Εγκληματικά λάθη και ιστορικές παραλείψεις

Μία πρώτη αποτίμηση της διαμορφωθείσης κατάστασης τους τελευταίους έξι μήνες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Η διαπραγματευτική στάση και η μεγάλη ιστορική πρόκληση
- 21 Ιουλίου 2015 09:26
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κλείνει αισίως 6 μήνες. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο κυβερνητικός κορμός (ΣΥΡΙΖΑ) -ως επί το πλείστον- κλήθηκε να διαπραγματευτεί με τους εταίρους, προκειμένου να επιτύχει έναν «έντιμο συμβιβασμό», κατά την μετεκλογική ρητορική του (καθώς η προεκλογική περί κατάργησης του Μνημονίου με ένα άρθρο πήγε στις καλένδες «από τα αποδυτήρια»). Τί ακριβώς (δεν) επετεύχθη -όμως- με την πρόσφατη επώδυνη συμφωνία, η οποία ανοίγει τις πόρτες στο τρίτο και αναμφίβολα πλέον επώδυνο των προηγουμένων Μνημόνιο?
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η σκληρή διαπραγματευτική στάση της κυβέρνησης (η οποία λειτούργησε ευεργετικά στο πληγωμένο από τα συνεχή ανάλγητα μέτρα θυμικό του Έλληνα πολίτη) έδωσε αρχικά την εντύπωση ότι πράγματι είχε «στο συρτάρι» εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο θα εμφάνιζε στο τραπέζι (περισσότερο ως μοχλό πίεσης για την επίτευξη επωφελούς συμφωνίας), όταν θα αντιμετώπιζε την ακαμψία των δανειστών. Η (για κάποιον ανεξήγητο λόγο) έκπληξη της κυβέρνησης από τη στιβαρή στάση των εταίρων (κοινώς, ο ζουρνάς δεν αποδείχθηκε ικανός να χορέψει τις αγορές…) οδήγησε σταδιακά στην εγκατάλειψη της αρχικής (και –δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε- μόνης) στρατηγικής (με τον συνακόλουθο παραμερισμό των πλέον ένθερμων θιασωτών της – βλ. Βαρουφάκης) και στην αναζήτηση οδού διαφυγής. Η καταφυγή στη (συνταγματικώς προβλεπόμενη μεν, σε αχρησία τελούσα δε) διαδικασία του Δημοψηφίσματος απεδείχθη το πρώτο μεγάλο κυβερνητικό λάθος. Ο χρόνος προκήρυξής του (τέτοιος που το καθιστούσε άνευ περιεχομένου, δεδομένου ότι από καιρό ήταν γνωστό ότι η 30/6 ήταν η καταληκτική ημερομηνία για επίτευξη συμφωνίας), η μη εξασφάλιση από την ΕΚΤ της απρόσκοπτης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος για τον εντεύθεν χρόνο, η εκ του πονηρού αποσιώπηση από τον ελληνικό λαό του αληθούς διακυβεύματός του και η επιλογή της κυβέρνησης να αποτελέσει αντικείμενό του η πρόταση των Θεσμών και όχι η επίσημη πρόταση της ιδίας (που -κατά τα φαινόμενα- δεν είχε τεράστιες αποκλίσεις από την πρώτη) συμπυκνώνουν εύγλωττα αφενός το πρόχειρο του σχεδιασμού και αφετέρου την αμηχανία των κυβερνώντων. Το δεύτερο (και, ίσως, μεγαλύτερο) λάθος της κυβέρνησης ήταν η επιλογή της να ταχθεί ανοικτά υπέρ του «ΟΧΙ», ταυτίζοντας εμμέσως αυτή την κορυφαία συνταγματικά διαδικασία με εθνικές εκλογές. Το λάθος αυτό απεδείχθη ευθύς μόλις επικράτησε (και –μάλιστα- σαρωτικά) η κυβερνητική επιλογή. Και τούτο διότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός, αναγνωρίζοντας –έστω όψιμα- την ιστορική του ευθύνη, βρέθηκε αναγκασμένος να «νοθεύσει» το αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης. Έτσι, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στη σύγκληση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών και στο κοινό ανακοινωθέν, μετέβη στις Βρυξέλλες, με τα γνωστά σε όλους και εθνικά επιζήμια αποτελέσματα: μια συμφωνία-κόλαφο, με –κυρίως- υφεσιακά και φοροεισπρακτικά μέτρα, την οποία καλείται να υλοποιήσει, χωρίς το 1/3 (επί του παρόντος) των βουλευτών του και –κυρίως- χωρίς (όπως ο ίδιος έχει πολλάκις δηλώσει) να την πιστεύει.
Και εδώ είναι που εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Άλλως ειπείν, αυτή είναι η ιστορική πρόκληση για την παρούσα κυβέρνηση. Διότι είναι αληθές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει –παρά τους ομολογουμένως λανθασμένους χειρισμούς του στις διαπραγματεύσεις, απότοκο είτε της απειρίας της κυβέρνησής του και αυτού του ιδίου είτε της υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων τους- το μεγαλύτερο προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο από όλους τους Έλληνες Πρωθυπουργούς από την έναρξη της κρίσης και εντεύθεν. Η δημοτικότητά του παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη παρά τα λάθη και τις αβλεψίες του. Τούτο, δε, διότι εκφράζει (ακόμα) το νέο, το μη φθαρμένο, το πολιτικά αμόλυντο. Διότι δίνει την εντύπωση ότι δεν έλκει την δύναμή του από σκοτεινά κέντρα συμφερόντων αλλά από την λαϊκή κυριαρχία, ως αυτή αποτυπώθηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και –ακόμα περισσότερο- στο Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Εάν, λοιπόν, εκείνος δεν είναι αποφασισμένος να διορθώσει τα κακώς κείμενα στη χώρα, (πιθανότατα) κανένας δεν μπορεί. Γιατί, κακά τα ψέματα, πλάι στα εκτρωματικά και άκρως υφεσιακά μέτρα φοροεπιδρομής, το παρόν Μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) προβλέπουν μεταρρυθμίσεις και τομές στην κοινωνία, οι οποίες θα έπρεπε να έχουν συμβεί από μακρότατο χρόνο και οικεία βουλήσει. Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, η δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, ο παραγωγικός δημόσιος τομέας, η πάταξη της φοροδιαφυγής, η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, οι επικερδείς για τη χώρα ιδιωτικοποιήσεις, οι ΣΔΙΤ, οι (αληθώς) αναπτυξιακοί νόμοι, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και πολλά άλλα αποτελούν αυτονόητες δράσεις και ζώσες πραγματικότητες για ευνομούμενα και ευυπόληπτα ευρωπαϊκά κράτη. Και είμαι βέβαιος ότι εάν δίπλα στα πρώτα -άδικα και πλήττοντα πρωτίστως τα αδύναμα και μεσαία κοινωνικά στρώματα- νομοθετηθούν και τα δεύτερα μέτρα, τότε ο Έλληνας πολίτης θα υπομείνει για ακόμα μία φορά, διαβλέποντας ειλικρινή διάθεση στην κυβέρνηση να δομήσει ένα πραγματικό Κράτος. Αυτό, λοιπόν, είναι –πλέον- το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης και του Έλληνα Πρωθυπουργού προσωπικά. Και το στοίχημα αυτό για να κερδηθεί θέλει πολιτική γενναιότητα, βούληση, ειλικρίνεια και απεξάρτηση από συντεχνιασμούς και πελατειακά συστήματα.
* Ο Χρήστος Ι. Θεοδωρόπουλος, είναι δικηγόρος, LL.M., Μ.Δ.Ε., Αντιπρόεδρος Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών