Δημοσιογράφοι-πολιτικοί. Πού οδηγεί η ομογενοποίηση των δύο επαγγελμάτων

Σακίδια, ποτάμια, πένες, βουλευτικά έδρανα, προεκλογικές καμπάνιες και δελτία ειδήσεων. Πάνε όλα αυτά μαζί; Ένα άρθρο για την πολιτική και δημοσιογραφική διαπλοκή εν όψει εκλογών
- 30 Απριλίου 2014 07:34
Είναι γλυκό, το πιοτό της εξουσίας. Λίγο πολύ, όλοι θέλουν να το γευτούν. Είτε είναι ηθοποιοί, είτε είναι ακαδημαϊκοί, είτε είναι δημοσιογράφοι. Αν ο δημοσιογράφος γίνει πολιτικός όμως, επαγγελματίας πολιτικός, ποιος θα κρίνει την πολιτική σκηνή χωρίς παρωπίδες; Ή μήπως, ο μέσος γιατρός μπορεί να πουλάει και φάρμακα μέσα από τη δική του φαρμακευτική εταιρεία;
Αιτίες προβλημάτων και εστίες διαφθοράς, περνούν από το πληκτρολόγιο και τυπώνονται στο χαρτί ή κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Μερικές φορές όμως γίνονται και κομματικές μπροσούρες.
“Και αν ο δημοσιογράφος γίνει πολιτικός, ποιος θα μας λέει ποιος είναι καθαρός και ποιος όχι για να ψηφίσουμε παιδί μου;”, θυμάμαι να ρωτάει μια γιαγιά στο χωριό μου πριν χρόνια.
Ας το πάρουμε όμως από την αρχή και ας πούμε τα αυτονόητα που τείνουμε όμως να ξεχνάμε.
Τι σημαίνει δημοσιογραφία; Ανεξάρτητη,θεωρητικά πάντα, έρευνα και αναζήτηση της πληροφορίας και διασταύρωση της πριν την αναμετάδοση της.
Σημαίνει επίσης έλεγχος των εξουσιών και επιμονή παρά τις όποιες κυβερνητικές ή παρακρατικές πιέσεις. Η δημοσιογραφική δεοντολογία υπερβαίνει τις κομματικές γραμμές και τις παρωπίδες στο όνομα της αντικειμενικής ενημέρωσης. Ακόμα και το πολιτικό – κομματικό ρεπορτάζ πρέπει, οφείλει μάλλον να γίνεται με τρόπο υπερκομματικό και με κριτική σκοπιά.
Άρθρο 1, παράγραφος δ. του κώδικα δεοντολογίας:
“Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του”.
Η ανάδειξη του παρασκηνίου και των διαπλεκόμενων πρέπει με άλλα λόγια να γίνεται πάντα προς όφελος του πολίτη και όχι προς αποπροσανατολισμό του. Ο δημοσιογράφος καλείται να απευθύνεται αυτός στην πηγή και όχι να λαμβάνει εντολές σαν παθητικός δέκτης. Αυτά τα βασικά.
Ο δημοσιογράφος θέτει επίσης τις ερωτήσεις, διαμορφώνει την ατζέντα χωρίς (θεωρητικά πάντα επαναλαμβάνω) εξωτερικές πιέσεις και σε κάθε περίπτωση δεν αναμεταδίδει δελτία τύπου και κομματικά προγράμματα. Όπως και οφείλει να κρίνει τους συναδέλφους του. Σε ένα ιδεατό χωροχρόνο εργασίας έστω.
“Έχεις κάποιες υποχρεώσεις ως δημοσιογράφος, που είναι να έχεις μια καλή ιστορία, να έχεις τσεκάρει τις πηγές σου και να λες την αλήθεια. Όταν είσαι στην πολιτική, οι υποχρεώσεις είναι πραγματικά διαφορετικές. Δεν είσαι πια παρατηρητής. Έχεις μια υποχρέωση στην αλήθεια, αλλά βασικά υποχρεούσαι να πάρεις αποφάσεις. Γι’ αυτό είσαι εκεί”.
Τα παραπάνω είχε δηλώσει ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ, πρώην δημοσιογράφος, πρώην αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων του Καναδά και καθηγητής στο Harvard School of Government.
Πάμε τώρα στο δια ταύτα. Τον τελευταίο καιρό, πολύ περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρούμε το φαινόμενο του δημοσιογράφου – πολιτευτή. Μόνο για τις ευρωεκλογές δηλώνουν υποψήφιοι συνολικά 21 δημοσιογράφοι.
Έχουμε να κάνουμε με έναν νέο πυλώνα αποφάσεων;. Άνθρωποι του Τύπου που μεταπηδούν από τα media στην πολιτική αρένα και από τα γραφεία των κομματικών οργανώσεων πίσω στα πληκτρολόγια. Ή και παράλληλα, ανεπίσημα πάντα, παίζοντας σε διπλό ταμπλό σαν άλλοι ψυχροπολεμικοί διπλοί πράκτορες. Ανεξαρτήτως χρώματος και παράταξης. Πόσο ωφελεί όλο αυτό την κοινωνία; Καθόλου.
Πόσο πρέπει να το αποδεχόμαστε; Αν θέλουμε πραγματική και όχι έτοιμη ενημέρωση, επίσης καθόλου. Σύμφωνοι, όλοι έχουν το δικαίωμα να πολιτευτούν, όλοι έχουν το δικαίωμα στο εκλέγειν και στο εκλέγεσθαι. Εν προκειμένω όμως, μιλάμε για λειτούργημα που εξυπηρετεί την δημόσια σφαίρα και όχι για απλό επάγγελμα.
Σε κάθε περίπτωση, ο μέσος συντάκτης, αρθρογράφος, παρουσιαστής, έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να κατέβει στις εκλογές. Ωστόσο, καλείται να αφήσει τη θέση του και το πληκτρολόγιο του στον επόμενο που δεν θα μπει στη λογική της κομματικής γραμμής.
Ο μέσος υποψήφιος πρώην γραφιάς, δεν μπορεί και δεν πρέπει μετά να επιστρέψει στην προηγούμενη του θέση σαν δήθεν αντικειμενικός, ανεξάρτητος και αδέκαστος λάτρης της αλήθειας. Η διαπλοκή αρχίζει και θεμελιώνεται εκεί.
Από την άλλη, η ομογενοποίηση των δύο αυτών επαγγελμάτων έχει να κάνει και με την κορύφωση της απαξίωσης της πολιτικής σκηνής και την αύξηση της εκλογικής αποχής. Κοινώς, με το ολοένα και αυξανόμενο αντιστοίχως, έλλειμμα δημοκρατίας. Γιατί όπως γράψαμε και παραπάνω, δημοκρατία σημαίνει έλεγχος και ανεξάρτητη λειτουργία των θεσμών. Όταν δεν εμπιστεύεσαι ούτε τον πομπό, ούτε τον δέκτη, ούτε τον νομοθέτη, πώς μπορείς να εμπιστευτείς τη δημοκρατία;
Εν κατακλείδι. Το εκλογικό σώμα δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη σωστή δημοσιογραφική λειτουργία που καλείται να περνάει από κόσκινο τα διαπλεκόμενα και να φέρνει στο φως το παρασκήνιο. Ναι, μιλάμε για μία τέταρτη εξουσία που μπορεί να ανεβάζει και να ρίχνει κυβερνήσεις. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν μπορεί να γίνει η ίδια κυβέρνηση.
Το φίλτρο της διαφάνειας λοιπόν, πρέπει να παραμένει καθαρό. Και οι δημοσιογράφοι που λοξοδρόμησαν προς τα έδρανα της Βουλής, ας μείνουν εκεί.
Υ.Γ. Οι παραπάνω γραμμές δεν γράφτηκαν (μόνο) για το “Ποτάμι”, αλλά για όλους όσοι καλούνται να παίξουν διαφορετικούς ρόλους που συσχετίζονται με την λειτουργία του πρότερου επαγγέλματος τους. Ενός επαγγέλματος που διαμορφώνει κοινή γνώμη.
*Ο Χρήστος Δεμέτης είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου και ολοκλήρωσε το Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, “Πολιτισμικές Σπουδές και Ανθρώπινη Επικοινωνία”. Εργάστηκε στον Όμιλο του Πηγάσου. Από τον Μάιο του 2012 βρίσκεται στην 24 Media και αρθρογραφεί στο NEWS247.