Τι κρύβεται πίσω από την ελληνική δυσανεξία στη μακεδονική γλώσσα
Διαβάζεται σε 7'
Το NEWS 24/7 επικοινώνησε με τον Δημήτρη Χριστόπουλο για να γίνει μία προσπάθεια να αποσαφηνιστεί γιατί υπάρχει αυτή η… δυσανεξία όσον αφορά τη μακεδονική γλώσσα.
- 29 Δεκεμβρίου 2025 11:16
Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή τη λογοκρισία που δέχτηκε η Banda Entopica από τον δήμαρχο Φλώρινας κατά τη διάρκεια εμφάνισής τους στην περιοχή στις 22/12 επειδή τραγούδησαν τραγούδια στα μακεδονικά, έχει ξεκινήσει μία μεγάλη συζήτηση περί ντόπιων, ιδιωμάτων, και σλαβικής γλώσσας ή διαλέκτου.
Το NEWS 24/7 επικοινώνησε με τον καθηγητή Πολιτειολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών Επιστημών, Δημήτρη Χριστόπουλο, για να γίνει μία προσπάθεια να αποσαφηνιστεί γιατί υπάρχει αυτή η… δυσανεξία όσον αφορά τη μακεδονική γλώσσα.
Όπως λέει ο κ. Χριστόπουλος, οι λέξεις έχουν βαρύ ιστορικό φορτίο και όταν αυτό το φορτίο είναι πόλεμος, αίμα, προσφυγιά και εθνοκάθαρση τότε οι λέξεις θέλουν να κρύβονται από όλους, ακόμα και από τους ανθρώπους που είναι οι ίδιοι οι φορείς αυτών των πολιτισμών.
Η μακεδονική γλώσσα απαγορεύτηκε στην Ελλάδα από τα χρόνια του Μεταξά και μετά τον Εμφύλιο ρητά έως και τη δεκαετία του ΄80. Είναι η μόνη μειονοτική γλώσσα που έχει πραγματικά απαγορευτεί. Όλες οι άλλες ήταν σε καθεστώς καταφρόνιας ή απαξίωσης αλλά δεν είχαν απαγορευτεί. Όπως γράφουν στο δοκίμιό τους με τίτλο “10+1 Ερωτήσεις & απαντήσεις για το Μακεδονικό” οι Κωστής Καρπόζηλος και Δημήτρης Χριστόπουλος, “η εξαφάνιση της γλώσσας θεωρήθηκε στην Ελλάδα πως ήταν ο κατεξοχήν τρόπος για την εξαφάνιση της εθνοτικής ετερότητας, του «μιάσματος», όπως την αποκαλούσαν ως την πρώιμη Μεταπολίτευση”.
“Μετά τη δεκαετία του ’80 υπάρχει ένας εκδημοκρατισμός: έχουμε την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, όχι όμως των Σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων (άρα ακόμα και η καθεαυτή πράξη του εκδημοκρατισμού που αφορά την αναγνώριση ότι και οι ηττημένοι του Εμφυλίου ήταν Έλληνες, αυτό δεν αφορούσε τους Σλαβομακεδόνες) και η γλώσσα δεν επανήλθε, μεν, αλλά άρχισε να ψιθυρίζεται λίγο πιο δυνατά από όσο πριν”.
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το 1943, στη Φλώρινα και στην Καστοριά, ιδρύθηκε μια μειονοτική αντιστασιακή οργάνωση, το ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Η οργάνωση αυτή συνδέθηκε με το ΕΑΜ και οι μαχητές της συνεργάστηκαν με τα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Στα χρόνια του Εμφυλίου οι μαχητές του ΝΟΦ (διάδοχου σχήματος του ΣΝΟΦ) πολέμησαν στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και μοιράστηκαν την κοινή τύχη της στρατιωτικής του ήττας.
Η εμπειρία του Εμφυλίου υπήρξε πολλαπλά τραυματική για την περιοχή και, ειδικότερα, για τη σχέση του ελληνικού κράτους με τους μειονοτικούς πληθυσμούς. Η συνεργασία της μειονότητας με το ΚΚΕ εμπέδωσε την πεποίθηση του κρατικού μηχανισμού ότι η παρουσία της αποτελούσε έναν διαρκή κίνδυνο για την ελληνική εδαφική κυριαρχία. Απέναντι στην απειλή αυτή το ελληνικό κράτος-νικητής έχει έτοιμη τη λύση: στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τους αλλογενείς, δηλαδή τους μειονοτικούς Έλληνες.
Μετά, περνάμε στη δεκαετία του ‘90, που ήταν μία αρκετά κρίσιμη δεκαετία καθώς η κατάσταση πολώθηκε γύρω από τη διένεξη σχετικά με το όνομα της Βόρειας Μακεδονίας και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Μακεδονικό να αποκτήσει μία νέα υπόσταση η οποία πλέον δεν αφορούσε τη χρήση της γλώσσας στην Ελλάδα αλλά το όνομα της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας.
Η ουσία, κατά τον κ. Χριστόπουλο, είναι πως πίσω από την ελληνική δυσανεξία σχετικά με τη χρήση του ονόματος Μακεδονία δεν είναι η χρήση από ένα ξένο κράτος αλλά γύρω από την αναμόχλευση ενός μειονοτικού ζητήματος, το οποίο η Ελλάδα κατάφερε με πάρα πολλή βία να το κλείσει.
“Η Ελλάδα άσκησε πολλή πίεση για να σταματήσουν οι άνθρωποι αυτοί να μιλάνε τη γλώσσα τους. Ο πρώτος νομός της Ελλάδας που φτιάχτηκαν παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία ήταν η Φλώρινα, για να μην ομιλείται η τοπική γλώσσα. Άρα, ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα έχει αυτή τη μανία με τη χρήση των μακεδόνικων είναι ότι αυτή η γλώσσα θεωρήθηκε ιστορικά στην Ελλάδα ότι ήταν το όχημα του μακεδονισμού, της εθνικής ιδεολογίας μίας μακεδονικής εθνικής μειονότητας”, συμπληρώνει.
Ισχύει, όμως, ολικά; Η απάντηση, σύμφωνα με τον κ. Χριστόπουλο, είναι αρνητική καθώς δεν υπάρχει μία ενιαία ομογενής μειονότητα αλλά υπάρχουν:
- εθνοτικά Μακεδόνες που μιλάνε μακεδονικά,
- ένα κομμάτι ανθρώπων που νιώθουν Έλληνες αλλά θέλουν να μιλάνε τη γλώσσα τους, και “αυτό με βάση τη δική μου έρευνα και εμπειρία είναι με απόσταση το μεγαλύτερο”, λέει ο καθηγητής
- και ένα ακόμα κομμάτι που είναι Μακεδόνες εθνικιστές και δεν μιλάνε τη γλώσσα αλλά τους έχει ενοχλήσει τόσο πολύ η καταστολή που έχουν δεχτεί.
Τα πανηγύρια ως φορέας του πολιτισμού
Από το 2000 και ύστερα αρχίζουν τα πανηγύρια στην περιοχή να είναι ο φορέας του πολιτισμού, ο χώρος μέσα στον οποίο εμφανίζεται για πρώτη φορά με μαζικό τρόπο η γλώσσα. “Όταν αναφερόμαστε στα χάλκινα εννοούμε τη μουσική χωρίς λόγια γιατί η γλώσσα ήταν απαγορευμένη. Άρα πήγαινες στα πανηγύρια της Φλώρινας και των χωριών και έβλεπες τον κόσμο να χορεύει και να μην έχουν λόγια τα τραγούδια“, μας λέει ο καθηγητής.
Τα δημοτικά, άλλωστε, είναι τραγούδια στίχων πρωτίστως και δευτερευόντως μουσικής.
Αυτό που γινόταν εκεί ήταν πως οι ντόπιοι ρυθμοί έγιναν τελικά το ίδιον μίας διαφορετικής ταυτότητας. Εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον τα πανηγύρια έχουν ανέβει ξανά. Εκεί πηγαίνουν οι νέοι, τραγουδούν και χορεύουν και έτσι έχουν γίνει ο χώρος στον οποίο ασκείται ελεύθερα η αυτοδιάθεση του ανήκειν, χωρίς να έχει εθνικά χαρακτηριστικά.
“Υπάρχουν και κάποια τραγούδια τα οποία έχουν αλυτρωτικό περιεχόμενο αλλά είναι λίγα. Ακόμα και αυτά τραγουδιούνται, όπου τραγουδιούνται, και χορεύονται, ως απάντηση όλων αυτών των απαγορεύσεων και της καταστολής που βίωσαν“, σημειώνει ο ίδιος.
Στα τραγούδια περισσότερο σημασία έχει η γλώσσα παρά το αν είναι αλυτρωτικό ή όχι το περιεχόμενο.
“Ντόπια”, “εντόπικα” και αυτολογοκρισία – Πού ομιλούνται
Κατά τον κ. Χριστόπουλο, ακόμα και ο όρος ντόπια ή εντόπικα είναι προϊόν μίας αυτολογοκρισίας. “Η αυτολογοκρισία είναι ίδιον των ανθρώπων που έχουν λογοκριθεί. Οι γιαγιάδες και παππούδες, όταν βλέπουν τα εγγόνια να βγαίνουν και να χορεύουν, νιώθουν ανασφάλεια τις περισσότερες φορές. Οι καινούργιες γενιές έχουν ζήσει σε μία δημοκρατική χώρα και τους φαίνεται αδιανόητο να μην τους αφήνουν να τραγουδάνε στη γλώσσα τους”, σχολιάζει ο κ. Χριστόπουλος.
Τα μακεδόνικα είναι μία γλώσσα που κανονικοποιήθηκε το 1944 και είναι μία νοτιοσλαβική γλώσσα. Στην Ελλάδα ομιλούνταν και ομιλούνται από τα όρια των χωριών του Γράμμου, στον νομό Καστοριάς, κυρίως στους νομούς Φλώρινας και Πέλλας, αρκετά στα Γιαννιτσά και φτάνουν μέχρι και την περιοχή της Γουμένισσας, πάνω από το Κιλκίς.
Το τραγούδι “Σόφκα”, που τραγουδήθηκε και από τους Banda Entopica είναι τραγούδι της περιοχής της Γουμέννισας.
Πάντως, όπως λέει και ίδιος, το να λέμε “σλαβική γλώσσα” είναι σαν να λέμε αντί για γαλλικά ή ισπανικά ή πορτογαλέζικα “λατινική γλώσσα” διότι στη λατινική οικογένεια ανήκουν αυτές οι γλώσσες. Ακόμη περισσότερο: το να κάνουμε λόγο για “σλαβική διάλεκτο” και όχι γλώσσα είναι διπλά προβληματικό διότι απαξιώνει σε τέτοιο βαθμό την γλώσσα μη θεωρώντας την καν τέτοια αλλά “διάλεκτο”. “Αλήθεια, “διάλεκτο” ποιας γλώσσας; Με τον ίδιο τρόπο παλιότερα στην περιοχή κάνανε λόγο για “ιδίωμα” υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την γλώσσα των ανθρώπων αυτών”, προσθέτει.
“Με τους Βούγλαρους δεν υπάρχει ζήτημα μειονότητας διότι η Ελλάδα είχε ανταλλάξει με τη Βουλγαρία τους μειονοτικούς της πληθυσμούς το 1919 και υπάρχει μία εκατέρωθεν αναγνώριση ότι δεν υπάρχουν μειονότητες. Αυτό, όμως, δεν συνέβη με το μακεδονικό. Είναι ένα μειονοτικό ζήτημα που η Ελλάδα προσπάθησε να το περιορίσει και το κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να το περιορίσει με την καταστολή της γλώσσας και αυτό που έχει μείνει ενοχλεί πολύ”, σχολιάζει.
Ο κ. Χριστόπουλος επισημαίνει πως πρόκειται για ένα σύνθετο πολιτικό ζήτημα με βαθιές αλλά και ζωντανές μαζί ρίζες. Η επίγνωση – και όχι η συσκότιση αυτής της ιστορικότητας είναι απαραίτητη για την διαύγαση του αλλά και την υπέρβαση του κρατικού αυταρχισμού.