Βορίζια: Ένα αναληθές αφήγημα;
Διαβάζεται σε 4'
H εγκληματολόγος, ερευνήτρια στο CECLS, Αναστασία Τσουκαλά, γράφει στο NEWS 24/7 γιατί το αιματοκύλισμα στα Βορίζια δεν έχει σχέση με την κρητική βεντέτα και γιατί εμπλεκόμενοι και δημοσιογράφοι αναπαράγουν αυτή τη μονόπλευρη εκδοχή των γεγονότων.
- 06 Νοεμβρίου 2025 10:47
Τι ακριβώς συνέβη στα Βορίζια; Τόσο οι ντόπιοι όσο και η συντριπτική πλειοψηφία των δημοσιογράφων ερμήνευσαν τα γεγονότα με όρους βεντέτας, μιας εκδικητικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο ενός παραδοσιακού τοπικού κώδικα αξιών.
Το ζήτημα είναι ότι οι ντόπιοι ήξεραν και οι δημοσιογράφοι όφειλαν να αντιληφθούν ότι αυτή η μονόπλευρη ερμηνεία των γεγονότων είναι ανακριβής. Η βεντέτα δεν είναι άναρχη, υπόκειται σε εθιμοτυπικούς κανόνες: κατ’ αρχήν, η επιλογή του στόχου είναι σαφώς καθορισμένη και δεν στοχοποιούνται γυναίκες ή ανήλικα. Οι χιλιάδες σφαίρες που ρίχτηκαν στα τυφλά, ο θάνατος μιας γυναίκας και ο τραυματισμός ενός παιδιού παραπέμπουν μάλλον σε μαφιόζικη συμπλοκή παρά σε βεντέτα.
Αντίθετα από ό,τι ίσως πιστεύει ο κόσμος, αυστηρός κώδικας αξιών διέπει επίσης τη λειτουργία των κυκλωμάτων οργανωμένου εγκλήματος. Και εκεί υπάρχουν κανόνες και όρια που, αν παραβιαστούν, θίγεται η «τιμή» του άλλου και πυροδοτείται εκδικητική, τιμωρητική συμπεριφορά. Κατά μία έννοια, και αυτός ο κώδικας αξιών είναι εθιμοτυπικός αλλά επί της ουσίας δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την κρητική βεντέτα.
Εντελώς λογικά, οι οικογένειες των θυμάτων προβάλλουν την έννοια της βεντέτας προκειμένου να συγκαλύψουν τα πιθανά βαθύτερα αίτια της συμπλοκής – δεν είναι τυχαίο ότι ο θάνατος της γυναίκας αποδόθηκε αρχικά σε ανακοπή, ώστε να είναι συμβατός με αυτό το αφήγημα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αφενός προστατεύουν από περαιτέρω κατηγορίες τους άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους και, αφετέρου, προστατεύουν την προσωπική τους ασφάλεια που εύλογα θα διακινδυνευθεί αν συλληφθούν εξαιτίας τους άλλα μέλη εγκληματικών οργανώσεων. Ίδια τακτική ακολουθούν φυσικά και οι συλληφθέντες. Εξίσου λογικά, βεντέτα επικαλούνται και οι συντοπίτες τους, που δεν προτίθενται να διακινδυνεύσουν τη δική τους ασφάλεια προκειμένου να συμβάλουν στο έργο μιας εν πολλοίς αδρανούς αστυνομίας.
Παρεμφερής αναληθής αναπαράσταση των γεγονότων, που εξυπηρετεί τους ίδιους ακριβώς στόχους, παρατηρείται και σε πολλές αιματηρές, ή και θανατηφόρες, συμπλοκές μεταξύ οργανωμένων οπαδών, όπου οι δράστες και τα θύματα ή οι οικογένειές τους αποδίδουν το εκάστοτε περιστατικό σε αποκλειστικά οπαδικά αίτια. Στην πραγματικότητα, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ξέρουν ότι μια δεδομένη συμπλοκή αφορούσε αντίπαλες συμμορίες διακινητών, παραδείγματος χάρη, που συνδυάζουν μεν την παραβατική ταυτότητα με την οπαδική αλλά εν προκειμένω συγκρούστηκαν για μη οπαδικούς λόγους.
Το γεγονός ότι οι λόγοι απόκρυψης της αλήθειας από τα εμπλεκόμενα μέρη είναι ευνόητοι δεν εξηγεί όμως τη μαζική δημοσιογραφική αναπαραγωγή αυτής της μονόπλευρης εκδοχής των γεγονότων. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για τη νιοστή εκδήλωση της κυρίαρχης δημοσιογραφικής πρακτικής ανάδειξης «θεαματικών» ειδήσεων, με προβλεπόμενο μεγάλο επικοινωνιακό αντίκτυπο και αντίστοιχο οικονομικό όφελος. Η πρακτική αυτή αποφεύγει την οποιαδήποτε εμβάθυνση της είδησης, εστιάζοντας σε επικοινωνιακά εύληπτες πτυχές της που, εναλλακτικά ή σωρευτικά, προκαλούν συγκινησιακή φόρτιση, απευθύνονται στα σκοτεινά ένστικτα του ακροατηρίου και επιβεβαιώνουν στερεοτυπικές πεποιθήσεις.
Μια δεύτερη ερμηνεία θα μπορούσε να αποδώσει τη συγκεκριμένη κάλυψη της είδησης σε μια διαδεδομένη αδράνεια, αν όχι οκνηρία, πολλών δημοσιογράφων που τείνουν να παράγουν έργο με ελάχιστο εργασιακό κόστος, αποφεύγοντας την ουσιαστική διερεύνηση των γεγονότων που καλύπτουν δημοσιογραφικά. Όσο πιο πυκνή είναι εξάλλου η επικαιρότητα, τόσο πιο αφανής καθίσταται αυτή η πρακτική καθώς ο καταιγισμός των ειδήσεων προκαλεί την πολυδιάσπαση του ακροατηρίου που δεν προλαβαίνει πλέον να αντιληφθεί την επιφανειακή δημοσιογραφική κάλυψη των ειδήσεων.
Μια τρίτη ερμηνεία θα απέδιδε τη μαζική αναπαραγωγή μονομερών εκδοχών της πραγματικότητας στη συνειδητή απροθυμία των δημοσιογράφων να διερευνήσουν ζητήματα εξ ορισμού επικίνδυνα για την προσωπική τους ασφάλεια. Όταν είναι άγνωστο ή ασαφές το πού ακριβώς καταλήγουν οι ριζωματικές απολήξεις φαινομενικά τοπικών κυκλωμάτων οργανωμένου εγκλήματος, δεν είναι αναπάντεχη η διαπίστωση ότι το ένστικτο αυτοσυντήρησης κατισχύει της αρχετυπικής ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν η μέχρι τώρα πιθανολογούμενη συγκάλυψη με πολιτισμικό μανδύα των αληθινών αιτίων μιας θανατηφόρας συμπλοκής.