Η διεθνής σημασία και οι συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης

Διαβάζεται σε 9'
Ναυμαχία του Ναυαρίνου
Ναυμαχία του Ναυαρίνου ISTOCK

Οι συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης με πιο διαχρονικό χαρακτήρα είναι τρεις και άπτονται σημαντικών καινοφανών διεθνών ζητημάτων, με κανονιστική (normative) διάσταση, τα οποία έμελλε να απασχολούν τη διεθνή κοινότητα από τότε μέχρι σήμερα.

Η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης είναι αδιαμφισβήτητη, καταρχήν για τους Έλληνες, με την Ελλάδα να συγκροτείται ως κράτος για πρώτη φορά στην ιστορία, αλλά αποτελεί και μέγιστης σημασίας ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γεγονός με μεγάλο αντίκτυπο, σε μια εποχή που η Ευρώπη ήταν το κέντρο του κόσμου.

Τις διεθνείς συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης και της ελληνικής ανεξαρτησίας θα μπορούσαν να τοποθετηθούν σε τέσσερα επίπεδα: (1) σε αυτές που άπτονται του διεθνούς συστήματος των μεγάλων δυνάμεων, (2) σε αυτές που αφορούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, (3) σε σχέση με τα άλλα έθνη και τον εθνικισμό στα Βαλκάνια, και (4) στις συνέπειες με διαχρονικό χαρακτήρα που αφορούν διεθνείς κανόνες και αρχές.

Η Ελληνική Επανάσταση και το αποτέλεσμα της έφεραν στο προσκήνιο και το Ανατολικό Ζήτημα όσο ποτέ μέχρι τότε, σαν ένα δυσεπίλυτο διεθνές πρόβλημα.

Στα πλαίσια του Συστήματος των Συνεδρίων (των πέντε μεγάλων δυνάμεων), που μετά μετεξελίχθηκε στο πιο χαλαρό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Concert of Europe), καθώς και στο πλαίσιο της Ιεράς Συμμαχίας (των τριών συντηρητικών μεγάλων δυνάμεων) o στόχος ήταν, την επαύριον των Ναπολεόντειων Πολέμων, η επιβολή της διεθνούς τάξης, κατά κύριο λόγο με το να προστατευθούν τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά κράτη και τα καθεστώτα τους από εξεγέρσεις κάθε λογής, εν ανάγκη και με τη χρήση ένοπλης βίας. Η Ελληνική Επανάσταση ήρθε να αμφισβητήσει αυτό το σκεπτικό της ευρωπαϊκής διεθνούς τάξης που στηριζόταν στην ισορροπία ισχύος των πέντε μεγάλων δυνάμεων.

Η Ελληνική Επανάσταση και το αποτέλεσμα της έφεραν στο προσκήνιο και το Ανατολικό Ζήτημα όσο ποτέ μέχρι τότε, σαν ένα δυσεπίλυτο διεθνές πρόβλημα, και ένας «μεγάλος πονοκέφαλος» για τις μεγάλες δυνάμεις, δηλαδή της τύχης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (του «Μεγάλου Ασθενούς») και των τμημάτων της, αν και όταν θα διαλυόταν.

Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία συνεπειών, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία η Ελληνική Επανάσταση-ανεξαρτησία υπήρξε γεγονός ορόσημο. Και αυτό γιατί ήταν η πρώτη φορά που η Οθωμανική Αυτοκρατορία υφίστατο στρατιωτική ήττα και απώλεια εδάφους στα Βαλκάνια που ήταν οι παλιότερες κτήσεις της στην Ευρώπη (από το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα). Επιπλέον αυτό υπήρξε το πρώτο ρήγμα στη νομιμοποίηση της οθωμανικής εξουσίας στην νοτιοανατολική Ευρώπη και έδειχνε ότι οι εθνικιστικές ιδέες δεν ήταν, όπως πίστευαν μέχρι τότε οι Οθωμανοί ιθύνοντες, απλώς «απόμακρες παραξενιές της Γαλλικής Επανάστασης», αλλά διέθεταν απήχηση και ισχύ. Επίσης έχει υποστηριχθεί από Τούρκους οθωμανολόγους ότι οι μεταρρυθμίσεις Τανζιμάτ, από το 1839 και μετά, ήταν στην ουσία αποτέλεσμα της ελληνικής ανεξαρτησίας και αυτό γιατί μέχρι την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχε δώσει δείγματα ότι επέκειντο τέτοιες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Σε ότι αφορά τα άλλα έθνη και τον εθνικισμό στα Βαλκάνια, η ελληνική περίπτωση ήταν πηγή έμπνευσης και υπόδειγμα για τα άλλα εν δυνάμει έθνη της περιοχής, και κατά κύριο λόγο για τους Σέρβους (που δεν είχαν κερδίσει ανεξαρτησία, αλλά αυτονομία), τους Μαυροβούνιους, τους Ρουμάνους, τους Βούλγαρους, και αργότερα τους Αλβανούς και τους Αρμένιους και τέλος, μετά από εκατό χρόνια, και τους Τούρκους. Για την ακρίβεια η Ελληνική Επανάσταση, η ανεξαρτησία και ο ελληνικός αλυτρωτισμός επηρέασαν τους άλλους βαλκανικούς εθνικισμούς, αλλά υπήρξαν και αντίδραση στον ελληνικό εθνικισμό και αλυτρωτισμό που εκλήφθηκαν ως απειλή γι΄αυτά τα νέα έθνη. Και η εξωτερική απειλή από άλλους εθνικισμούς είναι κατεξοχήν κίνητρο για την έλευση ενός νέου εθνικισμού, στη βάση και της γνωστής ρήσης του Georg Simmel και του Lewis Coser, ότι η εξωτερική απειλή δημιουργεί εσωτερική συνοχή. Μία από τις θετικές πλευρές της Ελληνικής Επανάστασης και του ελληνικού κράτους που προέκυψε και που έκανε να λειτουργεί σαν πρότυπο στην περιοχή ήταν και ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του και οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί του θεσμοί.

Η επέμβαση των τριών από τις πέντε Μεγάλες Δυνάμεις – της Βρετανίας, τη Γαλλίας και της Ρωσίας – στην Ελληνική Επανάσταση, το Ναβαρίνο, το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα και ο Ρωσο-Οθωμανικός Πόλεμος του 1828-29 συνέβαλαν καθοριστικά ώστε, λίγα χρόνια μετά, να διατυπωθεί η νέα ιδέα-δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης, με μοναδικό σημείο αναφοράς το ελληνικό παράδειγμα.

Οι συνέπειες της Ελληνικής Επανάστασης με πιο διαχρονικό χαρακτήρα είναι τρεις και άπτονται σημαντικών καινοφανών διεθνών ζητημάτων, με κανονιστική (normative) διάσταση, τα οποία έμελλε να απασχολούν τη διεθνή κοινότητα από τότε μέχρι σήμερα. Η μία είναι η νέα αρχή-δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης, η δεύτερη η νέα αρχή των εθνοτήτων, και η τρίτη η έμπρακτη υποστήριξη σε αποσχιστικά (απελευθερωτικά) κινήματα.

Η επέμβαση των τριών από τις πέντε Μεγάλες Δυνάμεις – της Βρετανίας, τη Γαλλίας και της Ρωσίας – στην Ελληνική Επανάσταση, το Ναβαρίνο, το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα και ο Ρωσο-Οθωμανικός Πόλεμος του 1828-29 συνέβαλαν καθοριστικά ώστε, λίγα χρόνια μετά, να διατυπωθεί η νέα ιδέα-δόγμα της ανθρωπιστικής επέμβασης, με μοναδικό σημείο αναφοράς το ελληνικό παράδειγμα. Η ανθρωπιστική επέμβαση που έγινε δημοφιλής στο διεθνές δίκαιο, από το 1830 μέχρι τη δεκαετία του 1930 (με δύο στους τρεις νομικούς διεθνολόγους να την υποστηρίζουν), ήταν ιδέα του Henry Wheaton, του πατέρα του διεθνούς δικαίου στις ΗΠΑ, ο οποίος την συνέλαβε, το 1836 (στη πραγματεία του για το διεθνές δίκαιο), εμπνευσμένος από την ελληνική περίπτωση. Κατά τον Wheaton:

Η παρέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης υπέρ των Ελλήνων, οι οποίοι, αφού υπέφεραν αιώνες βάναυσης καταπίεσης, αποτίναξαν τον τουρκικό ζυγό, αποτελεί ένα περαιτέρω παράδειγμα των αρχών του διεθνούς δικαίου που νομιμοποιεί μια τέτοια παρέμβαση, όχι μόνο εκεί όπου τα συμφέροντα και η ασφάλεια των άλλων δυνάμεων θίγονται άμεσα από τις εσωτερικές ενέργειες ενός συγκεκριμένου κράτους, αλλά όπου τα γενικά συμφέροντα της ανθρωπότητας παραβιάζονται από τις θηριωδίες μιας βάρβαρης και δεσποτικής κυβέρνησης.

Η ναυαρχίδα της ελληνικής επιχειρηματολογίας έναντι των μεγάλων δυνάμεων για να τους κάμψουν ήταν ακριβώς ότι η δική τους περίπτωση διέφερε από τις εξεγέρσεις στην ιταλική και ιβηρική χερσόνησο (1820-1821) γιατί δεν επεδίωκαν την ανατροπή του καθεστώτος και τη διασάλευση της τάξης, αλλά την αποτίναξη ενός «ξένου μη νομιμοποιημένου ζυγού» από «βάρβαρους Μουσουλμάνους/Τούρκους».

Η ένοπλη και άλλη έμπρακτη (διπλωματική και απτή) επέμβαση υπέρ των Ελλήνων κυριολεκτικά γέννησαν την έννοια της ανθρωπιστικής επέμβασης προκειμένου να σωθούν ανθρώπινες ζωές, σε περιπτώσεις που υπάρχουν «αποτρόπαιες για την ανθρωπότητα πράξεις», κατά την έκφραση του John Stuart Mill, ο οποίος αναφέρει την ελληνική περίπτωση. Κατά έναν υπολογισμό που έχω κάνει ανατρέχοντας στα έργα διαπρεπών νομικών διεθνολόγων από το 1836 μέχρι το 1939, πολλοί που ασχολούνται με την ανθρωπιστική επέμβαση αναφέρονται στη ελληνική περίπτωση ως την πρώτη παγκοσμίως. Το ενδιαφέρον δε είναι ότι σε αυτούς περιλαμβάνονται και νομικοί που ενώ τάσσονται κατά της όλης ιδέας της ανθρωπιστικής επέμβαση εντούτοις εκθειάζουν την επέμβαση υπέρ των Ελλήνων ως αναγκαία και ως δείγμα αμέριστους διεθνούς ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος. Στη συνέχεια από το 1945 μέχρι σήμερα τα περισσότερα έργα που ασχολούνται με την ανθρωπιστική επέμβαση αναφέρουν ως πρώτη ιστορικά την ελληνική περίπτωση.

Κυκλοφορούσε τότε και η νέα αρχή των εθνοτήτων (μετέπειτα γνωστή ως εθνική αυτοδιάθεση), η κανονιστική πλευρά του εθνικισμού, η οποία πρεσβεύει ότι κάθε έθνος πρέπει, αν το θέλει, να αντιστοιχεί προς ένα κράτος, να είναι «εθνικό κράτος» («έθνος-κράτος» με τη στενή έννοια τους όρου). Η αρχή αυτή είχε εμφανιστεί με την Αμερικανική Επανάσταση και τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά το περιεχόμενο της παρέμενε νεφελώδες, με την όλη ιδέα σε νηπιακή ηλικία, χωρίς πολλούς υποστηρικτές πριν το 1848, το «Έτος των Επαναστάσεων» (ή «Άνοιξη των Εθνών»)· μόλις είχε διατυπωθεί ως ιδέα για το μέλλον από τον Johann Gottfried Herder, τον Johann Gottlieb Fichte, τον Jeremy Bentham και ορισμένους άλλους. Στο διεθνές διπλωματικό επίπεδο αγνοείτο ή απορριπτόταν, ειδικά μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, από τις κυρίαρχες πέντε μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες θεωρούσαν κάθε μορφή εξέγερσης, είτε για συνταγματική δημοκρατική διακυβέρνηση, είτε για ανεξαρτησία παράνομη, ανεπίτρεπτη ανταρσία κατά την νόμιμης εξουσίας. Όσο για τυχόν εθνική εξέγερση από μειοψηφίες στη βάση αυτής της νέας επαναστατικής αρχής, θεωρείτο ανήκουστη ειδικά από τις μεγάλες δυνάμεις.

Παρά ταύτα η ναυαρχίδα της ελληνικής επιχειρηματολογίας έναντι των μεγάλων δυνάμεων για να τους κάμψουν ήταν ακριβώς ότι η δική τους περίπτωση διέφερε από τις εξεγέρσεις στην ιταλική και ιβηρική χερσόνησο (1820-1821) γιατί δεν επεδίωκαν την ανατροπή του καθεστώτος και τη διασάλευση της τάξης, αλλά την αποτίναξη ενός «ξένου μη νομιμοποιημένου ζυγού» από «βάρβαρους Μουσουλμάνους/Τούρκους».

Με αυτά τα δεδομένα η ελληνική περίπτωση υπήρξε η πρώτη επιτυχής εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων, ο πρώτος εθνικός αποσχιστικός εθνικισμός με τη στενή έννοια του όρου. Όλες οι άλλες ανεξαρτησίες μετά από ένοπλο αγώνα, όπως αυτές στην Βόρεια και Νότια Αμερική δεν ήταν από έθνη που αγωνιζόντουσαν για την ελευθερία τους, αλλά από εποίκους κατά της «άσπλαχνης μητέρας πατρίδας» τους. Η δε περίπτωση της Αϊτής (Αϊτινή Επανάσταση, 1791-1804) ήταν ένας ηρωικός αγώνας πρώην Αφρικανών δούλων, όχι ένα έθνος που κέρδισε την ανεξαρτησία τους. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της Σερβικής Επανάστασης (1804-1813, 1815-1817), με την οποία κέρδισαν αυτονομία το 1830, ωστόσο πριν από τη δεκαετία του 1840 το εθνικό αίσθημα των Σέρβων ήταν πολύ περιορισμένο και σχεδόν ανύπαρκτο. Όσο για το Βέλγιο (Βελγική Επανάσταση του 1830) επρόκειτο για ανεξαρτησία δυο εν δυνάμει εθνών, των Φλαμανδών και των Βαλλόνων, σε μια κοινή τους συμμαχία που δεν δημιούργησε ένα εθνικό κράτος ή έθνος-κράτος ούτε τότε ούτε ποτέ στο μέλλον.

Τέλος, είναι η όλη συζήτηση για την έμπρακτη βοήθεια σε απελευθερωτικά κινήματα τα οποία έχουν υποστεί καταπίεση ή και σφαγές, τα οποία παρά τον ηρωικό τους ένοπλο αγώνα, δυσκολεύονται να αποκτήσουν μόνα τους την ανεξαρτησία τους χωρίς έμπρακτη ξένη παρέμβαση, μεσολαβητική ή ένοπλη. Τη βοήθεια σε τέτοια δίκαια κινήματα απελευθέρωσης, ακόμη και την ένοπλη επέμβαση, την είχαν υποστηρίξει, κατά τον 19ο αιώνα, ορισμένοι φιλελεύθεροι νομικοί διεθνολόγοι, κυρίως Ιταλοί, καθώς επίσης ο Giuseppe Mazzini και ο John Stuart Mill.

Συνεπώς δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελληνική Επανάσταση, όπως διεξήχθη, με την επέμβαση των τριών μεγάλων δυνάμεων και την έκβαση της, την ελληνική ανεξαρτησία, κατέστησε την ελληνική περίπτωση την πρώτη διδάξασα παγκοσμίως και στα τρία αυτά διεθνή ζητήματα. Τα τρία αυτά ζητήματα αποτελούν σήμερα και για το μέλλον περίπλοκα και δυσεπίλυτα διεθνή προβλήματα, με αντικρουόμενες θέσεις στη θεωρία και στην πράξη της διεθνούς πολιτικής, των κανονιστικών διεθνών σχέσεων και του διεθνούς δικαίου. Και τα τρία επιχειρούν να δώσουν πειστικές, αξιακές και αποτελεσματικές απαντήσεις σε πρόβλημα που άπτονται της διεθνούς ειρήνης, της διεθνούς δικαιοσύνης και της διεθνούς ηθικής.

*O Αλέξης Ηρακλείδης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα