Εκεί που σκοντάφτει το ελληνικό brain regain

Διαβάζεται σε 4'
Συνέντευξη για εργασία
Συνέντευξη για εργασία iStock

H πλειονότητα των εργοδοτών κρατά ουδέτερη έως αρνητική στάση απέναντι σε υποψηφίους που σπούδασαν ή εργάστηκαν στο εξωτερικό.

Η Ελλάδα θέλει πίσω τα παιδιά της αλλά δεν ξέρει τι να τα κάνει όταν επιστρέφουν. Αυτή είναι η διαπίστωση που προκύπτει από την πρόσφατη μελέτη της Adecco και του Ελληνικoύ Παρατηρητηρίου – Κέντρου Ερευνών για τη Σύγχρονη Ελλάδα και Κύπρο του London School of Economics για την ελληνική αγορά εργασίας. Παρά την αυξημένη ζήτηση προσωπικού (7 στις 10 επιχειρήσεις προσλαμβάνουν), η εμπειρία από το εξωτερικό σπάνια αναγνωρίζεται ως πλεονέκτημα. Δεν αναγνωρίζεται, δεν ενσωματώνεται.

Σύμφωνα με την έρευνα, η πλειονότητα των εργοδοτών κρατά ουδέτερη έως αρνητική στάση απέναντι σε υποψηφίους που σπούδασαν ή εργάστηκαν στο εξωτερικό. Μόνο οι πολύ μεγάλες εταιρείες εμφανίζονται πρόθυμες να αξιοποιήσουν την εμπειρία της διασποράς. Οι μικρότερες επιχειρήσεις –που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας– δείχνουν αμήχανες, έως και φοβικές, απέναντι στην εμπειρία του εξωτερικού.

Η χώρα βιώνει μια ιστορική ευκαιρία: το brain regain. Πάνω από 350.000 Έλληνες που έφυγαν κατά την κρίση επέστρεψαν τα τελευταία χρόνια, πολλοί με προσόντα, εμπειρία και διεθνή αντίληψη. Αντί όμως να τους δούμε ως φορείς πολύτιμου κεφαλαίου –ως ανθρώπους που φέρνουν πίσω γνώση, δίκτυα και μια άλλη αντίληψη για το τι σημαίνει σύγχρονη εργασία– τους υποδεχόμαστε με καχυποψία.

Η απόσταση αυτή είναι βαθύτερη από μια απλή εργοδοτική προκατάληψη. Είναι αξιακή. Η διεθνής εμπειρία, για να εκτιμηθεί, προϋποθέτει μια κουλτούρα που να αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα, να εμπιστεύεται τη μάθηση, να μη φοβάται την καινοτομία. Απαιτεί εργοδότες που βλέπουν τους ανθρώπους όχι μόνο ως εργαλεία παραγωγής αλλά ως πηγές εμπλουτισμού. Όμως η κυρίαρχη ελληνική εργοδοτική λογική παραμένει στενά εργαλειοκρατική. Θέλει άμεσο αποτέλεσμα, μηδενικό ρίσκο και πλήρη συμμόρφωση. Το «έξω» θεωρείται απειλή – όχι πλεονέκτημα.

Έτσι, αναπαράγεται ένας φαύλος κύκλος: ταλέντα που επιστρέφουν είτε εγκλωβίζονται σε θέσεις υποδεέστερες των προσόντων τους, είτε στρέφονται ξανά προς το εξωτερικό – ή στην καλύτερη περίπτωση εργάζονται εξ αποστάσεως για εταιρείες του εξωτερικού, δίχως ουσιαστική επανένταξη.

Πρόκειται για μια αντίφαση που υπονομεύει την ίδια την παραγωγική μας προοπτική. Η χώρα επενδύει σε εκπαίδευση, χάνει το ανθρώπινο δυναμικό της, το ξανακερδίζει. Και μετά το απαξιώνει. Η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου μάς λέει ότι η εμπειρία και η εκπαίδευση πρέπει να ανταμείβονται. Η θεωρία του signaling μας δείχνει ότι οι διεθνείς σπουδές και η εμπειρία λειτουργούν ως σήματα υψηλής ικανότητας. Όμως στην ελληνική αγορά αυτά τα σήματα δεν αποκωδικοποιούνται. Χάνονται στη μετάφραση μιας κλειστής, εσωστρεφούς, συχνά οικογενειοκρατικής κουλτούρας που φοβάται ό,τι δεν ελέγχει και καταλήγει να προτιμά τον «γνωστό του γνωστού».

Απαιτείται αλλαγή πλαισίου. Οικονομική, θεσμική, αλλά κυρίως αξιακή. Προγράμματα επανασύνδεσης της διασποράς με την εγχώρια αγορά. Δίκτυα mentoring που θα χτίσουν εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδοτών και επαναπατρισθέντων. Δημόσια αφήγηση που θα προβάλλει ιστορίες επιτυχίας, όχι για να εξωραΐσει, αλλά για να αποδείξει έμπρακτα τη δυναμική όσων έφεραν πίσω την εμπειρία τους και μπόλιασαν ξανά τη χώρα με τη γνώση τους.

Η χώρα δεν έχει πολυτέλεια να χάσει ξανά τα παιδιά της. Ούτε να τα υποδέχεται με καχυποψία. Χρειάζεται να διαμορφώσει ένα περιβάλλον όπου η επιστροφή δεν αποτελεί απλώς πράξη νοσταλγίας αλλά επιλογή επαγγελματικής και προσωπικής προοπτικής και προσφοράς. Και αυτό δεν θα το κάνει ούτε η εφορία, ούτε οι επιδοτήσεις, αλλά η ίδια η αγορά. Όταν πάψει να φοβάται το νέο και μάθει να το αγκαλιάζει.

Κατεβάστε την έρευνα εδώ

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα