Πληθυσμιακές μετακινήσεις κατά την Επανάσταση και στο πρώτο ελληνικό κράτος

Πληθυσμιακές μετακινήσεις κατά την Επανάσταση και στο πρώτο ελληνικό κράτος
Wikimedia Commons

Ποικίλα τεκμήρια μας βοηθούν να διαπιστώσουμε το μέγεθος, αλλά και τα χαρακτηριστικά αυτών των μετακινήσεων.

Στην Ελλάδα θεωρούμε ότι δύο είναι οι μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις στην περιοχή μας: αυτή των… Δωριέων και χιλιάδες χρόνια αργότερα των προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Ακόμη και άλλες σημαντικές μετακινήσεις του 20ου αιώνα, όπως για παράδειγμα από την Ανατολική Θράκη και περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, είναι άγνωστες στον πολύ πληθυσμό, εκτός ίσως της Βόρειας Ελλάδας όπου και εγκαταστάθηκε η πλειοψηφία όσων μετακινήθηκαν στη χώρα.

Βέβαια αν κάποιος ανατρέξει στις βασικές μαρτυρίες, τουλάχιστον από την περίοδο της λεγόμενης «Φραγκοκρατίας» και μετά, δηλαδή από τον 13ο αιώνα, θα συναντήσει εκατοντάδες περιγραφές για σφαγές, δουλεία, ερήμωση πόλεων και υπαίθρου και μετακινήσεις πληθυσμού από έναν τόπο σε άλλον. Όσο δε πλησιάζουμε στον 19οαιώνα και οι πηγές πληθαίνουν, οι αναφορές είναι και πιο ακριβείς και το υλικό πιο πλούσιο. Για παράδειγμα, σήμερα γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια τις συνέπειες στον πληθυσμό των αλλεπάλληλων αλλαγών ενετικής και οθωμανικής κυριαρχίας στην Πελοπόννησο. Υπάρχουν όμως και μετακινήσεις για τις οποίες δεν έχει εντοπισθεί γραπτή αποτύπωση, όπως των λεγόμενων «Ρουμελιωτών» κτηνοτρόφων στην Αττική και την Κορινθία που πραγματοποιήθηκε πριν το 1821. Άλλες επιστήμες μας βοηθούν επίσης να ανασυστήσουμε τον «χάρτη» της μετακινήσης ή της μη μετακίνησης των πληθυσμών από τον ύστερο Μεσαίωνα και μετά: Για παράδειγμα, στη δεύτερη περίπτωση μας βοηθά η συγγένεια αποκομμένων μεταξύ τους ιδιωμάτων της ελληνικής λόγω των συμπαγών περιοχών αλβανοφωνίας, όπως ενδεικτικά της Κύμης Εύβοιας με αυτό του ελληνόφωνου θυλάκου Αθήνας-Μεγάρων-Αίγινας και κάποιων ιδιωμάτων στην Πελοπόννησο.

Αν όμως όλα τα παραπάνω μοιάζουν να ενδιαφέρουν περισσότερο κάποιους ιστορικούς, γλωσσολόγους ή άλλους επιστήμονες, η εν πολλοίς άγνωστη ιστορία των μετακινήσεων που επέφεραν οι πολεμικές συγκρούσεις κατά την Επανάσταση, αλλά και, περισσότερο, τα επόμενα χρόνια, έχει ευρύτερη σημασία καθώς συνέβαλε στην διαμόρφωση του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους και είχε σημαντικό αντίκτυπο στην εξέλιξή του.

Οι πρώτες σημαντικές μετακινήσεις στα επαναστατημένα μέρη που στη συνέχεια περιλήφθηκαν στο κράτος αφορούν διαδρομές συνήθως σε σχετικά κοντινές περιοχές: με ή χωρίς την προστασία ισχυρών ανδρών της εξουσίας, με τα κοπάδια τους ή χωρίς, κάτοικοι διαφόρων οικισμών και αρκετά διαφορετικών μεταξύ τους μετακινούνται και εγκαθίστανται σε τόπους και οικισμούς που θεωρούν ότι θα τους προσφέρουν καλύτερα βοσκοτόπια, καλύτερη σοδειά ή άλλη απασχόληση, ή -σε λίγες περιπτώσεις- που είχαν εγκαταλείψει οι σφαγιασθέντες ή μετακινηθέντες μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Για παράδειγμα, ακόμη και σήμερα πολλοί ηλικιωμένοι στην Ηλεία γνωρίζουν ότι οι πρόγονοί τους μετακινήθηκαν από την Αρκαδία.

Η προφορική παράδοση όμως δεν είναι πάντα ο καλύτερος οδηγός ή σε άλλες περιπτώσεις η μνήμη της μετακίνησης έχει αποσβεστεί. Αυτό αφορά τις μεγάλες πληθυσμιακές εισροές που έλαβαν χώρα κατά την Επανάσταση, αλλά ιδίως μετά την παύση των εχθροπραξιών. Δεν αναφερόμαστε στους πολυπληθείς πρόσφυγες που προέρχονταν από περιοχές που είχαν ξεσηκωθεί –εκ των οποίων άλλωστε κάποιοι επέστρεψαν σταδιακά στα μέρη τους μετά την ειρήνευση, όπως πολλοί Σαμιώτες και Κρητικοί. Αλλά στις πολλές χιλιάδες ανθρώπων που προτίμησαν να μεταναστεύσουν, περισσότερο οικογενειακά, από διάφορες περιοχές εκτός της χώρας.

Δεν πρόκειται για κάποιους ετερόχθονες που τους φανταζόμαστε ως πλούσιους και μορφωμένους, στελέχη της οθωμανικής διοίκησης ή σπουδαγμένους στη Δύση εμπόρους, αλλά για χιλιάδες μάλλον φτωχούς, αν και συνήθως όχι εξαθλιωμένους, τεχνίτες, κτηνοτρόφους, αγρότες και κάθε είδους μικρποεπαγγελματίες. Αυτοί εγκαθίστανται περισσότερο στις βόρειες περιοχές του πρώτου κράτους, αλλά όχι αποκλειστικά, καθώς και σε σημαντικούς οικισμούς που σήμερα θα ονομάζαμε πόλεις ή κωμοπόλεις.

Πολλές πόλεις του νέου μικρού ελληνικού κράτους είναι νεοϊδρυθείσες, όπως για παράδειγμα η Κόρινθος και η Σπάρτη ή δομήθηκαν εκτός του παλαιότερου ιστού. Άλλωστε πολλές από τις πόλεις κατοικούνταν περισσότερο από μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός των νησιών.

Ποικίλα τεκμήρια, όπως για παράδειγμα οι εκλογικοί κατάλογοι, μας βοηθούν να διαπιστώσουμε το μεγάλο μέγεθος αυτής της μετακίνησης. Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, όπως σε περιοχές της Φθιώτιδας και της Βόρειας Εύβοιας, οι μεταναστευτικοί αυτοί πληθυσμοί θα καταστούν πλειοψηφία στα μέσα του 19ου αιώνα. Ίσως όμως σημαντικότερη είναι η διαπίστωση ότι θα αποτελέσουν ένα συνήθως ικανό κομμάτι του πληθυσμού των πόλεων. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι πολλές πόλεις του νέου μικρού ελληνικού κράτους είναι νεοϊδρυθείσες, όπως για παράδειγμα η Κόρινθος και η Σπάρτη ή δομήθηκαν εκτός του παλαιότερου ιστού. Άλλωστε πολλές από τις πόλεις κατοικούνταν περισσότερο από μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός των νησιών.

Οι υπό διαμόρφωση αυτές πόλεις θα κατοικηθούν όχι μόνο από ανθρώπους που συρρέουν από το Ελληνικό Βασίλειο, αλλά και από ελληνορθόδοξους πληθυσμούς, όχι αναγκαστικά ελληνόφωνους, που συρρέουν από κοντινές ή πιο απομακρυσμένες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως όμως από τη νοτιότερη βαλκανική. Επιπρόσθετα, τόσο ο Καποδίστριας, όσο ιδίως η εν συνεχεία βαυαρική αντιβασιλεία και βασιλεία διακρίνονται για την προσπάθειά τους να προσελκύσουν πληθυσμούς να εγκατασταθούν στο νέο κράτος.

Παρά το ότι οι προσπάθειες ήταν άτολμες και κάποια μεγαλόπνοα σχέδια εποικισμού, ανάλογα με αυτά που πραγματοποιούνταν στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και στη Ρωσία, έμειναν στα χαρτιά ή απλώς σκέψεις, η μεταναστευτική κίνηση συνήθως ενθαρρύνθηκε. Καθώς όμως τα σύνορα ήταν διαπερατά, οι περισσότεροι εγκαθίστανται χωρίς κάποια επίσημη άδεια. Κάποιοι είναι ακόμη και εποχιακοί εργάτες γης που σταματάνε την ετήσια ή άλλης μορφής μετακίνηση, που μάλιστα σε κάποιες περιοχές δεν είχε διακοπεί ούτε κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης, όπως των «Βουλγάρων» εργατών στην Κωπαϊδα. Να διευκρινιστεί εδώ ότι η εποχική μετανάστευση τεχνιτών και αγρεργατών συνεχίστηκε σε όλο τον 19ο αιώνα, και αφορούσε τόσο χριστιανικές ομάδες όσο και μουσουλμανικές που συνήθως –οι δεύτερες- χαρακτηρίζονται «Αλβανοί».

Η μετακίνηση όμως που φαίνεται ότι επιμελώς αποκρύπτεται σχετίζεται με το ότι την επόμενη ημέρα που σταματούν οι συγκρούσεις, ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων του νέου κράτους μεταναστεύει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για μία μετακίνηση που θα συνεχιστεί με εντατικούς ρυθμούς σε όλη τη διάρκεια του 19ουαιώνα.

Σταδιακά, όλοι αυτοί οι νεοφερμένοι πληθυσμοί απέκτησαν «εντοπιότητα». Και ενώ στην οικογενειακή μνήμη μπορεί να επιζεί η μακρινή αυτή μετακίνηση, αναμφισβήτητα ξεχνιέται στη συλλογική αφήγηση της ιστορίας των οικισμών ή κάποιων ομάδων. Είναι τόσο γρήγορη και ισχυρή η μεταστροφή προς την εντοπιότητα που ακόμη και όσοι χαρακτηρίζονταν Γύφτοι ή άλλοι που εκχριστιανίσθηκαν, έχασαν τη «διακριτότητά» τους. Λίγοι μόνο που συνήθως προέρχονταν από μία ακόμη αγνοημένη μετανάστευση –καθώς θεωρούμε ότι οι ευκατάστατοι και οι μορφωμένοι μετανάστες δεν είναι μετανάστες-, αυτή των Ευρωπαίων, θα παραμείνουν σε κάποιο βαθμό διακριτοί. Όμως η σημαντική τους συμβολή στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά και στο «στήσιμο» του κράτους θα μείνει στη σιωπή. Πριν τους απαξιώσει ως «κακούς ξένους» η ελληνική ιστοριογραφία του 20ου αιώνα, και όχι μόνο η «αριστερή», θα συγκρουστούν σε πολλές περιπτώσεις με τον τοπικό πληθυσμό: «Γερμανός ούτος» ο δασάρχης Εύβοιας προσπαθούσε τη δεκαετία του 1830 να απαγορεύσει την ανεξέλεγκτη υλοτομία στα δάση του νησιού.

Η μετακίνηση όμως που φαίνεται ότι επιμελώς αποκρύπτεται σχετίζεται με το ότι την επόμενη ημέρα που σταματούν οι συγκρούσεις, ένας μεγάλος αριθμός κατοίκων του νέου κράτους μεταναστεύει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πρόκειται για μία μετακίνηση που θα συνεχιστεί με εντατικούς ρυθμούς σε όλη τη διάρκεια του 19ουαιώνα. Από τους σωσμένους καταλόγους διαβατηρίων γνωρίζουμε ότι το κράτος των μέχρι χθες εχθρών αποτέλεσε τον σχεδόν αποκλειστικό μεταναστευτικό προορισμό των Ελλήνων. Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους ως έλληνες πολίτες με προνόμια που τους εξασφάλιζε η νέα τους ελληνική ιθαγένεια, συχνά παρατύπως κτηθείσα. Άλλοι απλώς μετακινούνταν σε ένα κράτος που τους υποσχόταν καλύτερη ζωή και σε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερη ασφάλεια και μικρότερη αυθαιρεσία της κεντρικής ή της τοπικής εξουσίας.

Η υιοθέτηση της αφήγησης της αυτοχθονίας και της πληθυσμιακής-ιστορικής συνέχειας που αναπτύχθηκε δεν αφορούσε μόνο την «αυτοεικόνα» που θα έπρεπε να αποκτήσουν όλοι οι κάτοικοι του Βασιλείου, αλλά και να επιβεβαιώσει τη σύνδεση της Αρχαίας με τη νέα Ελλάδα στα μάτια των άλλων.

Η αποσιώπηση της μεγάλης μετανάστευσης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι εύκολο να εξηγηθεί καθώς διαταράσσει τα σχήματα αντιπαλότητας όπως τα διδαχθήκαμε στη σχολική ιστορία, αλλά επίσης δοκιμάζει την αντίληψή μας για τις σχέσεις των εμπόλεμων τον 19ο αιώνα γενικά, και όχι μόνο του δίπολου «Έλληνας-Τούρκος». Πιο δύσκολα εξηγήσιμη είναι η αποσιώπηση της μεγάλης εισροής μεταναστών (και προσφύγων) στο νέο κράτος. Θεωρούμε ότι η αντίληψη περί αυτοχθονίας και «ιστορικής συνέχειας» των πληθυσμών που πάνω του σταδιακά διαμορφώθηκε η εθνική αφήγηση και η εικόνα των Ελλήνων στη Δύση θα κλονιζόταν περαιτέρω.

Ήδη η εικόνα προς την Δύση κινδύνευε, καθώς πολλοί αναρωτιόνταν, βάσει των κυρίαρχων κατηγοριοποιήσεων της εποχής, αν οι «σκούροι, αμόρφωτοι και άξεστοι» κάτοικοι του Μοριά, της Ρούμελης και των νησιών είναι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων –και εξ αυτού του λόγου δικαιούνται ανεξάρτητο κράτος. Κινδύνευε ακόμη από την μεγάλη παρουσία αλβανόφωνων πληθυσμών, οι οποίοι όχι μόνο καταλάμβαναν σημαντικές και συμπαγείς περιοχές στο νέο κράτος, από τη Λακωνία μέχρι τη Φθιώτιδα, αλλά και «βεβήλωναν» πολλές ένδοξες αρχαιοελληνικές πόλεις καθώς, για παράδειγμα, στα ερείπια των Πλαταιών ή του Άργους ακούγονταν αρβανίτικα. Έτσι η υιοθέτηση της αφήγησης της αυτοχθονίας και της πληθυσμιακής-ιστορικής συνέχειας που αναπτύχθηκε δεν αφορούσε μόνο την «αυτοεικόνα» που θα έπρεπε να αποκτήσουν όλοι οι κάτοικοι του Βασιλείου, αλλά και να επιβεβαιώσει τη σύνδεση της Αρχαίας με τη νέα Ελλάδα στα μάτια των άλλων. Βέβαια, είναι μία άλλη συζήτηση να αποτιμήσουμε τις επιπτώσεις αυτής της εμμονής στην πορεία των δύο αιώνων.

*Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας με αντικείμενο «Ιστορία των μειονοτήτων στα Βαλκάνια 19ος-20ος αιώνας».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα