Σαρωτικές αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Όσα προβλέπονται
Διαβάζεται σε 5'
Τις διατάξεις του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η εφαρμογή των οποίων θα ξεκινήσει από 16 Σεπτεμβρίου 2025, παρουσίασαν ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Ιωάννης Μπούγας. Βασικός στόχος, να μειωθεί αισθητά ο χρόνος έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων.
- 25 Ιουνίου 2025 18:15
Στην αυστηροποίηση των προθεσμιών για σειρά ενεργειών στα πλαίσια της αστικής Δικαιοσύνης επιθυμεί να προχωρήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο παρουσίασε το νομοσχέδιο για τις νέες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Επί της ουσίας μειώνονται αισθητά οι χρόνοι τόσο για τους δικηγόρους όσο και για τους δικαστικούς λειτουργούς αναφορικά με διάφορες διαδικασίας στην πολιτική Δικαιοσύνη σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς με νέα γενική διάταξη προβλέπεται η αποκλειστικότητα και δεσμευτικότητα των προθεσμιών του νόμου.
Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης, οι αλλαγές αυτές έρχονται στο γενικότερο σχέδιο της Κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης, με στόχο “η Ελλάδα, από 1.492 ημέρες για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης σήμερα, να επιτύχει τον μέσο όρο των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το ένα έτος (περίπου 350 ημέρες) για την έκδοση οριστικής απόφασης και τα δύο έτη (περίπου 650 ημέρες) για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Για το λόγο αυτό, η αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αφορά όλη τα διαδικαστικά στάδια, από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου στον πρώτο βαθμό έως και την έκδοση τελεσίδικης (κι εν συνεχεία) αμετάκλητης απόφασης”.
Την ίδια ώρα, το υπουργείο ρυθμίζει το ζήτημα του υπερβολικού φόρτου υποθέσεων που επωμίζονται οι λειτουργοί της δικαιοσύνης με τη θέσπιση δεσμευτικών και αριθμητικών ορίων στη χρέωση υποθέσεων προς κάθε δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό.
Οι ρυθμίσεις αυτές προβλέπουν ότι η χρέωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο του κανονισμού σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20%, ενώ για την πολιτική δικαιοσύνη προβλέπεται ανώτατο όριο 150 υποθέσεων ετησίως στον πρώτο βαθμό και 70 στον δεύτερο. Ωστόσο, σε περιπτώσεις έκτακτης επιβάρυνσης δικαστικού σχηματισμού, τίθεται υποχρέωση άμεσης ενημέρωσης του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου για τη λήψη μέτρων ενίσχυσης.
Παράλληλα, προβλέπεται ότι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων ή την επεξεργασία δικογραφιών δεν θα θεωρούνται αδικαιολόγητες, όταν αυτές οφείλονται σε υπέρβαση του ανώτατου ορίου φόρτου, είτε με βάση τον νόμο είτε με βάση τον κανονισμό του εκάστοτε δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Η πρόβλεψη αυτή ενσωματώνεται τόσο στις διατάξεις για την προαγωγή δικαστικών λειτουργών, όσο και σε εκείνες για την πειθαρχική αντιμετώπιση της καθυστέρησης στην άσκηση καθηκόντων, εισάγοντας μια δίκαιη και ρεαλιστική προσέγγιση στις διαδικασίες αξιολόγησης και εσωτερικής λογοδοσίας.
Οι αλλαγές στις βαθμίδες δικαιοδοσίας
Ειδικότερα, ως προς τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας θεσπίζονται διατάξεις με σκοπό την εκτενή μεταρρύθμιση της τακτικής διαδικασίας. Με τις προθεσμίες που ισχύουν σήμερα, κατά το υπουργείο, στο Πρωτοδικείο Αθηνών η υπόθεση συζητείται μετά την πάροδο 3 ετών από την κατάθεση της αγωγής και η απόφαση εκδίδεται 6 έως 7 μήνες αργότερα.
Συνολικά, κατά μέσο όρο, στο Πρωτοδικείο Αθηνών απαιτούνται 3 έως 4 χρόνια για την έκδοση οριστικής απόφασης, γεγονός που δεν συνάδει με την αξίωση των πολιτών για γρήγορη και αποτελεσματική Δικαιοσύνη. Με τις νέες ρυθμίσεις θεσπίζεται η δέσμευση της έκδοσης οριστικής απόφασης σε απώτατο χρόνο ενός έτους από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ο προσδιορισμός δικασίμου άμεσα, με την κατάθεση της αγωγής, και σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 6 μηνών, ενώ η επίδοση της αγωγής προβλέπεται ότι θα γίνεται εντός 20 ημερών από την κατάθεση.
Συγχρόνως, θεσπίζεται ότι η έκδοση απόφασης για υπόθεση τακτικής διαδικασίας γίνεται εντός 6 μηνών από τη συζήτηση για υπόθεση εκουσίας δικαιοδοσίας εντός 4 μηνών και για υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων εντός 1 μήνα. Σε περίπτωση που ο δικαστής διαπιστώσει ότι κατ’ εξαίρεση δεν μπορεί να εκδώσει την απόφαση εντός αυτών των προθεσμιών, θεσπίζεται η υποχρέωσή του να ενημερώσει εγγράφως τον προϊστάμενο του δικαστηρίου για την καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης, καθώς και για τους σοβαρούς λόγους που τη δικαιολογούν.
Επίσης, αναδιατυπώνεται το άρθρο 237 ΚΠολΔ, με το οποίο προβλέπεται ο προέλεγχος της αγωγής από τον δικαστή και σε περίπτωση απαράδεκτου ή αοριστίας του δικογράφου, με διαταξη τάσσει στον διάδικο συγκεκριμένη προθεσμία, προκειμένου να τη διορθώσει ή να τη συμπληρώσει, εάν αυτό είναι δυνατό. Σε περίπτωση που η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τότε η διάταξη επικυρώνεται, η δίκη περατώνεται και η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο.
Ως προς το δεύτερο βαθμό, η προθεσμία της έφεσης μειώνεται στο ένα έτος, αντί δύο ετών που ισχύει σήμερα, με τελικό στόχο η τελεσίδικη απόφαση να εκδίδεται σε απώτατο χρόνο δύο ετών από την κατάθεση της αγωγής. Συγχρόνως, αυξάνεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων για την εκδίκαση εφέσεων στις 80.000€, ενώ θεσπίζεται και η απαγόρευση χορήγησης αναβολής στη δευτεροβάθμια δίκη.
Τέλος, στην ανώτατη βαθμίδα μεταξύ άλλων, θεσπίζεται ο περιορισμός των αριθμός των σελίδων του αναιρετηρίου και των λοιπών δικογράφων ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Ανακοπές και Διαθήκες
Αλλαγές προβλέπονται και για τη δημοσίευση των διαθηκών, η οποία μαζί με την κήρυξη της διαθήκης ως κυρίας θα γίνεται πλέον από τους συμβολαιογράφους.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα δημιουργηθεί ηλεκτρονική πλατφόρμα επαναπροσδιορισμού ανακοπών, με στόχο την εκκαθάριση των πινακίων των πρωτοδικείων, μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερομένους υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης των εκκρεμών ανακοπών και ταυτόχρονα την επίσπευση της συζήτησης και έκδοσης αποφάσεων επί των υποθέσεων αυτών. Μια ανακοπή που τυχόν δεν θα υποβληθεί εκ νέου στην πλατφόρμα, θα θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί καν και θα διαγράφεται από τα πινάκια. Με αυτόν τον τρόπο θα ελαφρυνθούν τα πινάκια που είναι γεμάτα κυρίως με ανακοπές μετά τον πλειστηριασμό, οι οποίες όμως πρακτικά εκδικάζονται πριν από αυτόν λόγω του επείγοντος, όπως αναφέρθηκε.