για αυτό που ονομάζουμε “μεικτές μετακινήσεις”, όπου πρόσφυγες και μετανάστες, με διαφορετικό καθεστώς, διαφορετικές ανάγκες και κίνητρα, ταξιδεύουν μέσω των ίδιων διαδρομών, αντιμετωπίζουν παρόμοιους κινδύνους και τις ίδιες απειλές.
Κοινός παρονομαστής για πολλούς από αυτούς είναι ένα σκληρό δίλημμα: να ρισκάρεις τη ζωή σου σε ένα επισφαλές, θαλάσσιο ταξίδι σχεδόν 180 ναυτικών μιλίων, ή να μείνεις πίσω και να αντιμετωπίσεις κάτι που – στα μάτια τους – μοιάζει ακόμη πιο επικίνδυνο; Επιβιβάζονται σε σκάφη που δεν είναι αξιόπλοα, με την ελπίδα μιας νέας αρχής. Όχι επειδή θέλουν. Επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή» συμπληρώνει η κ. Νάνου.
Τα βαθύτερα αίτια των μετακινήσεων
Τα μοτίβα των μετακινήσεων και των διαδρομών που ακολουθούν οι άνθρωποι, είτε σε αναζήτηση ασφάλειας είτε μιας καλύτερης ζωής, είναι δυναμικά, αλλάζουν συνεχώς και επηρεάζονται από ένα συνδυασμό παραγόντων. Αυτά αφορούν τα δίκτυα και τις διαδρομές των διακινητών, τις φήμες και τις πληροφορίες που διακινούνται μεταξύ των μεταναστών και των προσφύγων.
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα βαθύτερα αίτια αυτών των μετακινήσεων που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες που επικρατούν στις χώρες προέλευσης και διέλευσης.
«Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει πώς οι συνθήκες στις χώρες καταγωγής και φιλοξενίας επηρεάζουν τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές είναι πράγματι το Σουδάν. Σχεδόν το ένα τρίτο των ανθρώπων που φτάνουν στην Κρήτη από τη Λιβύη είναι από το Σουδάν. Εδώ και πάνω από δύο χρόνια, το Σουδάν σπαράσσεται από έναν πολύ σκληρό και βίαιο πόλεμο, με εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας, που έχουν οδηγήσει πάνω από 13 εκατομμύρια ανθρώπους να εκτοπιστούν εντός και εκτός της χώρας.
Χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά στοιβάζονται σε πρόχειρους καταυλισμούς στο Τσαντ και το Νότιο Σουδάν, χωρίς κατάλληλο κατάλυμα, πόσιμο νερό, υγειονομική περίθαλψη ή προστασία. Και παράλληλα αυτή η απελπιστική κατάσταση στο Σουδάν παραμένει σχεδόν “αόρατη” για τη διεθνή κοινότητα, όχι μόνο γιατί δεν έχουμε αρκετές ειδήσεις ή ρεπορτάζ για τι συμβαίνει εκεί, αλλά και γιατί ελάχιστες προσπάθειες έχουν καταβληθεί για να βρεθεί πολιτική λύση και να έρθει η ειρήνη στο Σουδάν ή να βοηθηθούν τα γειτονικά κράτη που φιλοξενούν τους περισσότερους Σουδανούς πρόσφυγες.
Και αυτό που οδηγεί; Όσοι Σουδανοί φιλοξενούνται σε γειτονικές χώρες (Τσαντ, Νότιο Σουδάν, Αίγυπτος, Λιβύη, Αιθιοπία, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, και πιο μακριά, στην Ουγκάντα), βιώνουν αυξανόμενη ανασφάλεια, λαμβάνουν ελάχιστη ανθρωπιστική βοήθεια ενώ οι ελπίδες για ειρήνη παραμένουν αντικειμενικά ελάχιστες. Έτσι, οδηγούνται σε περαιτέρω μετακινήσεις με πολλούς Σουδανούς να αναγκάζονται να τολμήσουν επικίνδυνα ταξίδια προς την Ευρώπη, αναζητώντας ασφάλεια και σταθερότητα. Όπως ανέφερα, οι αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στην Ευρώπη έχουν μειωθεί φέτος σε σχέση με πέρυσι. Όμως, ο αριθμός των Σουδανών έχει αυξηθεί, ακριβώς επειδή δεν αντιμετωπίζονται τα αίτια αλλά σε μεγάλο βαθμό ούτε και τα συμπτώματα αυτής της τεράστιας κρίσης εκτοπισμού» λέει η κ. Νάνου.
Η πίεση στην Κρήτη και η έλλειψη υποδομών
Η Κρήτη καλείται να διαχειριστεί μια κατάσταση χωρίς οργανωμένες δομές πρώτης υποδοχής. Η κ. Νάνου λέει πως «ως Ύπατη Αρμοστεία αναγνωρίζουμε τις πιέσεις που δημιουργούνται στην τοπική κοινωνία και τις τοπικές αρχές της Κρήτης, και σε μεγάλο βαθμό η πίεση ασκείται επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν οργανωμένες δομές υποδοχής, ώστε με τρόπο προβλέψιμο, συντονισμένο και αξιοπρεπή να ολοκληρώνονται οι πρώτες διαδικασίες ταυτοποίησης και μετά να κατευθύνονται οι άνθρωποι στις κατάλληλες διαδικασίες στην ενδοχώρα ανάλογα με το προφίλ τους.
Οι τοπικές αρχές, τοπικοί φορείς και εθελοντικές ομάδες προσπαθούν να διαχειριστούν την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούν αλλά σαφώς χρειάζονται στήριξη και σημαντική συνδρομή από την κεντρική πολιτεία. Όπως έχουμε πει πολλές φορές, καμία χώρα ή τοπική κοινότητα δεν πρέπει να αφήνεται μόνη της να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της διαχείρισης των αφίξεων. Και αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για την Ελλάδα που βρίσκεται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ».
Ο κ. Παναγιώτου θέτει την παράμετρο του τι κάνει η ΕΕ για το ζήτημα διευκρινίζοντας πως «οφείλει να κινηθεί πέρα από την επιδοματική ενίσχυση των κρατών-μελών πρώτης υποδοχής. Η πρόκληση δεν είναι μόνον ανθρωπιστική αλλά θεσμική: απαιτείται άμεση εφαρμογή υποχρεωτικού μηχανισμού ανακατανομής, ενίσχυση των ευρωπαϊκών δομών πρώτης γραμμής, και ενεργοποίηση μιας κοινής διπλωματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση των κρίσεων σε χώρες όπως το Σουδάν, η Λιβύη και η Ερυθραία. Χωρίς αυτή την πολιτική βούληση, το πρόβλημα θα επιστρέφει συνεχώς – απλώς σε διαφορετικές γεωγραφίες».
Και το πρόβλημα, εγκυμονεί κινδύνους, που ήδη διαφαίνονται στην τοπική κοινωνία της Κρήτης. Εάν δεν αντιμετωπιστούν οι αντικειμενικές πιέσεις σε επίπεδο διαχείρισης και διαθέσιμων πόρων, εάν δεν υπάρξει έγκαιρη ανταπόκριση και λύσεις, τότε δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια κλίματος πόλωσης και μισαλλοδοξίας, οξύνονται φοβικά ένστικτα, στοχοποιούνται ολόκληρες ομάδες ανθρώπων που αναζητούν ασφάλεια ή μια πιο αξιοπρεπή ζωή. «Και αυτό που πλήττεται εν τέλει είναι η ίδια η κοινωνική συνοχή» σημειώνει η κ. Νάνου.
Αντιδράσεις για το πάγωμα του ασύλου
Η κυβέρνηση αποφάσισε να “καταλαγιάσει” την αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών στην Κρήτη ανακοινώνοντας πως αναστέλλει την υποβολή αιτήσεων χορήγησης ασύλου από άτομα που εισέρχονται στη χώρα παράτυπα με οποιοδήποτε πλωτό μέσο που προέρχεται από τη Βόρεια Αφρική
Ο Σπύρος Απέργης δικηγόρος, ειδικός στο προσφυγικό δίκαιο, εξήγησε αναλυτικά στο NEWS24/7 γιατί η κυβερνητική τροπολογία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο.
Ο κ. Παναγιώτου λέει ναι μεν πως πρόκειται για μια έκτακτη παρέμβαση «υπό το βάρος της πίεσης» ωστόσο επισημαίνει πως «το δικαίωμα στο άσυλο δεν είναι μια ευκολία που αναστέλλεται, αλλά μια θεμελιώδης υποχρέωση που απορρέει από διεθνείς συνθήκες».
Η τροπολογία αυτή, σύμφωνα με νομικούς και διεθνείς οργανισμούς, παραβιάζει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και το δικαίωμα αναζήτησης ασύλου, το οποίο προστατεύεται από το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο.
«Ως Ύπατη Αρμοστεία, εκφράσαμε τη σοβαρή μας ανησυχία για τη συγκεκριμένη τροπολογία. Το δικαίωμα αναζήτησης ασύλου είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό δίκαιο και ισχύει για κάθε άτομο, ανεξάρτητα από τον τρόπο που φτάνει σε μια χώρα» επισημαίνει η κ. Νάνου και καταλήγει λέγοντας πως «ακόμη και σε περιόδους μεταναστευτικής πίεσης, τα κράτη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι που αναζητούν άσυλο έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου. Το να επιστρέφονται άνθρωποι σε μέρη όπου μπορεί να αντιμετωπίζουν απειλές για τη ζωή ή την ελευθερία τους θα παραβίαζε την πολύ σημαντική αρχή της μη επαναπροώθησης, από την οποία τα κράτη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν».