Είναι ξεπερασμένη η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς;

Είναι ξεπερασμένη η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς;

Όσο υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες κι αυτές όχι μόνο υπάρχουν αλλά βαίνουν και διευρυνόμενες εντός και μεταξύ των χωρών, οι προοδευτικές δυνάμεις που παραδοσιακά αγωνίζονται για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, τις ίσες ευκαιρίες και ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας για τις πιο ευάλωτες ομάδες, θα έχουν ρόλο και λόγο ύπαρξης

Όπως συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα, μια συζήτηση που στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου καινούργια -μια και έχει ανοίξει από την εποχή της κατάρρευσης του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ-εντάσσεται τον τελευταίο καιρό δυναμικά, αν και μάλλον επιδερμικά, στη δημόσια συζήτηση:

Οι διαχωριστικές ιδεολογικές γραμμές και ειδικότερα η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς θεωρούνται και προβάλλονται από αρκετούς, πολιτικούς και μη, ως ξεπερασμένες..

Στη χώρα μας τροφοδότης αυτής της συζήτησης ήταν φυσικά η «μνημονιακή εποχή». Η απουσία διακριτότητας αναφορικά με τις οικονομικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης, που εφαρμόστηκαν με πολύ μικρές παραλλαγές από όλες ανεξαρτήτως τις κυβερνήσεις της 6ετίας -δηλαδή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και εσχάτως της «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (κ ΑΝΕΛ)επανέφερε για άλλη μια φορά στο προσκήνιο το δόγμα ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Μ άλλα λόγια, το δίλημμα «Μνημόνιο ή χρεοκοπία»..

Το δίλημμα ήταν εξαρχής απολύτως πραγματικό αλλά χρειάστηκε να περάσει μια 5ετία κρίσης και μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να κλείσει(;) ο κύκλος των ψευδαισθήσεων και των μύθων.. Άλλωστε και πέραν των δικών μας τειχών, «μνημονιακές» πολιτικές εφαρμόστηκαν κι εφαρμόζονται κι αλλού, έστω σε ηπιότερη μορφή, ακόμα και σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, εκτός Μνημονίων. Χαρακτηριστικό κι επίκαιρο παράδειγμα η Γαλλία, που στενάζει εδώ και πολλές βδομάδες από απεργίες και  διαδηλώσεις συχνά ολονύκτιες, λόγω των οξύτατων συνδικαλιστικών και κοινωνικών αντιδράσεων που έχει προκαλέσει το νομοσχέδιο της (σοσιαλιστικής)κυβέρνησης  για νέες (ελαστικότερες) σχέσεις εργασίας.

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ήταν ιστορικά ταμπού για την αριστερά και πρωτεύον στόχος για την δεξιά. Σήμερα, με την απο-επένδυση που επικρατεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργώντας ή απειλώντας να δημιουργήσει στρατούς νέων ανέργων σε αρκετές περιοχές της ευρωπαϊκής επικράτειας, το δίλημμα τίθεται τεχνηέντως αλλιώς: απορρύθμιση ή ανεργία;

Μπορούμε να το καταδικάζουμε, να το καταγγέλλουμε, να το χαρακτηρίζουμε άδικο και νέο-φιλελεύθερο, ακόμα και αντιπαραγωγικό όπως έκανε στην προχθεσινή του ομιλία στο ΣΕΒ ο Π/Θ, αλλά το δίλημμα παραμένει. Και παραμένει για τον απλούστατο λόγο ότι οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, όχι μόνο στην Ελλάδα που έχει πάντοτε τις ιδιαιτερότητές της, αλλά σχεδόν σ ολόκληρο το δυτικό κόσμο βαίνουν μειούμενες. Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες προσφέρει πολύ υψηλά κέρδη και πάντοτε, παρά τις κάποιες προσπάθειες ρύθμισης, μεγάλες δυνατότητες χειραγώγησης των Αγορών. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη από την άλλη μεταβάλλει με αστραπιαία ταχύτητα τα δεδομένα της παραγωγής και ευρύτερα της οικονομίας δημιουργώντας και πάλι ανέργους από  επιχειρήσεις που είτε θα συρρικνωθούν είτε θα κλείσουν εφόσον δεν θα μπορούν να ακολουθήσουν και να προσαρμοστούν.

Αυτά είναι τα δεδομένα που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική εξέλιξη που έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και διασυνοριακός.

Προφανώς, η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον να αναχαιτιστεί ή να αντιστραφεί. 

Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα όπως είναι η κλιματική αλλαγή και οι αυξανόμενες ροές μεταναστών και προσφύγων. Πώς να σχεδιάσει και να εφαρμόσει κανείς αποτελεσματικές «εθνικές πολιτικές» σε προβλήματα που έχουν ολοένα και περισσότερο παγκόσμια διάσταση και χαρακτήρα; 

Εν μέρει ισχύει λοιπόν. Εάν πάρουμε το παραδοσιακό περιεχόμενο της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι όντως είναι ξεπερασμένο. Γιατί αμβλύνεται και συχνά εξαφανίζεται η διακριτότητα των πολιτικών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις έχουμε και πλήρη «αντιστροφή ρόλων»: Στη Γερμανία για παράδειγμα, ήταν η χριστιανοδημοκράτης Μέρκελ  που ηγήθηκε της προσπάθειας για ανοικτά σύνορα, ενώ στην Αυστρία (και αλλού) ήταν οι σοσιαλδημοκράτες που έδιναν μάχες, λόγω των αφόρητων κοινωνικών πιέσεων, για να κλείσουν τα σύνορα της Ευρώπης.

Υπάρχει λοιπόν σύγχυση και ασάφεια ως προς το σύγχρονο περιεχόμενο της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά και γενικότερα των διαχωριστικών ιδεολογικών γραμμών, εκεί που η πολιτική δοκιμάζεται στην πράξη, δηλαδή στην άσκηση της εξουσίας. Και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ, μια κυβέρνηση που δηλώνει ότι ανήκει στη «ριζοσπαστική Αριστερά» έστω κι αν ανενόχλητα συγκυβερνά μ ένα κόμμα που βρίσκεται στον αντίποδα του σκληρού πυρήνα της ιδεολογίας και του αξιακού της συστήματος- είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάλλαξης σ ολόκληρη την Ευρώπη.

Αυτό δεν σημαίνει όμως σε καμία περίπτωση ότι δεν υπάρχει –και κυρίως ότι δεν έχει λόγο να υπάρξει -διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς.

Όσο υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες κι αυτές όχι μόνο υπάρχουν αλλά βαίνουν και διευρυνόμενες εντός και μεταξύ των χωρών, οι προοδευτικές δυνάμεις που παραδοσιακά αγωνίζονται για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τα δικαιώματα, τις ίσες ευκαιρίες και ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας για τις πιο ευάλωτες ομάδες, θα έχουν ρόλο και λόγο ύπαρξης. Καλός κι αναγκαίος λοιπόν ο μεταρρυθμισμός, ιδιαίτερα εδώ που έχουμε ακόμα οικονομικές και πολιτικές δομές που ανήκουν σε προηγούμενες δεκαετίες, σωστές οι θέσεις για ανοικτές κοινωνίες και ανοικτά σύνορα, αλλά όλα αυτά δεν υπερβαίνουν και πολύ περισσότερο δεν αναιρούν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις βασικές ιδεολογίες. Ασφαλώς, είναι επιτακτική η ανάγκη να δοθεί ένα νέο, σύγχρονο περιεχόμενο στη διάκριση αυτή. Κι αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο αλλά ζήτημα πολιτικής επιβίωσης για τις προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη..

*H Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, πρώην ευρωβουλευτής και πρώην Αντιπρόεδρος του ΕΚ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα