Το πρόβλημα με τη φορολόγηση των πλουσίων
Διαβάζεται σε 16'
Τα δημοσιονομικά συστήματα που έχουν σχεδιαστεί με γνώμονα το εισόδημα και την κατανάλωση δυσκολεύονται να συγκεντρώσουν πλούτο και οι δισεκατομμυριούχοι παρουσιάζουν μεγάλη κινητικότητα.
- 18 Σεπτεμβρίου 2025 06:19
Όταν το περιοδικό Forbes δημοσίευσε την πρώτη του λίστα με τους δισεκατομμυριούχους του πλανήτη το 1987, εμφανίστηκαν σε αυτήν μόνο 140 ονόματα. Η έκδοση του 2025 περιελάμβανε περισσότερα από 3.000 άτομα, με συνολική περιουσία 16 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Ακόμα και αν ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η άνοδος της Κίνας και πάνω από τρεις δεκαετίες πληθωρισμού, πρόκειται για μια συντριπτική αύξηση τόσο στον αριθμό όσο και στη συνολική συγκέντρωση πλούτου. Η καθαρή περιουσία του Ίλον Μασκ, ο οποίος είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο τον Απρίλιο του 2025, εκτιμήθηκε στα 342 δισεκατομμύρια δολάρια – σε σύγκριση με 295 δισεκατομμύρια δολάρια για ολόκληρη την “τάξη” του 1987.
Παγκοσμίως, ο μέσος πλούτος του κορυφαίου 0,0001% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά μέσο όρο 7,1% ετησίως μεταξύ 1987 και 2024, σε σύγκριση με το αντίστοιχο 3,2% για τον μέσο ενήλικα, σύμφωνα με τον Gabriel Zucman, καθηγητή οικονομικών στη Σχολή Οικονομικών του Παρισιού και του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια.
“Η προτεραιότητά μας θα πρέπει να είναι να κάνουμε κάτι με τους υπερπλούσιους”, λέει ο Zucman. “Δεν είναι μόνο οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον πλανήτη, αλλά αποδεικνύεται ότι είναι και αυτοί που πληρώνουν τον λιγότερο φόρο”, προσθέτει χαρακτηριστικά.
Αλλά όταν πρόκειται για φόρους στους πλουσίους, η απόκτηση των “περισσότερων φτερών με το λιγότερο δυνατό ξεπουπούλιασμα”, σύμφωνα με την αναλογία του Jean-Baptiste Colbert για το μάδημα της χήνας, είναι πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη.
Οι φόροι εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές, μαζί με τους φόρους πωλήσεων, είθισται να είναι οι κύριοι τρόποι είσπραξης εσόδων στις αναπτυγμένες χώρες. Ωστόσο, αυτοί δεν αφορούν τον κεφαλαιακό πλούτο των υπερπλουσίων, ο οποίος συχνά συγκεντρώνεται σε ακίνητα, επενδύσεις ή μετοχές σε επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η επιβολή υψηλότερων φόρων κεφαλαίου σε έναν σχετικά μικρό αριθμό πολύ πλουσίων ατόμων συχνά προκαλεί αλλαγές στη συμπεριφορά τους που περιορίζουν ή ακόμη και μειώνουν τα ποσά που συγκεντρώνονται. Η αύξηση των φόρων στους μετρίως πλούσιους, μια πολύ μεγαλύτερη και λιγότερο μεταβαλλόμενη ομάδα, συνήθως έχει συνέπειες στις εκλογές.
Η ιστορική αναδρομή στους φόρους περιουσίας, μας παρέχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, περίπου οι μισές χώρες του ΟΟΣΑ επέβαλαν ετήσιο φόρο καθαρής περιουσίας στους πλουσιότερους κατοίκους τους. Σήμερα, στην Ευρώπη μόνο η Ισπανία, η Νορβηγία και η Ελβετία τους διατηρούν – και συγκεντρώνουν σχετικά μικρά ποσά.
“Δεδομένου ότι οι πλούσιοι είναι εξαιρετικά κινητικοί και όλο και λιγότερο συνδεδεμένοι με τη χώρα που δημιούργησε τον πλούτο τους, μπορούν να μετακινηθούν και πράγματι, το κάνουν”, λέει ο Pascal Saint-Amans, πρώην επικεφαλής φορολογίας στον ΟΟΣΑ. Υποψιάζομαι ότι αν ρωτούσατε τους περισσότερους δισεκατομμυριούχους: “Πού είναι η αφοσίωσή σας, στη χώρα σας ή στα χρήματά σας;”, οι περισσότεροι θα έλεγαν: “Η αφοσίωσή μου είναι στα χρήματά μου”.
Ακόμη και οι χώρες που διατηρούν τους φόρους περιουσίας εξετάζουν τις κινήσεις τους. Το ζήτημα αποτέλεσε θέμα έντονης συζήτησης στην πρόσφατη προεκλογική εκστρατεία της Νορβηγίας, με το κεντροδεξιό κόμμα της χώρας να δεσμεύεται να τους καταργήσει.
Η Ελβετία, που εδώ και καιρό αποτελεί τόπο διαμονής των υπερπλούσιων, έχει “τρομάξει” ορισμένους από τους εύπορους κατοίκους της με τις συζητήσεις για έναν νέο φόρο κληρονομιάς.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο οι κυβερνήσεις των Εργατικών όσο και των Συντηρητικών έχουν αποδομήσει το παλιό καθεστώς “μη μόνιμης κατοικίας” της χώρας, οδηγώντας σε αποχωρήσεις κεφαλαίων, αν και τα πρώτα φορολογικά δεδομένα δεν έχουν επιβεβαιώσει τις ανησυχίες για μαζική έξοδο.
Ενώ ορισμένες ανεπτυγμένες χώρες αναζητούν τρόπους για να αποκομίσουν περισσότερα φορολογικά έσοδα από τους εύπορους, άλλες τους στρώνουν το κόκκινο χαλί με νέα δημοσιονομικά καθεστώτα.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιταλία έχουν δει εισροή πλούσιων ανθρώπων, ενώ στις ΗΠΑ, όπου οι φόροι περιουσίας είναι ήδη σχετικά χαμηλοί, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα χρυσής βίζας ύψους 5 εκατομμυρίων δολαρίων.
“Η παροχή ενός ελκυστικού φορολογικού συστήματος για τους πλούσιους γίνεται κάτι σαν εμπόρευμα για τις κυβερνήσεις”, λέει ο Pascal Saint-Amans, αντιπαραβάλλοντας τον “αγώνα για την προσέλκυση των πλουσίων” με τις προσπάθειες του ΟΟΣΑ να περιορίσει τον διεθνή ανταγωνισμό στους συντελεστές φορολογίας των επιχειρήσεων.
Η τάση αυτή ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργήσει μια “αποσυνδεδεμένη ελίτ”, προειδοποιεί, προσθέτοντας ότι οι δημοκρατίες με ανοιχτά σύνορα και απελευθερωμένες κεφαλαιαγορές είναι “πιο ευάλωτες” στην κινητικότητα της υψηλής τάξης από τα πιο ελεγκτικά καθεστώτα.
Ο León Fernando Del Canto, Ισπανός δικηγόρος και δικαστικός στο Λονδίνο, έγραψε πρόσφατα στο Tax Journal ότι για τις περισσότερες δημοκρατικές κυβερνήσεις, η επιλογή μεταξύ φορολόγησης της ιδιωτικής περιουσίας και περικοπής ουσιαστικών υπηρεσιών “δεν είναι πια μόνο ένα οικονομικό δίλημμα – είναι μια πολιτική και ηθική αναμέτρηση για τις ίδιες”.
“Η ιδέα ότι τα “δίχτυα ασφαλείας” για αναπήρους ή ηλικιωμένους θα πρέπει να θυσιαστούν, ενώ τεράστιες δεξαμενές αφορολόγητου πλούτου παραμένουν ανέγγιχτες, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αιτιολογηθεί”.
Όταν οι πολιτικοί μιλούν για “φορολόγηση των πλουσίων” ή για το να πληρώνουν οι πλούσιοι “το δίκαιο μερίδιο τους”, σπάνια προσδιορίζουν το συγκεκριμένο επίπεδο πλούτου που σκέφτονται. να φορολογήσουν.
Το ευρύ κοινό έχει επίσης την τάση να θεωρεί τους “πλούσιους” ως άλλους ανθρώπους από αυτό που είναι. Είναι επίσης δύσκολο να βρεθούν αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με τον πλούτο, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τα υπουργεία Οικονομικών και τους συμβούλους τους να διενεργήσουν το είδος της ανάλυσης κόστους-οφέλους που να θα μπορούσε να τροφοδοτεί μια ορθή πολιτική.
Παρά ταύτα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δισεκατομμυριούχων και των απλών εκατομμυριούχων, οι οποίες, όπως λένε οι ειδικοί, πρέπει να αποτυπωθούν στον τρόπο που οι κυβερνήσεις προσεγγίζουν το ζήτημα της φορολόγησής τους.
Όπως σημειώνει αναλυτής στους FT: “Εξαρτάται αν μιλάμε για δισεκατομμυριούχους — ή για πολλούς ανθρώπους που έχουν δει την αξία των σπιτιών τους να αυξάνεται και που έχουν μια πιο γενναιόδωρη συνταξιοδοτική κάλυψη από ό,τι οι προκάτοχοί τους ή οι μεταγενέστεροι τους”.
Τεχνικά, μπορεί να είναι πιο εύκολο να φορολογηθεί αυτή η ομάδα, καθώς τείνουν να έχουν περισσότερους δεσμούς με την πατρίδα τους και είναι λιγότερο πιθανό να μετακινηθούν. Αλλά “είναι πολιτικά πιο δύσκολο να κυνηγήσεις αυτή τη μεγαλύτερη ομάδα των baby boomers της μεσαίας τάξης”, προσθέτει ο αναλυτής.
“Είναι ένα δύσκολο ζήτημα, επειδή όλοι είναι υπέρ της προοδευτικής φορολογίας, αλλά ένα από τα προβλήματα είναι ότι δεν υπάρχουν όρια σε αυτήν”, λέει ο John Barnett του Chartered Institute of Taxation. “Σε ποιο σημείο ξεχειλίζει το ποτήρι;”.
Ενώ οι υπερπλούσιοι είναι πολιτικά ευκολότεροι στόχοι, έχουν το μεγαλύτερο κίνητρο να αποφεύγουν τους φόρους και να έχουν πρόσβαση στους καλύτερους δικηγόρους και λογιστές. Είναι επίσης ιδιαίτερα κινητικοί. Ο μεγιστάνας του χάλυβα Lakshmi Mittal, ο δισεκατομμυριούχος τσιμέντου Nassef Sawiris και οι έμποροι τέχνης Iwan και Manuela Wirth είναι μεταξύ εκείνων που έχουν εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο ή έχουν κοινοποιήσει την πρόθεσή τους να το πράξουν, μετά τις αλλαγές στο καθεστώς μη μόνιμης κατοικίας.
Οι επικριτές της φορολογίας του πλούτου προειδοποιούν ότι οι δαπάνες και οι φιλανθρωπικές τους δράσεις, ενδέχεται να φύγουν μαζί τους.
Οι φόροι που βασίζονται στο εισόδημα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικοί στη φορολόγηση αυτής της ομάδας, σύμφωνα με τον Zucman. Ο ίδιος επικαλείται έρευνα ομάδας της οποίας ηγήθηκε, η οποία βασίζεται σε ανώνυμες φορολογικές δηλώσεις, που υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων των ΗΠΑ.
Διαπίστωσε ότι οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί είχαν συνολικό πραγματικό φορολογικό συντελεστή 23,8% του εισοδήματός τους κατά τα έτη 2018 έως 2020, συμπεριλαμβανομένων των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων, των φόρων κληρονομιάς και δωρεάς, καθώς και των εταιρικών φόρων. Συγκριτικά, ο συντελεστής για τον ευρύτερο πληθυσμό των ΗΠΑ ήταν στο 30%, αυξανόμενος στο 45% για τους εργαζόμενους με τις υψηλότερες αποδοχές.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό, ο Zucman έχει προτείνει έναν παγκόσμιο φόρο 2%, που να επιβάλλεται ετησίως σε εκείνους με συνολικό πλούτο άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, περιλαμβάνοντας σε αυτόν περιουσιακά στοιχεία όπως ακίνητα, συμμετοχές σε εταιρείες και μεγάλες μετοχικές θέσεις.
“Δεν μπορείς να σκεφτείς πιο στοχευμένο μέτρο από αυτό για να προσπαθήσεις να αυξήσεις τους φόρους τους”, σημειώνει, προσθέτοντας ότι οι πρόοδοι στη φορολογική διαφάνεια, ο τερματισμός του τραπεζικού απορρήτου και η ανταλλαγή οικονομικών πληροφοριών μεταξύ των φορολογικών αρχών σημαίνουν ότι είναι πλέον πιο δύσκολο για τους πλούσιους να κρύψουν τον πλούτο τους.
Η ιδέα συζητήθηκε στην G20 πέρυσι, αλλά δεν έλαβε υποστήριξη από όλα τα μέλη της. Ο Zucman τώρα ξεκινά μια καμπάνια για να υιοθετηθεί η πρότασή του στη χώρα του, τη Γαλλία.
Η Norma Cohen, πρώην δημοσιογράφος των Financial Times, η οποία είναι νυν επίτιμη ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, επισημαίνει ότι ιστορικά, οι φόροι που βασίζονται στα περιουσιακά στοιχεία ήταν οι κύριες πηγές εσόδων για πολλές κυβερνήσεις.
Οι φόροι εισοδήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν “ένα φαινόμενο του μέσου και τέλους του 20ού αιώνα”, στενά συνδεδεμένο με την εμφάνιση του κράτους πρόνοιας. “Μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι φορολογούμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ελάχιστοι”, λέει. “Η Βρετανία φορολογούσε άλλα πράγματα: κληρονομιές, γη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επέβαλε δασμούς”.
Ωστόσο, οι φοροτεχνικοί λένε ότι η στροφή προς τη φορολογία που βασίζεται περισσότερο στα περιουσιακά στοιχεία, είναι γεμάτη δυσκολίες στη σύγχρονη εποχή. Η διαχείριση και η επιβολή της νομοθεσίας αποτελούν προκλήσεις, ενώ ο ορισμός του πλούτου και η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων – ιδίως εκείνων που δεν διαπραγματεύονται σε δημόσιες αγορές – παρουσιάζουν επίσης πρακτικές δυσκολίες.
Ο David Sturrock, αναπληρωτής διευθυντής στο Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Μελετών, προειδοποιεί ότι η φορολόγηση του πλούτου “θα αποθαρρύνει τη συσσώρευση πλούτου” και αντιβαίνει στις προσπάθειες των κυβερνήσεων να πείσουν περισσότερους ανθρώπους να αποταμιεύσουν και να επενδύσουν για το μέλλον τους.
“Αυτό που θέλεις να κάνεις είναι να προσπαθήσεις να αυξήσεις τα έσοδα με τρόπο που να μην παραμορφώνει και να μην αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα”, προσθέτει.
Μια επιλογή για την αντιμετώπιση του ζητήματος των πλουσίων που απλώς μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία αλλού, είναι ο φόρος εξόδου. Η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία συγκαταλέγονται στις 14 χώρες του ΟΟΣΑ που φορολογούν τα μη πραγματοποιηθέντα κεφαλαιακά κέρδη για όσους αλλάζουν φορολογική κατοικία, ενώ οι ΗΠΑ φορολογούν όσους παραιτούνται από την υπηκοότητά τους.
“Η φοροδιαφυγή συμβαίνει λιγότερο συχνά από ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά συμβαίνει”, λέει ο Arun Advani, διευθυντής του CenTax, ενός think tank με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Warwick. Ωστόσο, προσθέτει: “Είναι μια πολιτική επιλογή να τους αφήσουμε να μεταναστεύσουν αφορολόγητα”.
Ένα έγγραφο εργασίας του ΟΟΣΑ σχετικά με τη φορολογία κεφαλαίου, επιβεβαίωσε φέτος ότι οι φόροι εξόδου θα μπορούσαν να περιορίσουν τη διαρροή εσόδων και να αποθαρρύνουν τη μετανάστευση που οφείλεται στη φορολογία, αν και παρατηρεί πως οι στόχοι αυτοί πρέπει να εξισορροπηθούν με αντίμετρα “όπως η προσέλκυση και διατήρηση ταλέντων και επιχειρηματιών”.
Ένα κράτος που είναι πιο συνηθισμένο να εξισορροπεί τις ανάγκες του πληθυσμού του με αυτές των πλουσίων που μετακινούνται, είναι η Ελβετία, η οποία εφαρμόζει το σύστημα forfait ή lump sum (εφάπαξ ποσού) για τους πλούσιους αλλοδαπούς που θέλουν να ζήσουν εκεί.
Οι πλούσιοι αλλοδαποί μπορούν να επιλέξουν αυτό το σύστημα φορολόγησης, το οποίο περιλαμβάνει εξατομικευμένες συμφωνίες με τις τοπικές αρχές για το συνολικό φόρο που πληρώνουν για το εισόδημα και την περιουσία τους. Για όσους δεν είναι επιλέξιμοι, όλα τα καντόνια επιβάλλουν φόρο καθαρής περιουσίας με βάση το υπόλοιπο των παγκόσμιων περιουσιακών στοιχείων του ατόμου, μείον τα χρέη, με συντελεστές που κυμαίνονται από 0,1% έως 1%.
Οι χρήστες του συστήματος forfait δεν επιτρέπεται να εργάζονται στην Ελβετία, οπότε είναι περισσότερο κατάλληλο για εκείνους που έχουν ήδη συσσωρεύσει περιουσίες και όχι για ενεργούς επιχειρηματίες. Οι φόροι περιουσίας στην Ελβετία είναι υψηλότεροι από άλλες χώρες, αλλά εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Η Lisa Cornwell, που ηγείται της PwC στην Ελβετία, λέει ότι η χώρα “δεν ήταν ποτέ η φθηνότερη” για τους πλούσιους ξένους που θέλουν να μετακομίσουν εκεί, αλλά προσφέρει άλλα κίνητρα. “Η Ελβετία είναι διακριτική”, προσθέτει. “Ίσως να πληρώσεις περισσότερα, αλλά έχει μια ποικιλία πόλεων, είναι ασφαλής, είναι καθαρή και είναι όμορφη”.
Το χρέος της χώρας είναι επίσης χαμηλό σε σχέση με το ΑΕΠ της και οι πολίτες της απολαμβάνουν ένα αξιοζήλευτο βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο, ακόμη και εδώ, υπάρχει πίεση για μεταρρυθμίσεις. Τον Νοέμβριο, η Ελβετία θα διεξαγάγει δημοψήφισμα σχετικά με την εισαγωγή ομοσπονδιακού φόρου σε κληρονομιές και δωρεές αξίας άνω των 50 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (63 εκατομμύρια δολάρια) επιπλέον των υφιστάμενων καντονικών φόρων. Ο φόρος δεν θα περιλαμβάνει απαλλαγή για συζύγους ή άμεσους απογόνους.
Η πρόταση κατατέθηκε από ένα κόμμα της άκρας αριστεράς, αλλά σύμβουλοι φορολογίας και δικηγόροι στη χώρα των Άλπεων προειδοποιούν ότι κάποιοι πλούσιοι ήδη εγκαταλείπουν τη χώρα, αντιδρώντας σε αυτή.
Άλλες χώρες, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιταλία, προτίθενται να τους “καλωσορίσουν”. Η πρώτη δεν έχει ατομικούς φόρους, ενώ η δεύτερη χρεώνει ένα σταθερό τέλος 200.000 ευρώ ετησίως για όσους επιδιώκουν ιταλική φορολογική κατοικία.
“Τέτοιες πρακτικές εγείρουν κάθε είδους προβλήματα και μεγάλα ζητήματα δικαιοσύνης”, λέει ο Zucman, καθηγητής της Σχολής Οικονομικών του Παρισιού. “Γιατί θα πρέπει να επιτρέπεται στους ξένους δισεκατομμυριούχους να πληρώνουν λιγότερα, παρόλο που επωφελούνται από τις υποδομές και την πρόσβαση στις αγορές;”.
Η Emma Chamberlain, Βρετανίδα φορολογική δικηγόρος που συμβουλεύει πλούσιες οικογένειες, λέει ότι “φαίνεται να υπάρχει μια αίσθηση αντιπάθειας προς τους πλούσιους” και μια δημοφιλής αντίληψη “ότι απλώς πρέπει να τους εκμεταλλευτούμε όσο περισσότερο μπορούμε”.
Δεδομένης της πολυτάραχης ιστορίας των φόρων περιουσίας, πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν την αναμόρφωση των υφιστάμενων φόρων σε τομείς όπως η περιουσία, οι δωρεές και οι κληρονομιές και τα κεφαλαιακά κέρδη, προτού βιαστούν να εφαρμόσουν νέους.
“Χρειαζόμαστε φόρο περιουσίας; Η απάντησή μου είναι όχι, δεν χρειαζόμαστε” έγραψε πρόσφατα στο ιστολόγιό του ο Richard Murphy, καθηγητής Λογιστικής στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. “Όχι μόνο θα χρειαστεί χρόνος για να εφαρμοστεί, αλλά θα υπάρξει και μια μακρά περίοδος προσαρμογής, προτού μπορέσει να εφαρμοστεί σωστά”.
Πρόσθεσε ότι θα ήταν πολύ πιο γρήγορο και ευκολότερο “να αλλάξουν οι συντελεστές, τα επιδόματα και οι ελαφρύνσεις για τον πλούτο και τα κέρδη που έχουν ήδη δηλωθεί” στις φορολογικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Chamberlain λέει ότι η αύξηση των συντελεστών ή η εύρεση νέων στοιχείων προς φορολόγηση τείνει να οδηγεί σε “μεγάλη φοροαποφυγή” που περιορίζουν τα ποσά που συγκεντρώνονται. “Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερο αν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου είχε μια πιο θετική προσέγγιση… και απλώς απέκλειε πράγματα όπως ο φόρος πλούτου, ο φόρος εξόδου και οι αλλαγές στον φόρο κληρονομιών”, προσθέτει. “Ο ελβετικός φόρος περιουσίας λειτουργεί επειδή έχει τόσο χαμηλούς συντελεστές”.
Αλλά για τις ευρωπαϊκές χώρες ειδικότερα, που αντιμετωπίζουν αυξανόμενο κόστος υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και των αυξημένων αμυντικών δαπανών, το ζήτημα του ποιος θα φορολογηθεί και πώς, είναι απίθανο να υποχωρήσει, όσο περίπλοκα κι αν είναι τα τεχνικά ζητήματα.
Η Cohen, από το Queen Mary University, προειδοποιεί ότι μέχρι το 2050, “το ποσοστό του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου που θα είναι 65 ετών και άνω θα είναι περίπου 25%”. Με λιγότερους εργαζόμενους που υποστηρίζουν περισσότερους συνταξιούχους, “πρέπει να βρούμε κάτι διαφορετικό από τον φόρο εισοδήματος, βασισμένο αποκλειστικά στη δημογραφική αλλαγή”.
Ο Daniel Bunn, πρόεδρος του Tax Foundation, ενός αμερικανικού think tank, λέει ότι «οι κυβερνήσεις έχουν χρόνο να αντιμετωπίσουν τα πράγματα, πιθανώς μέσω [μειώσεων στις] δαπάνες – αν και οι κυβερνήσεις δεν απολαμβάνουν να το κάνουν αυτό”.
Ο Stuart Adam, ανώτερος οικονομολόγος στο IFS, λέει: “Αν καταφέρναμε να κάνουμε την οικονομία να αναπτυχθεί λίγο, αυτό θα έκανε τη ζωή πολύ πιο εύκολη [για τις κυβερνήσεις], καθώς η έλλειψη ανάπτυξης και η γήρανση του πληθυσμού την κάνουν όντως πιο δύσκολη”.
Αλλά τα τεράστια περιουσιακά στοιχεία των πλουσίων παραμένουν ένας δελεαστικός στόχος, και ο Saint-Amans παρατηρεί ότι οι τάξεις των υπερπλουσίων είναι διευρυμένες σήμερα, σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα.
“Οι άνθρωποι που μετά από 100 χρόνια θα κοιτάζουν πίσω στη σημερινή εποχή, θα πουν: “Αυτοί οι άνθρωποι ήταν τρελοί, άφησαν έναν αριθμό ανθρώπων να γίνουν εξαιρετικά πλούσιοι, κατέχοντας όχι δισεκατομμύρια αλλά εκατοντάδες δισεκατομμύρια”, λέει ο ίδιος. “Μερικά άτομα ελέγχουν τον πλανήτη και αυτό είναι λάθος. Τροφοδοτεί τον λαϊκισμό, ο οποίος απλώς θα ενισχύσει το πρόβλημα”.
© The Financial Times Limited 2025. Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Απαγορεύεται η αναδιανομή, αντιγραφή ή τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο. Το NEWS 24/7 φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την παρούσα μετάφραση και η Financial Times Limited δεν αποδέχεται καμία ευθύνη για την ακρίβεια ή την ποιότητα της μετάφρασης.