Το σύμπτωμα του Διαφωτισμού

Το σύμπτωμα του Διαφωτισμού
Shutterstock

Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός,  όπως και οι άλλοι «εθνικοί»  διαφωτισμοί των γειτονικών βαλκανικών κρατών, μπορεί να θεωρείται δεδομένος στο πλαίσιο της παραδοσιακής ιστοριογραφίας, αλλά δεν είναι και αυτονόητος· ή τουλάχιστον, αν δεν προσπαθήσουμε  να νοηματοδοτήσουμε ό,τι συνήθως εκλαμβάνεται ως αδιάψευστη μαρτυρία της παρουσίας των ευρωπαϊκών  ιδεών  στα Βαλκάνια -τις μεταφράσεις, τις ερμηνευτικές παραφράσεις, τις παιδαγωγικές μεθόδους, τα εγχειρίδια αλλά και τους θεσμούς ή τις μεταρρυθμίσεις-,  στο ευρύτερο πλαίσιο της ανάδυσής τους στον ύστερο 18ο  αιώνα και τον 19ο αιώνα.

H διάδοση των Φώτων στα Βαλκάνια είναι άρρηκτα συνδεδεμένη πρώτα απ’όλα με την μακρά και επώδυνη διαδικασία αποσύνθεσης των αυτοκρατοριών –της Οθωμανικής πρωτίστως αλλά και της Αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας. Αυτό σημαίνει ότι οι βαλκανικοί διαφωτισμοί είναι ταυτόχρονα και οθωμανικοί ή και αυστρο-ουγγρικοί, αν μη τι άλλο μέχρι τη στιγμή της ίδρυσης των βαλκανικών κρατών ή της ενσωμάτωσης σε αυτά νέων εδαφών, διαδικασία που υπήρξε εξίσου μακρόχρονη και επώδυνη. Η αναφορά στα Φώτα μεταφράζει επομένως εξαρχής την επιθυμία για εθνική απελευθέρωση και, ως εκ τούτου, την επιθυμία για την αναγκαία προϋπόθεσή της: το κράτος, δηλαδή μια ριζικά διαφορετική μορφή οργάνωσης της συλλογικής ζωής, σε σχέση με την αυτοκρατορία.

Ωστόσο, κι αν εξαιρέσουμε την περίπτωση του Ρήγα Βελεστινλή, η υιοθέτηση της κρατικής δομής μοιάζει σε τέτοιο βαθμό αυταπόδεικτη που οποιαδήποτε προβληματική πάνω στους λόγους ύπαρξής του λάμπει δια της απουσίας της. Αν η μετακένωση (για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αδαμάντιου Κοραή) της σκέψης του Montesquieu, του Rousseau ή του Beccaria εύλογα φέρει μαζί της το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών, του συντάγματος, της δικαιοσύνης, της αντιπροσώπευσης ή της άμεσης δημοκρατίας κλπ, γεγονός παραμένει ότι το πρόβλημα «κράτος», αυτό καθ’αυτό, δεν τίθεται ή, αν προτιμάμε, επικαλύπτεται από τις διαφορετικές λύσεις που προτείνονται ως προς τα συστατικά του στοιχεία.

Οπως είναι γνωστό, οι συζητήσεις και οι διαμάχες των Φώτων γύρω απο τα παραπάνω θέματα αρχίζουν να διαχέονται στους ελληνόγλωσσους πληθυσμούς του οθωμανικού κόσμου κυρίως χάρη στα εμπορικά δίκτυα της Διασποράς, από τα μέσα του 18ου αιώνα και με μεγαλύτερη ένταση την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και της παρουσίας των ναπολεοντείων στρατευμάτων στην περιοχή. Ωστόσο, παρά τη διάδοση των γαλλικών συνταγματικών κειμένων, οι διαδοχικές ιδρύσεις των βαλκανικών κρατών, όπως προέκυψαν απο την αναγνώριση των «Δυνάμεων», θα συνοδευτούν, σε πολιτειακό επίπεδο, από καθεστώτα απόλυτης μοναρχίας. Πρόκειται άραγε για την επίδραση προγενέστερων τοπικών πολιτικών παραδόσεων όπως, για παράδειγμα, την παράδοση των ηγεμονιών οι οποίες μεταλλάχθηκαν, κάπως φυσιολογικά, σε ανεξάρτητα βασίλεια; Η πρόκειται μήπως για το αποτέλεσμα πολιτικών αδιεξόδων; Το αδιέξοδο στο όποιο βρέθηκαν, παραδείγματος χάριν, οι Ελληνες όταν η Επανάσταση του ΄21 εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο καταλήγοντας στον ορισμό ενός κυβερνήτη που δολοφονείται τέσσερα χρόνια αργότερα; Η μήπως θα πρέπει να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στις πολιτικές ελίτ της μετεπαναστατικής Ευρώπης που ζουν με το φόβο των Επαναστάσεων, το φόβο των μαζών και, κατ’επέκτασιν, το φόβο της καθολικής (ανδρικής) ψηφοφορίας και των αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών; Η μήπως τέλος, θα πρέπει να κατανοήσουμε την εγκαθίδρυση των βαλκανικών απόλυτων μοναρχιών ως μια κοινά αποδεκτή βάση, πάνω στην οποία οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μπόρεσαν να εξισορροπήσουν τους ανταγωνισμούς τους; Σε όλους τους παραπάνω λόγους που προφανώς έπαιξαν ένα σημαντικο ρόλο θα πρέπει ίσως να προσθέσουμε το γεγονός ότι η εξαγωγή της κρατικής δομής από τη Δυτική Ευρώπη σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο μοιάζει να οδηγεί, τουλάχιστον στον 19ο αιώνα, σε μια αναπαραγωγή του καταγωγικού της περιεχομένου δηλαδή στη διαδοχή απόλυτη μοναρχία/συνταγματική μοναρχία/αντιπροσωπευτική δημοκρατία -η τελευταία, συχνά πολύ αργότερα και όχι πάντα.

Μέσα σ’ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, στο χρονικό διάστημα που κύλησε ανάμεσα στις πρώτες εκφράσεις της επιθυμίας για εθνική απελευθέρωση και στην υλοποίησή της, η ιδεολογία των εθνικών ταυτοτήτων διαδόθηκε και αφομοιώθηκε από τις (λιγότερο ή περισσότερο) πολυπολιτισμικές κοινότητες της Οθωμανικής Ευρώπης. Το φαινόμενο της «εθνικοποίησης» των πολλαπλών πολιτισμικών ταυτοτήτων προηγήθηκε επομένως και, συχνά κατά πολύ, των κρατικών εθνικισμών. Αναπόφευκτα, η ίδρυση των βαλκανικών κρατών ή η διεύρυνση των συνόρων τους πραγματοποίηθηκαν με τίμημα τον πόλεμο, πόσο μάλλον που σε κάποιες περιπτώσεις η εδαφική ολοκλήρωση παρέμεινε επί μακρόν αδιευθέτητη.

Montesquieu Shutterstock

Ποια μπορεί να είναι επομένως η απήχηση των Φώτων στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα πέραν των λιγοστών ομάδων ανθρώπων που επιχείρησαν να τα μεταλαμπαδεύσουν μέσα από τα γραπτά τους; Αν εκλάβουμε τον όρο lato sensu, τότε είναι προφανές ότι, στις προοπτικές που άνοιγε η οικονομική και στρατιωτική παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα «Φώτα» έρχονται να σημασιοδοτήσουν την αναγνώριση της Ευρώπης ως παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού κέντρου και, κατ’ επέκτασιν, την αναγνώριση του ρόλου που θα μπορούσε δυνάμει να παίξει στο μέλλον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πάνω σ’αυτόν τον καμβά θα κεντηθεί το αίτημα της διάδοσης των Φώτων στην οθωμανική Ευρώπη.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως εδώ, ότι το ζήτημα της παγκόσμιας ευρωπαϊκής ισχύος τέθηκε και δίχασε καταρχάς τους ίδιους τους φορείς του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Αρκεί να μνημονεύσουμε τον Montesquieu, η κοσμοπολίτικη συνείδηση του οποίου συνδέεται, αν δεν πηγάζει απευθείας απο το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση των ευρωπαϊκών εμπορικών συναλλαγών μετέτρεπε δυνάμει στην εποχή του, την ιστορία της Ευρώπης σε ιστορία του κόσμου:

«Συνέπεια της ανακάλυψης της Αμερικής ήταν η σύνδεση της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική. Η Αμερική προμηθεύει την Ευρώπη τα πρώτα υλικά για την ανάπτυξη του εμπορίου της με αυτήν την αχανή έκταση της Ασίας που αποκαλούμε Ανατολικές Ινδίες. Το ασήμι, αυτό το τόσο χρήσιμο μέταλλο έγινε πλέον η βάση του πιο μεγάλου εμπορίου της οικουμένης. Στο τέλος έγινε απαραίτητη και η ναυτική επικοινωνία με την Αφρική, αφού προσέφερε εργατικά χέρια στα ορυχεία και στη γη της Αμερικής. Η Ευρώπη έχει φτάσει σε έναν τόσο μεγάλο βαθμό ισχύος που ιστορικά δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο φαινόμενο. Η Ευρώπη έχει στα χέρια της το εμπόριο και την ναυτιλία των υπολοίπων τριών μερών του κόσμου κατά τον ίδιο τρόπο που η Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία έχουν στα χέρια τους το εμπόριο της Ευρώπης » (Το πνεύμα των νόμων, 1848, XX, 1)».

Εξίσου καίρια στιγμή για τη διάχυση των Φώτων πέραν των ευρωπαϊκών τους κέντρων, είναι το 1789 το οποίο λειτούργησε ταυτόχρονα και ως καταλύτης για την παγκοσμιοποίηση της έννοιας «εθνική κυριαρχία» και, κατά συνέπεια, για την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη της πραγματοποίησής της: το κράτος.

Από τη σκοπιά που μας απασχολεί εδώ, η Γαλλική Επανάσταση είναι εξίσου σημαντική και για έναν επιπλέον λόγο· ότι για πρώτη φορά, η εποχή των Φώτων ιστορικοποιείται, σ’ ένα καταστατικό κείμενο για την ανάδυση των φιλοσοφιών της ιστορίας, το Σχεδίασμα ενός ιστορικού Πίνακα των προόδων του ανθρώπινου πνεύματος (1793) του Condorcet. Η εποχή των Φώτων γίνεται αντιληπτή ως ένα στάδιο της παγκόσμιας ιστορίας σε κατάσταση εκκόλαψης. Μ’ άλλα λόγια, τα Φώτα αποτελούν ταυτόχρονα ένα εν μέρει πραγματοποιημένο στάδιο (από τα πολιτισμένα έθνη του κόσμου) και, ταυτόχρονα, ένα στάδιο προς πραγματοποίησιν απ’ όλα τ’ άλλα έθνη, στο όνομα της Προόδου:

«Θα προσεγγίσουν άραγε μια μέρα όλα τα έθνη την κατάσταση πολιτισμού όπου έφθασαν οι πιο φωτισμένοι, οι πιο ελεύθεροι και οι πιο απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις λαοί, όπως οι Γάλλοι και οι Aγγλοαμερικανοί;», αναρωτιέται ο Condorcet στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Περί των μελλοντικών προόδων του ανθρώπινου πνεύματος». Η απάντηση είναι κατηγορηματική: τα Φώτα θα λάβουν χώρα στο εσωτερικό κάθε έθνους. Τα Φώτα εγγράφονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια ιστορική διαδικασία εν εξελίξει, που λαμβάνει χώρα στη βάση διαφορετικών «εθνικών» χρονικοτήτων, σε συνάρτηση με κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές παραμέτρους τις οποίες ο Condorcet αναλύει παραδειγματικά, σημειώνοντας τις αποκλίσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα έθνη και τις γεωγραφικές ζώνες. H διαχείριση αυτών των αποκλίσεων μετατρέπεται επομένως σε ζήτημα «εθνικής ταυτότητας» για όποιον λαό επιθυμεί να ενσωματωθεί στην καθολική και μη αναστρέψιμη διαδικασία της Προόδου με γνώμονα τον δυτικο-ευρωπαϊκό πολιτισμό.

Αυτήν ακριβώς τη συνείδηση μεταφράζει ο Αδαμάντιος Κoραής στο Υπόμνημα περί της παρούσης καταστάσεως του πολιτισμού εν Ελλάδι (1803) απευθύνοντας ένα ξεκάθαρο μήνυμα τόσο στο γαλλικό όσο και στο ελληνικό κοινό.

Στους Γάλλους για να τους διαβεβαιώσει πώς οι Ελληνες ήταν ικανοί ν’ αναβιώσουν «τις αρετές ενός Μιλτιάδη κι ενός Θεμιστοκλή», αν η γαλλική υπόσχεση περί απελευθέρωσης της Ελλάδας τηρούνταν· επίσης, και κυρίως, για να υπογραμμίσει το γεγονός ότι πολλές ελληνικές κοινότητες της αυτοκρατορίας, μπόρεσαν χάρη στον πλούτο που απέκτησαν απο τις εμπορικές συναλλαγές με την Ευρώπη, να «φωτιστούν» σχηματίζοντας νησίδες πολιτισμού μέσα σε μια «απωλιθωμένη» και «βάρβαρη» αυτοκρατορία που αδυνατούσε ν’ αντιληφθεί το (εμπορικό) πνεύμα των καιρών.

Στους Ελληνες, για να τους παροτρύνει να μιμηθούν την Ευρώπη, να οικειοποιηθούν τα Φώτα της και να τα δεχτούν ως ένα αντίδωρο μιας και οι Ευρωπαίοι φωτίστηκαν χάρη στα αρχαιοελληνικά «Φώτα».

Αδαμάντιος Κοραής Shutterstock

Υπ’αυτήν την έννοια, ο Διαφωτισμός συνιστά μια ιδρυτική στιγμή, ανεξαρτήτως της πραγματικής του διάχυσης στην ελληνική κοινωνία, στο βαθμό που σηματοδοτεί την στροφή προς την Ευρώπη· στο βαθμό επίσης που το ελληνικό καθρέφτισμα στο βλέμμα των Ευρωπαίων, επρόκειτο να μετατραπεί σε κυρίαρχη τροπικότητα της σχέσης της Ελλάδας με την Ευρώπη. Η Ελλη Σκοπετέα στο κλασικό βιβλίο της Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη ιδέα, ανέλυε με μεγάλη διαύγεια τον καταστατικό ρόλο που έπαιξε στον 19ο αιώνα το βλέμμα μιας Ευρώπης που μπορούσε να πάρει στα μάτια των Ελλήνων άλλοτε την όψη της παντοδυναμίας, άλλοτε του παραδείγματος προς μίμησιν κι άλλοτε την όψη του («φιλέλληνα» ή «μισέλληνα») παρατηρητή.

H «παρούσα κατάσταση του πολιτισμού» στις περιοχές της αυτοκρατορίας που ο Κοραής ονοματίζει «Ελλάδα», αποδεικνύει λοιπόν την ικανότητα των ελληνόφωνων κατοίκων να συνδιάζουν τις αρχαίες αρετές με τον εμπορικό καπιταλισμό, μ’άλλα λόγια την ικανότητα προσαρμογής τους στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Και είναι ακριβώς στο όνομα αυτής της διαδικασίας προσαρμογής στα ευρωπαϊκά ήθη, που οι Ελληνες δικαιούνταν, σύμφωνα με τον Κοραή, να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία που θα τους επέτρεπε να ασπαστούν πλήρως την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα αρχής γενομένης από τον κρατικό νεωτερισμό.

*Η Χρυσάνθη Αυλάμη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων & Πολιτισμού με αντικείμενο την Νεότερη και Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστοριογραφία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα