Μπορεί η ελληνική Αριστερά να μιλήσει απλά, καθαρά και ξάστερα όπως ο Μαμντάνι;
Διαβάζεται σε 4'
Το φαινόμενο Μαμντάνι μπορεί να δώσει πολύτιμα μαθήματα πολιτικής επικοινωνίας και ουσίας στην ελληνική Αριστερά. Αρκεί κάποιοι να έχουν τη διάθεση να αλλάξουν…
- 05 Νοεμβρίου 2025 06:45
Μιλώντας την Τρίτη στο NEWS 24/7 για το κλειδί της επιτυχίας της προεκλογικής καμπάνιας του Ζοχράν Μαμντάνι, ο Γιάννης Τσίρμπας, καθηγητής πολιτικής επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, στάθηκε κυρίως σε δύο στοιχεία: Στην καθαρότητα και την ένταση του λόγου.
Για το στοιχείο της έντασης ιδιαίτερα τονίστηκε ότι αποτελεί μία απάντηση στο αντίστοιχο στιλ του Τραμπ ο οποίος “φωνάζει” αυτά που υποστηρίζει, τα υπερασπίζεται με πάθος και μεγάλα ντεσιμπέλ.
Αλήθεια, η ελληνική Αριστερά “φωνάζει”; Υπερασπίζεται με πάθος τα δικά της πιστεύω και τις δικές της αλήθειες; Και κυρίως τις επικοινωνεί με σαφήνεια στο εκλογικό σώμα έτσι ώστε να γίνονται κατανοητές;
Αν την απάντηση την ορίζει η πολιτική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ (ως μεγαλύτερο, τότε, κόμμα της Αριστεράς) στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023 τότε η απόκριση είναι αρνητική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και αξιωματική αντιπολίτευση (έχοντας, δηλαδή, χρόνο και χώρο για να επεξεργαστεί τις προτάσεις και τις θέσεις του), έκανε μία τρύπα στο νερό. Μετά από δύο και περισσότερα χρόνια πανδημίας, το κόμμα κινούνταν σαν εκρεμμές μεταξύ της υπεύθυνης θέσης και των κραυγών των ψεκασμένων επιχειρώντας να πατήσει σε δύο βάρκες (για να δώσουμε ένα και μόνο παράδειγμα).
Στη συνέχεια ήρθε και μία τραγική προεκλογική καμπάνια (case study που θα μπει στην ύλη όλων των σχολών Πολιτικών Επιστημόνων ως παράδειγμα προς αποφυγή) για να χαρίσει μία εύκολη και σαρωτική νίκη στη Νέα Δημοκρατία (των υποκλοπών και των Τεμπών, για σκεφτείτε). Η καμπάνια χαρακτηρίστηκε από “μαύρη” προπαγάνδα, κινδυνολογία στον έσχατο βαθμό και απουσία των θέσεων του κόμματος. Αντί για ενθουσιασμό και προσμονή αλλαγής, δημιούργησε φόβο στους πολίτες.
Και όμως, η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται για τις θέσεις της (όταν αυτές βέβαια είναι καλά επεξεργασμένες και γειωμένες στην κοινωνία). Ο Μαμντάνι το απέδειξε αυτό στο πεδίο. Μίλησε με πάθος και χωρίς φόβο για το οξύ στεγαστικό πρόβλημα της Νέας Υόρκης, ας πούμε. Είπε τα πράγματα με το όνομά τους. Και τελικά ακούστηκε.
Το κυριότερο; Προσέγγισε τους από κάτω, τους ανθρώπους των οποίων η φωνή δεν ακούγεται δυνατά ή δεν ακούγεται καθόλου. Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, όχι μόνο τα σύγχρονα μέσα (social media, πλατφόρμες) αλλά και τις παραδοσιακές επιλογές επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους. Πόρτα-πόρτα, έλιωσε τα παπούτσια του και άκουσε προβλήματα, οπτικές, λεπτομέρειες των τοπικών υποθέσεων.
Όπως μάς τόνισε ο κ. Τσίρμπας, ο Μαμντάνι και οι εθελοντές της καμπάνιας του “χτύπησαν” περίπου 1εκ πόρτες. Οι άνθρωποι σάρωσαν τη Νέα Υόρκη, τη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου. Και αφού αυτό μπορεί να γίνει στη Νέα Υόρκη, ε, μπορεί να γίνει άνετα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Εκανε κάτι άλλο ο 34χρονος μετανάστης από την Ουγκάντα. “Εγραψε” στα παλαιότερα των υποδημάτων του τους ηθικούς πανικούς της δεξιάς και της άκρας δεξιάς. Μίλησε, έτσι, πάντα δυνατά και ξάστερα, για τις ανάγκες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, φωτογραφήθηκε με γκέι και τρανς συμπολίτες, πήρε σαφέστατη θέση στο Παλαιστινιακό. Την άντι-woke υστερία την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, στην αντίδραση της άλλης πλευράς, προέταξε ακόμη περισσότερη δράση. Και φωνή στεντόρεια.
Η καθ’ημάς Αριστερά (ή και Κεντροαριστερά) μοιάζει φοβισμένη. Διστάζει να διατρανώσει τα πιστεύω της γιατί δεν θέλει να “τρομάξει” τους κεντρώους που κατά τη γνώμη της κρίνουν τις εκλογικές αναμετρήσεις. Αφήνει έτσι πολιτικά ανέστιους χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που λόγω της οργής του για τα συσσωρευμένα προβλήματα προτιμούν τελικά την αποχή.
Δεν επιθυμεί, φαίνεται, να κάνει τη μεγάλη προσπάθεια για να ξαναβάλει μέσα στο πολιτικό παιχνίδι το σύνολο των πολιτών. Προτιμά τις…χαλαρότητες της προσέγγισης με το κέντρο, τον “σίγουρο” δρόμο που μόνο ως τέτοιος όμως δεν αποδεικνύεται. Και ταυτόχρονα αφήνει μόνη της τη δεξιά στο πεδίο του καθαρού και απολύτως κατανοητού λόγου.
Κάπως έτσι οι δεξιές θέσεις παρουσιάζονται περισσότερο πραγματιστικές, περισσότερο ρεαλιστικές αν και ξέρουμε καλά ότι η εφαρμογή τους προκαλεί φτώχεια και ανισότητες. Ο κόσμος όμως που συγκρίνει (και πιθανώς δεν διαθέτει άλλα κριτήρια ψήφου) μπορεί να σκέφτεται: Αυτοί, τουλάχιστον, μου λένε κάτι που καταλαβαίνω. Τους άλλους δεν τους καταλαβαίνω καθόλου.
Η εποχή, λοιπόν, των λεκτικών βερμπαλισμών και των δυσνόητων ρητορικών σχημάτων φαίνεται ότι έφτασε στο τέλος της. Αν η Αριστερά θέλει να πείσει, μπορεί να το κάνει μιλώντας απλά και κατανοητά στους ανθρώπους που απαρτίζουν την κοινωνική πλειοψηφία στην οποία απευθύνεται. Το απλό όμως είναι και το δύσκολο…