Διάλογος με έναν ιδανικό “απεργοσπάστη” (Με συμμετοχή της Κοκό Σανέλ)

Διάλογος με έναν ιδανικό “απεργοσπάστη” (Με συμμετοχή της Κοκό Σανέλ)

Διαβάστε ένα διήγημα του Μανόλη Τσακίρη, από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει προσεχώς, με τον τίτλο "Τα επτά δένδρα".

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΟΤΟΕ

“Όταν πήρα την πρόσκληση για την έκτακτη σύγκλιση του Γενικού Συμβουλίου της ΟΤΟΕ, λίγοι μόνον μήνες είχαν περάσει από την  κατάρρευση του συστήματος των «σοσιαλιστικών» χωρών, που σήμανε την απαρχή κρίσιμων κοινωνικών εξελίξεων, φιλοσοφικών αναθεωρήσεων και ανακατατάξεων σε όλο τον κόσμο, ακόμα και βίαιη αλλαγή συνόρων, νέες εδαφικές διεκδικήσεις, αυτονομία κρατών, ένας ακόμα θρίαμβος του συστήματος της πανταχόθεν ελεύθερης αγοράς.

Στα Βαλκάνια απροκάλυπτα πια ασκείται με τα τεξανά του εξάσφαιρα ο πλανητάρχης.

Η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να έχει γίνει εφαλτήριο για παγκόσμια ειρήνη, συνεννόηση, ανταλλαγή ιδεών, πολιτισμών, συστράτευση για την προστασία του πλανήτη. Φρούδες ελπίδες. Αντίθετα, χωρίς βιώσιμο αντίπαλο δέος, πήρε τη μορφή σιδερόφρακτου άρματος του πιο φτηνού και ψεύτικου καταναλωτικού και πνευματικού υλικού, χρησιμοποιώντας  κατά το δοκούν τα αγαθά της τεχνολογίας.

Άτομα, ομάδες, λαοί ολόκληροι δίχως ελπίδα, βουτηγμένοι σε διατεταγμένους ρόλους, αδύναμοι, αμήχανοι με θύμα τον καθημερινό πολιτισμό, τον ελεύθερο χρόνο του καθενός.

Πρώτο και καλύτερο θύμα ο Ρωσικός λαός, που ούτε διανοούνταν ούτε επιθυμούσε μια τέτοια διεστραμμένη αντίληψη για την ελευθερία, τη δημοκρατία. Αυτό που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν ο Ναπολέων και ο Χίτλερ, τηρουμένων των αναλογιών, το κατάφεραν μια χαρά τα Μακ Ντόναλντς, η Κόκα-Κόλα, τα Γκούντις, τα Ουέντις, τα Φράϊντευ κ.λπ., το σιδερόφρακτο διεισδυτικό σύστημα. (…)

Μέσα σ΄αυτό το μελαγχολικό θα έλεγα κλίμα, συνήλθε το Γενικό Συμβούλιο του Συνδικάτου των τραπεζοϋπαλλήλων. Η ηγεσία του, για λόγους συμβολικούς, επέλεξε να συνεδριάσει εκτάκτως εν μέσω μιας μυστηριώδους έξαψης, στην ιστορική αίθουσα, Σίνα 16.

Η παλαιά αίθουσα είχε μείνει από καιρό αφρόντιστη, μα διατηρούσε την ακατάβλητη  γοητεία  αριστοκρατικής κυρίας με κλασική ομορφιά, που κρύβει τέλεια την ταραχή της για την αιφνίδια οικονομική και αισθητική  κατάρρευση, εξακολουθώντας να φέρεται στους καλεσμένους της σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, προσφέροντας τσάϊ και φοντάν βουτηγμένα σε λευκή ελβετική σοκολάτα. Εντούτοις, εύκολα διέκρινε κανείς το άβολο βάδισμά της πάνω στα φαγωμένα ψηλοτάκουνα.

Στα σκονισμένα φωτιστικά έφεγγαν οι μισές λάμπες. Κάποιες  άλλες αναβόσβηναν ενοχλητικά. Η λαδομπογιά κοντά στο σοβατεπί φουσκωμένη από την υγρασία. Τα βύσματα των μεγαφώνων κρέμονταν στο πλάϊ της κονσόλας ήχου παλαιάς τεχνολογίας. Στην άκρη της αίθουσας σώπαινε αξιοπρεπώς το ακούρδιστο πιάνο. Είχε το δικαίωμα να ελπίζει σε παλιές και καινούργιες ενδιαφέρουσες μελωδίες.

Κουρασμένοι οι αριστεροί συνάδελφοι, αλλά και απογοητευμένοι εντελώς οι ασφαλίτες της Δίωξης Κομμουνιστών δηλώνουν κρυφά επαγγελματικά θύματα λόγω της «ομαλοποίησης» της πολιτικής ζωής του τόπου. Τα κλεφτρόνια, οι πόρνες, οι χασικλήδες, οι λαθρομετανάστες δεν είναι το φόρτε τους. Κυνηγώντας τους δεν εκκρίνουν επαρκείς ποσότητες αδρεναλίνης. Όσοι πρόλαβαν πήρανε πρόωρη σύνταξη, όσοι  μένουν ζουν αναγκαστικά  με τις αναμνήσεις τους, πίνουν και αναστενάζουν μονολογώντας, «Τί να την κάνω, μάνα, τη ζωή, χωρίς παράνομο κομμουνιστή!».

Δεν βλέπουν και κανένα φως, καμιά σοβαρή προβοκάτσια, κανένα μίνι έστω πραξικόπημα. Όλα σιγά-σιγά τείνουν στην πολιτική εκτόνωση, στη χαλάρωση. Οι διακόσιοι τόσοι γνωστοί άγνωστοι αναρχικοί δεν μετράνε. Κάποιος λόγος θα υπάρχει για να τους αφήνουν ασύλληπτους. Αφού πατήσανε τη Μόσχα οι Αμερικανοί, πάει χάλασε ο ιδανικά πλασμένος κόσμος μας, τότε που μπουκάραμε σε όποιο σπίτι θέλαμε και τα κάναμε όλα γής μαδιάμ. Ελεγχόμενοι ακόμα και οι φόνοι των βασανιστών της χούντας, ανεξέλεγκτες και επικίνδυνες πολιτικά και κοινωνικά οι δολοφονίες επιχειρηματιών και υπαλλήλων ξένων κρατών.

Η πρωτεύουσα γέμισε με μαγαζιά μεταλλαγμένων τροφίμων, με κλινικές για ψυχικά νοσήματα γατών και σκύλων. Άσε τα μαγαζιά για την προσθετική ονύχων σε πανδαισία χρωμάτων. Με τρόμο σκεπτόμουν να αγγίζουν τα ευαίσθητα σημεία του κορμιού μου δέκα αιμοβόρα βαμμένα, προσαρτημένα ακρόνυχα από επεξεργασμένο πλέξιγκλας, 4-6 πόντους. Τύφλα να ‘χουν τα νύχια του αγαθού κινέζικου πάντα. Ο παράλογος χορός των αντιφάσεων των βρυκολάκων και των παρθένων.

Ο καθένας μαζεύει τα κομμάτια του προσπαθώντας  να ζήσει όπως μπορεί με τις αξίες του, τις ιδέες του σ’ αυτόν τον καινούργιο, αλλόκοτο κόσμο.

Η πλειοψηφία της άλλης πλευράς επένδυσε εν τέλει για τα καλά σ΄αυτή την εποχή. Γνωρίζοντας τις αδυναμίες των εργαζομένων για διαρκείς αποτελεσματικούς αγώνες, κατάργησαν ακόμα και στοιχειώδεις κατακτήσεις. Κάτι θεσμικούλια παραχωρούσαν για τα μάτια του κόσμου.  

Είχα φτάσει τα πενήντα. Είχαμε φτιάξει το ημι-αυθαίρετο εξοχικό μας στη Λούτσα, μια οικιστική τραγωδία σε εξέλιξη,όπου μόνον ο ουρανός μένει ο ίδιος κι αυτός πότε-πότε. Τα δυό κορίτσια μας σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο, ευτυχώς η μία πέτυχε στην Αθήνα, η άλλη στην Κομοτηνή. Τα έξοδα δυσανάλογα των εσόδων. Παλεύαμε με τη γυναίκα μου σε δυό δουλειές. Και τώρα έπρεπε να μιλήσω πάλι αγωνιστικά στο Γενικό Συμβούλιο, γνωρίζοντας τις αδυναμίες μου, αλλά και τη γενικότερη ψυχική και πολιτική κούραση των συναδέλφων μου συνέδρων.

Γνώριζα προσωπικά σχεδόν όλους τους εκπροσώπους στο Γενικό Συμβούλιο. Ήξερα τις δυνατότητές τους, τις προκαταλήψεις τους, την κομματική τους τοποθέτηση. Κάποια στιγμή  ο πρόεδρος με φώναξε στο βήμα. Εγώ ανήκα στους δυστυχείς ανεξάρτητους αριστερούς, ένα είδος που σχεδόν έχει εκλείψει. Την ώρα που ανέβηκα στο βήμα και ετοιμαζόμουνα να μιλήσω, βρήκαν να χαλάσουν τα  μικρόφωνα. Οι τεχνικοί αγωνίζονταν να διορθώσουν τη βλάβη.  Έτσι είχα την ευκαιρία να κοιτάξω έναν-έναν τους συναδέλφους μου στα μάτια, τη Μυρτώ, τον Βαγγέλη, τον Γιώργο, τον Δημήτρη, τον Ιάσονα, την  Καλλιόπη, τον Γιάννη, τον Μανόλη, την Ευρυδίκη, τον Νώντα. Είκοσι με εικοσιπέντε χρόνια πιο μεγάλοι, με εμφανή την κούραση στο πρόσωπο, στο σώμα τους, αλλά δυστυχώς και στις πολιτικές τους θέσεις. «Παρομοίως, συνάδελφοι», σκέφθηκα.

Με θλίψη τόνισα ότι, δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό να πούμε σήμερα. Ξεκινάμε πάλι απ’ την αρχή, πιο αδύναμοι ίσως, με την άλλη πλευρά πιο ισχυρή. Ωστόσο, δεν υπήρχε παρά μόνο αυτός ο δρόμος κι η τρυφερή έντιμη σχέση μας. Αρκεί να μην ξοδέψουμε, συνάδελφοι, για άλλη μια φορά, την ύστερη νιότη μας τις τελευταίες μας ελπίδες. Όλα αυτά τους που έλεγα με τα μάτια, τα επανέλαβα απλώς, με λιγότερη ίσως πειθώ, όταν επανήλθε ο ήχος του μικροφώνου.

Τους ζήτησα να διανθίσουμε τα συνθήματά μας, τα πανώ μας, τις αφίσες μας με χιούμορ και φαντασία. «Ακόμα και η απελπισία, συνάδελφοι», κατέληξα, «έχει ένα ξέφωτο αισιοδοξίας».

Συγκροτήσαμε ομάδες που θα έφτιαχναν τα πανώ κι ως τα ξημερώματα σχεδόν φιλοτεχνούσαμε συνθήματα, εικόνες, φτιάχναμε κείμενα κι ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη, όπως ελπίζαμε, συγκέντρωση που θα γινόταν σε μερικές ώρες, ώρες ολόκληρες χωρίς πειράγματα, χωρίς χαμόγελα, σχεδόν χωρίς ελπίδα.

 Όταν τέλειωσα τη δουλειά που είχα αναλάβει, χαιρέτησα τους ελάχιστους συναδέλφους που είχαν απομείνει και βγήκα στο δρόμο. Καθώς περπατούσα στην οδό Σοφοκλέους, άκουσα μια μεταλλική φωνή να με καλεί:

«Έι, εσύ, ψηλέ, ψιτ, ψιτ».

Γύρισα γύρω-γύρω. Δεν υπήρχε ψυχή, ώσπου είδα την οθόνη του μηχανήματος  αυτόματων συναλλαγών δίπλα από το Χρηματιστήριο να αναβοσβήνει. Πλησίασα το μηχάνημα και το ρώτησα, κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου.

«Εσύ με φωνάζεις;»

«Ναι, εγώ. Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ συνάδελφε;»

«Έ, όχι και συνάδελφε! Βλέπω μόνον ένα μεταλλικό κουτί και την οθόνη ενός ΑΤΜ, έναν ακούσιο κοντολογίς απεργοσπάστη».

«Α, δεν αρχίζουμε καλά. Περίμενε να ενημερωθείς, άνθρωπέ μου, πρώτα και μη βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα. Μάθε λοιπόν ότι, ο κατασκευαστής έχει ήδη προσθέσει στο κύκλωμά μου νέα τεχνολογία. Μόνο το εξωτερικό κέλυφος είναι το ίδιο και τα σκίτσα του γιού σου, Αντώνη, που καθοδηγούν τον κόσμο στις αναλήψεις. Κατά τα άλλα, σε πληροφορώ  ότι τα τσιπάκια που τοποθέτησαν στα σπλάχνα μου, οι νέες λογισμικές μνήμες και τα νέα προϊόντα που προσφέρω στους πελάτες  της τράπεζας, με γέμισαν περισσότερες ευθύνες, αλλά και περισσότερες ικανότητες.

Γι’ αυτό σε φώναξα, άλλωστε. Οι τεχνικοί κάπου έχασαν τον έλεγχο, άνθρωποι είναι κι αυτοί. Ενσωμάτωσαν αθέλητα τις συναισθηματικές τους αδυναμίες, τις απέχθειες, τις προτιμήσεις τους μέσα στο πρόγραμμά μου. Έτσι εγώ κι ορισμένα σαν του λόγου μου μηχανήματα του κέντρου της πόλης, μπορούμε κάποιες ώρες τις ημέρας να ακούμε, να βλέπουμε, να σκέφτομαστε, να συμπαθούμε,  να αντιπαθούμε πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις, όπως εσείς».

Έμεινα έκπληκτος. Το πράγμα αποκτούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τσιμπήθηκα μήπως ονειρεύομαι.Ως δια μαγείας, μου πέρασε και η κούραση. Αποφάσισα να ζήσω ως το μεδούλι τούτη την αίσθηση ή παραίσθηση.

«Δε μου λες φίλε», αποκρίθηκα μεγαλόφωνα στο ΑΤΜ. «Μπορώ να συμπεράνω από όσα μου είπες, ότι εσύ και οι φίλοι σου συνειδητά σπάτε τις απεργίες μας, αφού- όπως λες- μπορείς να σκέπτεσαι σαν εμάς. Δεν μιλάω πια με ένα μηχάνημα, αλλά με έναν εν δυνάμει απεργοσπάστη»

 «Μην είσαι βιαστικός, είπαμε. Δεν σε φώναξα για πλάκα εδώ. Θα αντιστρέψω τα λεγόμενά σου με λογικά επιχειρήματα και αρκετό συναίσθημα. Και θα σας συστήσω να εμπιστευθείτε, έστω και εποχιακά, τα λάθη των κατασκευαστών μας. Η τελειότητα και η ακρίβεια δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Το χιούμορ και η αποκοτιά καμιά φορά σε  γλιτώνουν από μικρά ή μεγάλα εγκεφαλικά. Άκου λοιπόν προσεκτικά, τί ακριβώς συνέβη και μη με διακόπτεις με περιττές ερωτήσεις.

Ο αριστερός μου λοβός κράτησε την ουσία ερευνών δεκαετιών. Έφθασε όμως να συνδέσουν ανάποδα ένα μόνο τσιπάκι, για να επέλθει η άγια ανατροπή.

Δεκατέσσερα βασικά ΑΤΜ σ’ αυτή την πόλη,παράλληλα συνδεδεμένα στο σύστημα, με αδιαμόρφωτα εν τέλει τα αποτελέσματα του φετινού μας προγράμματος, μπορούμε να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα τα ίδια πράγματα, αλλά αυτό μόνον για μερικές ώρες το  εικοσιτετράωρο. Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να ονειρευόμαστε όπως εσείς, να νιώθουμε την ουσία της αφής, να έχουμε γυροσκοπική όραση, να μπορούμε να διακρίνουμε με ακρίβεια τις αποχρώσεις των χρωμάτων. Ας μην παρασυρθούμε όμως στις συναισθηματικές ελλείψεις μας από τις απραγματοποίητες επιθυμίες μας. Ο χρόνος μου τελειώνει. Ας σταθούμε στον τρόπο, με τον οποίον μπορείτε να μας απενεργοποιήσετε τις κρίσιμες ώρες της απεργίας».

Και χαμηλώνοντας τη φωνή του, συνέχισε.

«Υπάρχει εδώ ένα μυστικό, μια απιστία της γυναίκας του σχεδιαστή και κατασκευαστή μας. Σπουδαίο μυαλό ο κύριος Πήγασος. Αλλά από το πρωϊ μέχρι το βράδυ στην εταιρεία, έχασε τον έλεγχο της καταστάσεως. Μόλις ανοίξουν τα αρωματοπωλεία μάζεψε γρήγορα –γρήγορα όσα μπουκάλια «Κοκό Σανέλ Νο 5» διαθέτουν σε σπρέϋ».

«Φίλε, σταμάτα, νομίζω ότι ξεφύγαμε. Αν θέλεις, πες μου ένα όνομα να σε φωνάζω. Θαρρώ ότι παραλογίζεσαι».

«Με λένε Ευθύμη. Αν με φωνάξεις Ευθύμιο ή Ευθυμάκη ή Μάκη δεν θ’ απαντήσω. Θα κλείσω σαν στρείδι, το ίδιο και οι άλλοι. Τότε, ειλικρινά καήκατε».

«Τρελλάθηκες, βρε Ευθύμη; Απεργοί να κυκλοφορούν με μπουκαλάκια «Κοκό Σανέλ» στο χέρι, γίνεται;»

«Πρόσεξε, το πράγμα θα γίνει διακριτικά. Δεκατέσσερα ΑΤΜ είμαστε, δεν είναι αστείο. Διάλεξε μερικούς έμπιστους συναδέλφους σου και μοίρασε τη δουλειά. Είσαι κουρασμένος, άυπνος. Σε είδα πως περπατούσες. Δεν με πιάνεις  με τη πρώτη και με το δίκιο σου. Εγώ, όμως, βρίσκομαι τώρα σε έξαρση. Ελάχιστος ζωτικός χρόνος μου μένει ακόμα. Εμπέδωσε με προσοχή  αυτά που θα σου πω».

Πρόσεξα πράγματι την οθόνη του να κοκκινίζει. Ο Ευθύμης υπέφερε.

«Εντάξει, Ευθύμη, με συγχωρείς, σ’ ακούω. Πρέπει να καταλάβεις κι εσύ, ότι μου λες παράξενα, πρωτόγνωρα πράγματα».

« Ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά και άκου. Θα δεις πως όλα έχουν μια λογική εξήγηση για τον κόσμο μας. Το άρωμα «Κοκό Σανέλ Νο 5» το μισεί θανάσιμα ο κατασκευαστής μας. Πέρασε απ΄την αναπνοή του στις φλέβες του σαν κατάρα, πέρασε στην αφή του με μίσος η περιφρόνηση. Ένα βράδυ  γύρισε  στο σπίτι του νωρίς. Βρήκε τη γυναίκα του στο κρεβάτι με τον εραστή της. Ήταν φίλος του και συνάδελφος. Η κυρά του είχε ψεκάσει όλο το δωμάτιο με «Κοκό Σανέλ Νο5». Ως φαίνεται έγινε χαμός, αλλά αυτό δεν έχει θέση στη συζήτησή μας. Εκεί λοιπόν που μας χαρτογραφούσε και μας καλωδίωνε, πέρασε τα απωθημένα του στο δικό μας κύκλωμα. Μας παράτησε και για ώρες σπαρταρούσαμε ημι-λιπόθυμοι. Όταν εισπνέουμε το άρωμα αυτό, διακόπτουμε το πρόγραμμά μας. Τότε βγαίνει ο πιτσιρικάς στην οθόνη και δείχνει ότι δεν μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε.

Σκέψου, φίλε. Οι τράπεζες κλειστές, τα 14 μηχανήματα σε νευραλγικά σημεία της πρωτεύουσας ανενεργά, γκρίνια οι έμποροι, οι μαγαζάτορες, οι σοβαροί επιχειρηματίες, οι χρηματιστές, οι περαστικοί, χαμός σου λέω. Έτσι από ιδανικοί απεργοσπάστες θα γίνουμε πολύτιμοι απεργοί. Μπήκες στο νόημα;»

«Καταπληκτικό, Ευθύμη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχουμε τέτοιους συμμάχους στην απεργία μας. Θα σηκώσω όλο το χρεωστικό μου υπόλοιπο και θα ορμήσω στα αρωματοπωλεία. Ξέρεις Ευθύμη, έχω ανάγκη να σου πω κι εγώ κάτι. Μην κοιτάς που γκρίνιαξα στην αρχή. Έτσι κι αλλιώς, εκτιμούμε πολύ τη δουλειά σας. Δεν είναι η τεχνολογία ο αντίπαλός μας, αντίθετα. Τόσην ώρα σε παρατηρώ που μιλάς και σε θαυμάζω πραγματικά. Είσαι όμορφος, βρε Ευθύμη. Τα μαλλιά σου ξανθά σκαλωτά σαν των αγγέλων, τα μάτια σου λουλακιά, διάφανα, όπως η θάλασσα του Αιγαίου. Είσαι ένα χρήσιμο θαύμα της τεχνολογίας, μια από τις πιο ποιητικές στιγμές του ανθρώπου».

«Δεν μπορώ να πιάσω όσα μου λες, αλλά για όσα κατάλαβα σε ευχαριστώ. Όμως πρέπει να σε προειδοποιήσω, ότι διαθέτω για την αυτοπροστασία μου έκτακτο μηχανισμό αποδέσμευσης από συναισθήματα που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν από μέρους σας τους όρους που θα βάλω για λογαριασμό και των άλλων ΑΤΜ. Μην απορείς. Ναι, υπάρχουν όροι και αν τους παραβείτε, τόννους από «Κοκό Σανέλ» να μας ρίξετε,  δεν χαμπαριάζουμε. Πίστεψέ με, κάτι έμαθα τόσα χρόνια στην απέραντη μοναξιά μου, προπάντων τις νύχτες. Κάθομαι και διυλίζω, αξιολογώ ό,τι ακούω από τον κόσμο που περνάει ή συναλλάσσεται μαζί μου.

Θέλουμε λοιπόν, και μιλάω για λογαριασμό και των δεκατεσσάρων συνδεδεμένων ΑΤΜ, ο αγώνας σας να έχει αισθητική, να έχει ποιότητα, τα συνθήματά σας να μην είναι ετερόκλητα, να μην παρέχουν ψευδαισθήσεις, να μην σηματοδοτούν ανέφικτα πράγματα.

Ο σκοπός σας να μην είναι ξένος προς το αντικείμενο της απεργίας σας. Δυστυχώς, πότε-πότε συμβαίνει αυτό. Παλέψτε για τα δίκαια αιτήματά  σας, για τον καθημερινό πολιτισμό, για την υπεραξία του πολιτιστικού σας χρόνου, της δουλειάς σας. Παλέψτε για τη φύση, για το περιβάλλον.

Εγώ τί είμαι; Ένα σιδερένιο κουτί που ξέφυγα για λίγο από το σύστημα και πάλλομαι με περιορισμένη ελευθερία, κλέβοντας ό,τι μπορώ από τα λάθη του κατασκευαστή μου, αρθρώνοντας χρήσιμες για σας προς το παρόν σκέψεις και ιδέες. Αύριο, μεθαύριο, μπορεί να με προγραμματίσουν διαφορετικά. Είναι βέβαιο ότι, κάποια στιγμή θα εντοπίσουν  το λάθος τους και τότε  θα ξαναγίνω ένα μηχάνημα που θα υπακούει αυτόματα στις εντολές τους. Μπορεί να με ρίξουν στην υψικάμινο ή στη  θάλασσα. Σήμερα όμως μπορώ να βοηθήσω κι αυτό έχει σημασία».

«Μην ανησυχείς, καλέ μου Ευθύμη. Είμαστε μαζί σου. Δεν ήθελα να σε διακόψω όσο μιλούσες.. Αύριο θα παρελάσουν μπροστά σου τα πανώ μας με τις ιδέες σου και τις ορμήνειες σου. Τα ίδια σκεφτόμαστε. Έχουμε μάθει κι εμείς απ΄ τα λάθη μας.

Πριν χωρίσουμε, πρέπει κι εγώ να σου πω κάτι, Ευθύμη. Υπήρξα πάντοτε θαυμαστής της έρευνας και της τεχνολογίας. Πολλές φορές βάδιζα στους δαιδαλώδεις δρόμους σου , ανεβοκατέβαινα ιλιγγιωδώς στα μαγνητικά σας πεδία, έκανα περιπάτους στις περιελίξεις των στοιχείων σας, θαύμαζα τους κραδασμούς, τα πηνία απόσβεσης των λάμψεων. Σήμερα εξέφρασες πολλές από τις σκέψεις μου. Ονομάτισες πτυχές και δρόμους στους οποίους χανόμουν καλπάζοντας, πάντα εκτός ορίων  (ποιοί βάζουν άραγε τα όρια;) και ίσως εκτός περιθωρίων».

Ο Ευθύμης με μισοάκουγε, κουρασμένος πια. Είχε σταυρώσει τα χέρια του στην οθόνη, ενώ τα φώτα χαμήλωναν σιγά-σιγά. Προτού κλείσει τα μάτια του, βρήκε τη δύναμη να μου ψιθυρίσει:

«Ο επόμενος βασικός κίνδυνος για σας, που μπορεί από ευλογία να γίνει δυνάστης, είναι η κακή χρήση της τεχνολογίας. Οι συναλλαγές θα αυτοματοποιούνται συνεχώς και αυτό δεν μπορεί να το εμποδίσει κανένας.  Η ανεργία θα αυξηθεί, θα ενταθούν οι κοινωνικές αντιθέσεις. Πρέπει να δημιουργηθεί επειγόντως ένα σύγχρονο αποτελεσματικό, πολιτικό, κοινωνικό, οικολογικό κίνημα ενάντια στις στρεβλές παρεμβάσεις της παγκοσμιοποίησης. Η ισορροπία του τρόμου κάποτε ήταν μια κάποια λύση. Φοβάμαι για τα δάση, τα βουνά, τα ποτάμια, τα παιδιά. Ακούω το γοερό κλάμα της αρκούδας στα παγόβουνα που λιώνουν, την ώρα που εσείς παλεύετε για τα αυτονόητα».

Τα φώτα του Ευθύμη σβήσαν εντελώς. Μόλις πρόλαβα να του ψιθυρίσω «καληνύχτα συναγωνιστή, καληνύχτα σύντροφε». Εν τω μεταξύ, πήρε να χαράζει. Είχα ειδοποιήσει το σπίτι μου ότι, μπορεί και να το πήγαινα συνέχεια.

Το ζαχαροπλαστείο ο «Κρίνος» στην Αιόλου, εκεί που με πήγαινε η μητέρα μου μικρό, είχε ήδη ανοίξει. Παρήγγειλα γάλα και λουκουμάδες. Μια πίκρα χωρίς ξεκάθαρο όνομα με κύκλωνε σιγά-σιγά. Πάλι απ΄ την αρχή. Αλλά είμαστε ακόμα όρθιοι, είμαστε ακόμα εδώ.

Είχα ανάγκη να κατασκευάσω ένα θαύμα και νάτο μπροστά μου ακραίο, σκεπτόμενο, με ανθρώπινη λαλιά.

«Πονάω, μελαγχολώ και θλίβομαι», μου είπε κάποια στιγμή ο Ευθύμης. «Με πονάνε αφάνταστα τα ζεστά γράμματα, τα αιχμηρά νούμερα, τα ισχυρά μαγνητικά πεδία, τα άτομα, τα εξάτομα που προετοιμάζουν τις συναλλαγές μου. Το νούμερο 13 με συντρίβει, το γράμμα ξ σκαρφαλώνει απάνω μου σαν αναρριχητικό φυτό. Μα ακόμα πιο πολύ, με πονάει το νύχι του ΕΤ. Ναι, έρχεται εδώ και ο ΕΤ. Αυτός ξέρει να κλέβει από τον κουμπαρά μου. Προτιμάει να κάνει τις αναλήψεις του, όταν έχουν πάρτι οι κεραυνοί και τα αστροπελέκια και στην πόλη δεν υπάρχει ψυχή.  Ποτέ δεν σηκώνει πάνω από διακόσια ογδόντα  Ευρώ. Δεν τα θέλει, βέβαια, για τον εαυτό του. Κάθε πέντε έξι μέτρα σκορπάει κι από είκοσι Ευρώ. Με ενεργοποιεί ρίχνοντας στην είσοδο της κάρτας ένα ολοζώντανο πλακουτσωτό αστέρι. Δεν είδα ποτέ το διαστημόπλοιο που τον φέρνει στη Σοφοκλέους. Ίσως προσγειώνεται με κλειστά φώτα στην ταράτσα του Χρηματιστηρίου. Στο κτήριο αυτό, άλλωστε, συντελούνται πολλά ανόμοια καταραμένα θαύματα.»

Φαίνεται πως ο Θεός της τεχνολογίας, ο Θεός των παραμυθιών επέτρεψε για λίγο στον Ευθύμη να ονειρευτεί. Κύματα φωτεινά πήγαν και ήρθαν στην οθόνη. Άχ, μωρέ Ευθύμη. Εσύ έχεις ανάγκη από  τους ανθρώπους κι εμείς από τις έξυπνες μηχανές. Οι φαντασιώσεις δεν σταματούν, δεν φυλακίζονται. Μπορούμε να συνυπάρχουμε μαζί σας, δεν έχουμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν, Ευθύμη. Είμαστε γνήσια τέκνα των βιολογικών δυνατοτήτων μας. Δεν πρόκειται να παραιτηθούμε από τη γοητεία που μας προσφέρει η ένταση των εκπλήξεων, η ευλογία του βλέμματος, της αφής.

Ναι, είναι αλήθεια, καλέ μου Ευθύμη, Θα αντισταθούμε όσο μπορούμε στην παγκοσμιοποιημένη θλίψη. Πολλά νέα παιδιά χοροπηδούν στα ξενυχτάδικα. Οι χιλιάδες αναμμένοι αναπτήρες τους θα έφταναν να φωτίσουν μια μελαγχολική πόλη  της επαρχίας. Τα πιο πολλά από τα παιδιά αυτά, στο τέλος της νύχτας, γέρνουν να κοιμηθούν μόνα τους όσο ποτέ. Η αδιέξοδη ομορφιά της νιότης, η μοναξιά μέσα στο πλήθος, η αυθαίρετη ερμηνεία της ματιάς.

Εμείς θα παραμείνουμε ζωντανοί, συνδιαλεγόμενοι με τον Ευθύμη, γέννημα-θρέμμα, όνειρο και πραγματικότητα της πιο αξιοπρεπούς απελπισίας, με την ελπίδα πως οι βροχερές νύχτες θα γίνουν προάγγελοι μιας γόνιμης καρποφορίας. Με χορευτικές κινήσεις θα αποφύγουμε  τ’ αστροπελέκια, που εξακοντίζει πάνω μας ο Μεγάλος Αδελφός.

Τα ημερήσια θαύματα, το χλιαρό νερό του Σεπτεμβρίου, το καρποφόρο χάδι της αγαπημένης μας, το τραύμα της κλωστής, η τσακισμένη χορδή παιδικής κιθάρας, η μοναξιά του δρυοκολάπτη , το αγωνιώδες κροτάλισμα των περαματάρικων πουλιών στα ξάρτια των καϊκιών που διασθάνονται τον επερχόμενο τυφώνα, το τριμμένο θυμάρι στο προσφάϊ μου που μοιράζομαι με τους ξωμάχους, τους λιθοξόους στο οροπέδιο της Νίδας, στον απρόσιτο για τους αμύητους Ψηλορείτη, δεν είναι  δεκανίκια. Είναι φτερά για την ελευθερία του καθενός, για την ουσία της ζωής μέσα σε μια στιγμή. Καμία φαντασίωση δεν είναι ανέφικτη. Έτσι, δεν είναι, Ευθύμη;»

Μανόλης Τσακίρης

(Γράφτηκε το 2006)

* Ο Μανόλης Τσακίρης είναι συγγραφέας έξι λογοτεχνικών βιβλίων, ενώ βρίσκεται υπό έκδοσιν το έβδομο ποιητικό βιβλίο του. Είναι μέλος της Ενώσεως Σεναριογράφων Ελλάδος, ενώ για 14 χρόνια υπήρξε στενός συνεργάτης του σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Υπήρξε σύμβουλος σε ζητήματα πολιτισμού στην ΓΣΕΕ και την ΟΤΟΕ και είναι πρόεδρος του ιστορικού υπερκομματικού Συλλόγου Οικολόγων Ύδρας.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα