Δεκεμβριανά 1944: Η βρετανική εξορία χιλιάδων Αθηναίων στην Αίγυπτο

Διαβάζεται σε 7'
Τα μέλη της Ειδικής Ναυτικής Υπηρεσίας (Special Boat Service) ήταν τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα που εισέβαλαν στην Αθήνα
Associated Press

Ανάμεσα στους χιλιάδες αιχμαλώτους και ο ηθοποιός Μίμης Φωτόπουλος.

Τα Δεκεμβριανά του 1944 δεν ήταν μόνο μάχες στους δρόμους της Αθήνας. Ήταν και μια περίοδος τραγικής δοκιμασίας για χιλιάδες Έλληνες που βρέθηκαν αιχμάλωτοι, μακριά από την πατρίδα. Καθώς οι συγκρούσεις μαίνονταν στην πρωτεύουσα, οι Βρετανοί, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, οργάνωσαν τη μεταφορά αιχμαλώτων σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αίγυπτο. Οι αιχμάλωτοι αυτοί δεν ήταν μόνο μαχητές της Αντίστασης και μέλη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, αλλά και απλοί πολίτες που θεωρήθηκαν υποστηρικτές του ΕΑΜ. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο της ιστορίας μας που σε μεγάλο βαθμό έχει αποσιωπηθεί.

Μαζικές συλλήψεις και στρατόπεδα κράτησης στην Αθήνα

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, πραγματοποιήθηκε κύμα προληπτικών συλλήψεων χιλιάδων ανθρώπων, ιδίως αφότου είχε γείρει η πλάστιγγα υπέρ των βρετανικών δυνάμεων. Οι συλλήψεις ξεκίνησαν με το ξέσπασμα των συγκρούσεων στις 4 Δεκεμβρίου 1944, εντάθηκαν στα μέσα Δεκεμβρίου και συνεχίστηκαν έως τις αρχές Ιανουαρίου 1945. Αρχικά έγιναν τυχαίες συλλήψεις, που σύντομα κλιμακώθηκαν σε μαζικές “σκούπες” από τις ελληνικές αρχές, σε συνεννόηση με τις βρετανικές δυνάμεις. Οι Βρετανοί, έχοντας εμπειρία σε τέτοιες τακτικές, διέθεταν τα μέσα – πλοία και στρατόπεδα – για να υποστηρίξουν αυτές τις επιχειρήσεις.

Οι οικογένειες των συλληφθέντων προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τους εντοπίσουν στα αστυνομικά τμήματα, όπου επικρατούσε το αδιαχώρητο. Εκεί κυριαρχούσαν συνθήκες συνωστισμού και προχειρότητας, ενώ αναφέρονται σωματική και ψυχολογική βία εναντίον των κρατουμένων. Πολλοί αιχμάλωτοι διαπομπεύθηκαν δημόσια: υποχρεώνονταν να μετακινηθούν πεζοί υπό την επιτήρηση ένοπλων φρουρών, ενώ ένα “τυχαίο” εξαγριωμένο πλήθος τούς εξύβριζε ως «εαμοβούλγαρους». Αυτή η δημόσια διαπόμπευση είχε διπλό στόχο: να τσακίσει το ηθικό των κρατουμένων και να εκφοβίσει τους κατοίκους, αποθαρρύνοντάς τους από τη λαϊκή υποστήριξη προς το ΕΑΜ.

Συνολικά συνελήφθησαν σχεδόν 18.000 Αθηναίοι και Πειραιώτες την περίοδο εκείνη. Η διαχείριση ενός τόσο μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων οδήγησε στη δημιουργία προσωρινών στρατοπέδων κράτησης σε διάφορα σημεία της Αθήνας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την καταγραφή του News247:

  • 2.500 πολίτες οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο στο Χασάνι (στο σημερινό Ελληνικό), όπου υπέστησαν το «μαρτύριο της δίψας» — αφέθηκαν δηλαδή να υποφέρουν από ακραία δίψα.
  • 2.000 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή.
  • Περίπου 1.100 γυναίκες φυλακίστηκαν στο κτίριο της οδού Θεμιστοκλέους 7 στο κέντρο της Αθήνας.
  • Επιπλέον, κάθε αστυνομικό τμήμα της πόλης κρατούσε από 50 έως 70 άτομα σε αυτοσχέδιους χώρους κράτησης.

Οι χώροι αυτοί γέμισαν ασφυκτικά, καθώς ο αριθμός των κρατουμένων αυξανόταν καθημερινά. Η κατάσταση στα στρατόπεδα, τα κρατητήρια και τα αστυνομικά τμήματα έγινε σύντομα επικίνδυνα ασφυκτική για τους έγκλειστους.

Η μεταφορά χιλιάδων αιχμαλώτων στην Αίγυπτο

Μπροστά σε αυτή την εκρηκτική συμφόρηση, οι βρετανικές δυνάμεις αποφάσισαν να αποσυμφορήσουν τα τοπικά στρατόπεδα στέλνοντας χιλιάδες συλληφθέντες εκτός Ελλάδας. Έτσι, αντί να επιλέξουν την άμεση απελευθέρωση των –ούτως ή άλλως παράνομα κρατουμένων– πολιτών, προκρίθηκε η λύση της εξορίας: η μαζική μεταφορά τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην έρημο της Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο. Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Εξυπηρετούσε έναν σαφώς πολιτικό σκοπό: τη χρήση των αιχμαλώτων ως ομήρων και ως μέσου εκβιασμού προς τον ΕΛΑΣ – δηλαδή ως μοχλού πίεσης ώστε να καμφθεί η αντίσταση του αντάρτικου απέναντι στους όρους που επιθυμούσαν να επιβάλουν οι Βρετανοί.

Σε συνολικούς αριθμούς, περίπου 7.672 Έλληνες κρατούμενοι από την Αθήνα και τον Πειραιά μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου στην Αίγυπτο. Η μεταγωγή τους ξεκίνησε στα τέλη Δεκεμβρίου 1944. Από το λιμάνι του Φαλήρου, κάτω από ένα ασαφές νομικό πλαίσιο, οι αιχμάλωτοι στοιβάζονταν σε βρετανικά πλοία που απέπλεαν με προορισμό την Αίγυπτο. Το ταξίδι διαρκούσε περίπου τέσσερις ημέρες και πραγματοποιήθηκε σε πέντε διαδοχικές αποστολές, από τις 18 Δεκεμβρίου 1944 έως τις 4 Ιανουαρίου 1945.

Υπό την αιγίδα του στρατηγού Σκόμπι, οι συλληφθέντες κατέληξαν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου με κωδική ονομασία «381 POW Camp» στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Η περιοχή της Ελ Ντάμπα ήταν ένα μικρό χωριό Βεδουίνων στη μέση της ερήμου, περίπου 400 χιλιόμετρα μακριά από το Κάιρο και 180 χιλιόμετρα από την Αλεξάνδρεια. Τα πλοία μετέφεραν τους Έλληνες ομήρους ως το λιμάνι του Πορτ Σάιντ, όπου στη συνέχεια φορτώνονταν σε τρένα για το υπόλοιπο της διαδρομής. Συνολικά διένυαν απόσταση ~420 χιλιομέτρων μέσα στην έρημο, μέχρι να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους. Άνδρες κάθε ηλικίας, ξεριζωμένοι βίαια από την πόλη και τις οικογένειές τους, βρέθηκαν ξαφνικά ως αιχμάλωτοι πολέμου σε μια ξένη χώρα.

Σκληρές συνθήκες κράτησης στην έρημο

Στη σιωπή της ερήμου της Ελ Ντάμπα, οι Έλληνες όμηροι κρατήθηκαν για μήνες, έως σχεδόν το τέλος του πρώτου τριμήνου του 1945. Οι συνθήκες κράτησης στο στρατόπεδο ήταν πρωτόγονες και σκληρές, δοκιμάζοντας στο έπακρο τις αντοχές τους. Οι κρατούμενοι αντιμετώπισαν τεράστιες κακουχίες, με αποτέλεσμα πολλοί να αποκτήσουν χρόνια προβλήματα υγείας. Η καθημερινότητα στην αφιλόξενη έρημο ήταν εξαντλητική: τα τρόφιμα ήταν ανεπαρκή και οι ακραίες κλιματικές συνθήκες έκαναν τη διαβίωση ακόμα πιο δύσκολη. Την ημέρα επικρατούσε αποπνικτική ζέστη, τη νύχτα διαπεραστικό κρύο, ενώ συχνές ήταν και οι αμμοθύελλες – ένα περιβάλλον εχθρικό προς τον άνθρωπο.

Η ιατρική περίθαλψη στο στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα ήταν ελλιπής. Αναφέρονται συχνές περιπτώσεις μαζικών δηλητηριάσεων από το νερό ή το φαγητό, που επιδείνωναν ακόμη περισσότερο την κατάσταση της υγείας των κρατουμένων. Οι αιχμάλωτοι διέμεναν σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα, υπό συνεχή φρούρηση. Η έλλειψη επαρκούς νερού και στοιχειώδους υγιεινής μετέτρεπε κάθε μέρα σε πραγματική μάχη για την επιβίωση.

Οι κρατούμενοι είχαν ελάχιστα προσωπικά είδη. Με το που έφταναν στο στρατόπεδο, τους έδιναν μια απλή στρατιωτική χλαίνη με έναν ρόμβο ζωγραφισμένο στην πλάτη και μια κουβέρτα – αυτά ήταν τα μοναδικά τους εφόδια για να αντέξουν το σκληρό περιβάλλον της ερήμου. Όλοι υπέφεραν από τις ψείρες που θέριζαν το στρατόπεδο, ενώ ανάμεσά τους βρίσκονταν και πολλοί άρρωστοι ή ανάπηροι συμπολεμιστές, γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τις ήδη άσχημες συνθήκες διαβίωσης.

Το στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα ήταν περιφραγμένο με συρματοπλέγματα παντού – τα επονομαζόμενα “σύρματα” – που χώριζαν την απέραντη έκταση σε ξεχωριστές ζώνες, σαν εσωτερικούς κλωβούς. Οι αιχμάλωτοι ζούσαν πρακτικά μέσα σε κλουβιά από συρματόπλεγμα, εικόνα που αποτυπώνει και την ψυχολογική πίεση που βίωναν. Εκτός από τις φυσικές κακουχίες, η ψυχολογική καταπόνηση ήταν εξίσου βασανιστική: οι άνθρωποι αυτοί είχαν αποκοπεί βίαια από τις οικογένειες και την πατρίδα τους, χωρίς να γνωρίζουν αν και πότε θα επιστρέψουν. Μέσα στην απομόνωση της αιχμαλωσίας, οι κρατούμενοι προσπάθησαν να διατηρήσουν το ηθικό τους. Οργάνωναν μαθήματα, συζητήσεις και μικρές δραστηριότητες μεταξύ τους· η αλληλεγγύη υπήρξε το μοναδικό αντίδοτο στη σκληρή καθημερινότητα του στρατοπέδου.

Στρατηγική καταστολής και η τύχη των αιχμαλώτων

Η μαζική εξορία Ελλήνων αντιστασιακών και πολιτών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτέλεσε συνειδητή στρατηγική επιλογή των Βρετανών και της τότε ελληνικής κυβέρνησης. Στόχος τους ήταν η αποδυνάμωση της Αριστεράς, που εκείνη την εποχή αναδεικνυόταν σε ισχυρή πολιτική και κοινωνική δύναμη μετά την Κατοχή. Μέσω των συλλήψεων και των εξοριών, οι βρετανικές και κυβερνητικές αρχές επεδίωκαν να εξουδετερώσουν κάθε εστία αντίστασης στα μεταπολεμικά τους σχέδια για την Ελλάδα.

Παρά τις διαμαρτυρίες και τις εκκλήσεις που έγιναν, η μοίρα των κρατουμένων δεν άλλαξε άμεσα. Οι άθλιες συνθήκες κράτησης στην έρημο συνεχίστηκαν έως τις αρχές του 1945. Η Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) που τερμάτισε επίσημα τις εμφύλιες συγκρούσεις, οδήγησε τελικά και στην απελευθέρωση πολλών από τους αιχμαλώτους. Ο επαναπατρισμός των επιζησάντων πραγματοποιήθηκε σταδιακά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1945, σηματοδοτώντας το τέλος της οδύσσειας των συγκεκριμένων ομήρων.

Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια και μετά τα Δεκεμβριανά αποτελεί μια ιδιαίτερα σκοτεινή πτυχή της ελληνικής ιστορίας. Δεκαετίες μετά, το “μαύρο κουτί” των γεγονότων αυτών ανοίγει και φωτίζει την τραγωδία των ανώνυμων αιχμαλώτων. Οι χιλιάδες αυτοί όμηροι της Ιστορίας και όσα υπέμειναν στην έρημο της Αφρικής, παραμένουν μια ζωντανή υπενθύμιση των κινδύνων του πολιτικού φανατισμού και της λήθης. Οι φωνές τους, έστω και καθυστερημένα, ζητούν να ακουστούν – για να μην επαναληφθούν ποτέ ξανά παρόμοιες τραγωδίες.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα