Εμείς, οι δημοσιογράφοι

Εμείς, οι δημοσιογράφοι

Ο λόγος που ο πειρασμός της λογοκρισίας, σε διάφορες μορφές, είναι ισχυρός συνδέεται με τη δύναμη επιρροής, πραγματική ή φαντασιακή των ΜΜΕ.

Με αφορμή την έκδοση του “Λεξικού λογοκρισίας” ο Δημήτρης Χριστόπουλος, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο, σε μια πρόσφατη συνέντευξή του (Lifo) είπε ότι “δεν υπάρχει εξουσία χειραφετημένη από τον λογοκριτικό πειρασμό. Ο λόγος για τον οποίο τα κρούσματα εντείνονται στις περιόδους πολιτικού αυταρχισμού είναι ότι τα καθεστώτα αυτά δεν νιώθουν ασφάλεια ώστε να αφήνουν τους ανθρώπους να εκφράζονται ελεύθερα. Όμως, στην πορεία η εξουσία εθίζεται στη λογοκρισία και προσφεύγει σε αυτή ανεξάρτητα από το αν της είναι χρήσιμη ή όχι, διότι απλώς το έχει συνηθίσει. Από αυτόν τον κανόνα δεν ξεφεύγει η Ελλάδα”.

Η προσωπική μου εμπειρία στην άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό το συμπέρασμα: Ο πειρασμός της λογοκρισίας είναι ισχυρός για κάθε σύστημα εξουσίας, υπάρχουν διαβαθμίσεις και αποχρώσεις στον τρόπο διαπραγμάτευσης με τα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά ο γενικός κανόνας είναι ότι το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του -και παρά τις διαφορές στην ένταση και στο ύφος- θέλει τον έλεγχο της πληροφορίας, προωθεί την προπαγάνδα, έχει δυσανεξία στην κριτική όταν είναι ουσιαστικά ενοχλητική και προσπαθεί να διαμορφώσει ευνοϊκό επικοινωνιακό πλαίσιο, δηλαδή μηχανισμούς στήριξης.

Όσο μεγαλύτερη είναι η αδιαφάνεια στη χρηματοδότηση των ΜΜΕ και όσο μεγαλύτερη η εξάρτησή τους από το κράτος τόσο πιο εύκολη είναι η χειραγώγησή τους. Και η ευκολία αυτή ενισχύεται όταν οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ είναι ευάλωτοι σε πιέσεις, όταν δηλαδή υπάρχουν γκρίζες περιοχές στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα.

Ο λόγος που ο πειρασμός της λογοκρισίας, σε διάφορες μορφές, είναι ισχυρός συνδέεται με τη δύναμη επιρροής, πραγματική ή φαντασιακή των ΜΜΕ. Ενας ηγέτης, ένα κόμμα, ένας πολιτικός αρχηγός, ένας υποψήφιος βουλευτής έχουν λόγους να θεωρούν ότι αν προβληθούν σωστά, δηλαδή αν αποκρυβούν τα κακά και αναδειχθούν τα καλά, τότε θα ωφεληθούν. Αυτή η εντύπωση είναι τόσο κυρίαρχη που γίνεται η προσπάθεια συνεννόησης-συναλλαγής παρόλο που μπορεί να έχει αποδειχτεί το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή η υπέρμετρη στήριξη μιας άποψης ή ενός προσώπου φέρνει κάποιες φορές τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκονται (χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015).

Συμβαίνει εδώ και παντού στον κόσμο. Η συζήτηση για τη στρατευμένη δημοσιογραφία και τους περιορισμούς που αυτή επιβάλει είτε πρόκειται για άνωθεν εντολή είτε για έσωθεν επιλογή είναι διαρκής και ανεξάντλητη. Οι New York Times, μετά τα όσα φοβερά έγιναν γύρω από την εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, διαμόρφωσαν έναν νέο κώδικα δεοντολογίας για τους δημοσιογράφους τους στα social media καλώντας τους να μην εκφράζουν τις προσωπικές πολιτικές τους θέσεις παράλληλα με τη μετάδοση ειδήσεων.

Είναι αυτό σωστό; Κατά τη γνώμη μου, όχι απαραίτητα. Ο ισχυρός αντίλογος προκρίνει ότι δεν υπάρχει ουδέτερη δημοσιογραφία, εκτός αν αναφερόμαστε μόνο σε κάποια ρεπορτάζ του αστυνομικού δελτίου, και επομένως είναι έντιμο να γνωρίζει ο αναγνώστης, ο ακροατής και ο τηλεθεατής τι πιστεύει αυτός που τον ενημερώνει.

Το πράγμα μπερδεύεται όταν ο δημοσιογράφος δεν είναι φορέας των δικών του αντιλήψεων αλλά της “γραμμής”, είτε πρόκειται για τη “γραμμή” κάποιου κόμματος είτε για εκείνη του εργοδότη του, που συχνά μπορεί να ταυτίζονται.

Το σύνηθες στη χώρα μας είναι οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ να έχουν ισχυρότερο λόγο από το κόμμα το οποίο υποστηρίζουν στον τρόπο παρουσίασης της επικαιρότητας. Είτε γιατί οι μιντιάρχες πλειοδοτούν προκειμένου να ευχαριστήσουν το πολιτικό αφεντικό χωρίς καν να τους το ζητήσει προσδοκώντας κάποιο αντάλλαγμα, είτε γιατί θέλουν να καθοδηγήσουν και να ποδηγετήσουν το πολιτικό υποκείμενο στο οποίο έχουν επενδύσει.

Εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το φαινόμενο της ταύτισης του δημοσιογράφου με ένα σύστημα εξουσίας που του αφαιρεί κάθε αξιοπιστία. Αυτό δεν είναι απαραίτητο ότι συμβαίνει μόνο από ιδιοτέλεια, για να διασφαλιστεί δηλαδή κάποιο πρακτικό όφελος. Συχνά πρόκειται για μια ψυχική στάση, συνδέεται δηλαδή με την επιθυμία συμμετοχής σε μια ελίτ και με την ανάγκη κατανάλωσης της ψευδαίσθησης της ένταξης σε μια ανώτερη προνομιούχα ομάδα που λύνει και δένει. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν έχει νόημα η συζήτηση περί λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας γιατί η διαστρέβλωση της πραγματικότητας γίνεται με φυσικό και αβίαστο τρόπο, δηλαδή ο δημοσιογράφος μετατρέπεται σε φερέφωνο με τη δική του βούληση και χωρίς καμία πίεση, η κατασκευή της πραγματικότητας γίνεται δεύτερη φύση του.

Η προσωπική μου εμπειρία δείχνει ότι η λογοκρισία αποτελεί πολύ μικρότερο κίνδυνο από την αυτολογοκρισία. Εργάζομαι ως δημοσιογράφος 25 χρόνια και από αυτά σχεδόν 20 ασχολούμαι με διπλωματικά και πολιτικά θέματα, επομένως κινούμαι στην θερμή περιοχή όπου συναντιούνται η πολιτική ελίτ με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα πολλές φορές σε γκρίζο φόντο παρασκηνιακής συναλλαγής. Τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια εργάστηκα σε μέσα ενημέρωσης τα οποία κινούνταν στην αντίθετη ιδεολογική κατεύθυνση από τη δική μου. Ποτέ δεν “κόπηκε” κείμενό μου, ποτέ δεν πιέστηκα πραγματικά να γράψω ή να πω κάτι που δεν ήθελα, ποτέ δεν κινδύνευσε η θέση εργασίας μου για πολιτικούς λόγους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν υπουργοί που διαμαρτυρήθηκαν σε διευθυντές για κείμενά μου και δεν ζήτησαν την απομάκρυνσή μου. Δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν έντονες συζητήσεις και συγκρούσεις σε θυελλώδεις συσκέψεις ή ότι δεν απέφυγα να γράψω ή να πω κάτι που ήξερα εκ προοιμίου ότι θα φέρει σε δύσκολη θέση την εφημερίδα, το ραδιόφωνο ή το κανάλι. Και ναι, αυτό είναι αυτολογοκρισία. Είναι η προσαρμογή που κάνει ο ίδιος ο δημοσιογράφος προκειμένου να είναι συμβατός στο επαγγελματικό του περιβάλλον.

Αλλά προσωπικά, τις μεγαλύτερες ασκήσεις αυτολογοκρισίας δεν τις έχω κάνει για να μην είμαι παράταιρη στο μέσο ενημέρωσης όπου εργάζομαι κάθε φορά αλλά για να αποφύγω τον κανιβαλισμό στα social media, όταν ξέρω ότι η άποψή μου είναι ερεθιστική για ένα φανατισμένο κοινό.

Θέλω να πω ότι η αυτολογοκρισία είναι, νομίζω, αναπόφευκτη και αυτό που έχει τελικά σημασία είναι η πρόθεση, δηλαδή η εντιμότητα. Είναι άλλο πράγμα η εθελοδουλία, η υποταγή δηλαδή δημοσιογράφων σε κόμματα χωρίς καν να τους ζητηθεί ή η προθυμία για προσάρτηση στο άρμα του μιντιάρχη και άλλο πράγμα ένας αυτοπεριορισμός στο πλαίσιο του πραγματισμού και της αυτοπροστασίας.

Ετσι κι αλλιώς δεν υπάρχει μια αλήθεια. Δεν οφείλουμε εξηγήσεις γιατί δεν την βρήκαμε ή δεν την είπαμε ολόκληρη αλλά πρέπει να απολογηθούμε αν στη θέση της βάλαμε ένα ολόκληρο ψέμα, αν κατασκευάσαμε μια πραγματικότητα, αν εξαπατήσαμε, αν σκόπιμα παραπλανήσαμε και αν αισθανθήκαμε ότι δεν είμαστε απέναντι στην εξουσία, αλλά ένα μαζί της. 

Τελειώνοντας θέλω να πω ότι για μένα το μεγάλο πρόβλημα σήμερα σε σχέση με τα ΜΜΕ και το ρόλο τους στον καθορισμό της ποιότητας της δημοκρατίας και του κοινωνικού πολιτισμού δεν είναι η λογοκρισία ούτε η αυτολογοκρισία. Το πιο σημαντικό είναι η συμβολή τους στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Από την ηρωοποίηση του Κ. Κατσίφα μέχρι την απόκρυψη του ρατσιστικού χαρακτήρα του εγκλήματος στην Κέρκυρα και από τον τίτλο “ο θάνατος του ληστή” στα δελτία ειδήσεων τη μέρα που λυντσαρίστηκε μέχρι θανάτου ο Ζακ Κωστόπουλος μέχρι τα σχόλια τύπου“ήταν καλή κοπέλα και μαζεμένη” για την άτυχη φοιτήτρια που δολοφονήθηκε στη Ρόδο, πολλά και μεγάλα ΜΜΕ θρέφουν τα πιο άγρια και σκοτεινά ένστικτα ενός κοινού έτοιμου να καταναλώσει φτηνό δήθεν ενημερωτικό υλικό. Και σε αυτές τις περιπτώσεις η δημοσιογραφική έκφραση της χυδαιότητας είναι απολύτως ελεύθερη, χωρίς κανέναν λογοκριτικό ή αυτολογοκριτικό περιορισμό. Δυστυχώς.

* Η παρέμβασή μου στο συνέδριο “Ενημέρωση και Δημοκρατία” που διοργάνωσε το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων (13-15 Δεκεμβρίου).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα