Από το Μπουένος Άϊρες στην Αθήνα: Μικρές ρωγμές χαράς στις μεσοτοιχίες των θλιμμένων πόλεων

Διαβάστε ένα άρθρο - νυχτερινό οδοιπορικό στην πόλη που κρύβει μικρές, απροσδόκητες χαρές ενάντια στη μελαγχολία των ημερών (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247)
- 26 Ιουλίου 2012 09:36
Δεν ξέρω τί είναι πιο καταθλιπτικό αυτό τον καιρό από την Αθήνα. Ίσως το Mπουένος Άϊρες. Δεν είναι μόνο η κρίση – είναι βέβαια κι αυτή, και τα σημάδια της παντού γύρω – αλλά είναι και ότι έχει προηγηθεί, και ότι έπεται, και η μελαγχολία που, άμα βρει χώρο να ριζώσει, απλώνει παντού, σε ακανόνιστα σχήματα.
Αυτό λέει περίπου ο πρωταγωνιστής της ταινίας Μεσοτοιχίες (Medianeras, 2011), μιας ιστορίας αστικής μοναξιάς και κατάθλιψης με ριγέ-κόκκινο τέλος, που εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα της Αργεντινής.
Παίζεται εδώ και μερικές εβδομάδες και όλοι μιλούν για αυτήν. Μόλις που την προλαβαίνω απόψε στη Ριβιέρα. Οι νυχτερινές παραστάσεις των θερινών κινηματογράφων τέτοια εποχή είναι, εκτός από ανακουφιστικό αντίδοτο στην πνιγηρή ζέστη, και φάρμακο για τις αϋπνίες. Ακούω την ηρωίδα να ζηλεύει το λάπτοπ της επειδή δουλεύει καλύτερα απο το μυαλό της, και συμπάσχω μασώντας πασατέμπο ακατάπαυστα.
Παρ´ότι ο πεζόδρομος της Βαλτετσίου είναι ασφυκτικά γεμάτος, από την πλατεία και κάτω οι δρόμοι είναι άδειοι. Τα βρώμικα πεζοδρόμια του Πολυτεχνείου είναι ίσως λιγότερο θλιβερά όταν είναι άδεια τη νύχτα, απ´ ότι τη μέρα, όταν κατοικούνται από συνωστισμένη δυστυχία. Η κίνηση στην Πατησίων είναι μειωμένη, λίγα αυτοκίνητα και ακόμα λιγότεροι πεζοί. Ένας Σενεγαλέζος μπροστά από το κλειστό “λόγω θέρους” Au Revoir, το θρυλικό μπαρ μιας άλλης εποχής, ψάχνει στον κάδο των σκουπιδιών εξοπλισμένος, σαν σύγχρονος Κάπτεν Χουκ, με ειδικό μεταλλικό γάντζο.
Ανηφορίζω την Αγίου Μελετίου μέχρι την Επτανήσου, και ακολουθώ τη γαργαλιστική μυρωδιά που έρχεται από το τέρμα του δρόμου. Στα λιγοστά τραπεζάκια της μικρής, πεντακάθαρης πλατείας, σερβίρεται εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια ο λαχταριστός, τυλιχτός γύρος του Διονύσου. Οι θαμώνες αυτή την ώρα μετριούνται στα δάχτυλα, και μάλλον γνωρίζονται μεταξύ τους, καθώς στο τέλος χαιρετιούνται. Η πλατεία μοιάζει με εσωτερική αυλή, οι γύρω δρόμοι είναι οι πόρτες της προς τον έξω κόσμο. Τα παράθυρα των πολυκατοικιών κοιτάζουν με ευχαρίστηση προς τα μέσα, τη μικρή, πράσινη όαση – τουλάχιστον τα βράδια – που έχει τη δική της ταβέρνα, τον Διόνυσο, το δικό της τζαζ-μπαρ, το Αλλοτινό, τη δική της εκκλησία, τον Άγιο Γεώργιο. Έχει επίσης το δικό της κουρείο-κομμωτήριο με τις σημαίες διαφόρων χωρών (που μάλλον υποδηλώνουν ότι εδώ ακολουθείται η μόδα της προτίμησης του καθενός, ανεξαρτήτως προέλευσης), καθώς και μία ελληνική σημαία που κρέμεται παραδίπλα, στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, πάνω από το κλειστό Πανόραμα, με το σήμα “Ενοικιάζεται”. Το ήσυχο φως των ηλεκτρικών φανών μαλακώνει τις ρωγμές και απωθεί τον τρόμο που σκορπίζουν τα δελτία ειδήσεων. Για λίγο, η πόλη μοιάζει να μη φοβάται τη σκιά της. Θυμίζει περισσότερο κυψέλη συνύπαρξης παρά κελιά απομόνωσης, το ένα πλάϊ στο άλλο. Δυο νεαροί Αφρικανοί περνούν ακούγοντας μουσική από το ίδιο ζευγάρι ακουστικά, ίσως δεν άκουσαν ακόμα το ανέκδοτο για τα κουνούπια (ή, κι αν το άκουσαν, ίσως το προσπέρασαν απλώς χωρίς να γελάσουν). Η ηρεμία της πλατείας είναι καταπραϋντική και η βραδιά ανέλπιστα γλυκιά.
Με αναπτερωμένο το ηθικό από το happy-end της ταινίας και τον αχνιστό, ξεροψημένο γύρο με μαρουλάκι και άνηθο, επιστρέφω στην Πατησίων και κατευθύνομαι προς τη Χαρά. Τη χαρά της ζωής του λιχούδη ξενύχτη – και όχι μόνο – στην Αθήνα εδώ και δεκαετίες, την περίφημη Χαρά τέρμα Πατησίων. Στο δρόμο, οι πεζοί είναι ελάχιστοι, και τους προσπερνούν μερικοί σκόρπιοι ποδηλάτες. Έχουν αραιώσει ακόμα και τα κορίτσια της προσωρινής χαράς, αυτά που αφήνουν πίσω τους μακρινές πατρίδες πιστεύοντας – ελπίζοντας – πως η χαρά είναι αλλού. Εδώ ή παραπέρα. Τώρα πια έχουν λιγοστέψει κι αυτές. Ή έχουν αλλάξει στέκια. Η χαρά είναι άπιαστο πράγμα.
Εδώ, οι θαμώνες επίσης γνωρίζονται μεταξύ τους, αν και όλο και εμφανίζονται καινούριοι. Προσέρχονται με κατάνυξη μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, άλλος καλοντυμένος και μοναχικός, άλλος με παντόφλες και πυτζάμες, και εξίσου μοναχικός. Οι παρέες είναι λίγες. Το παγωτό καϊμάκι είναι σκέτο άρωμα και μαστιχωτό όσο πρέπει, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το μοναδικό παγωτό Σικάγο, με σαντιγύ και διπλή δόση φρεσκοκαφουρντισμένο αμύγδαλο, “το καλύτερο της Ελλάδος” όπως αναγράφεται στην είσοδο χωρίς ίχνος υπερβολής.
Όσο άσχημη κι αν είναι αυτή η πόλη, όσο κι αν η θλίψη την ασχημαίνει περισσότερο, αν ρίξει κανείς κλεφτές ματιές μέσα από τις γρίλλιες – ή, όπως λέει και ο ήρωας της ταινίας, στις μεσοτοιχίες της – παντού φύονται και μικρές, απροσδόκητες στιγμές χαράς. (Τρώγοντας και το θεσπέσιο παγωτό του ομώνυμου ζαχαροπλαστείου, μπορεί κανείς να ξεχνιέται και να ελπίζει σε ένα ριγέ-κόκκινο τέλος…)
Επειδή, όπως λέει και ο Τζόνυ Φάρελ (Glenn Ford) στην άλλη ταινία που προβάλλεται αυτές τις μέρες και διαδραματίζεται επίσης στο Μπουένος Άϊρες (Gilda, 1946), “we make our own luck…”
* Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος