Ένα ταξίδι με λεωφορείο στο – όχι και τόσο μακρινό – παρελθόν…

Ένα ταξίδι με λεωφορείο στο – όχι και τόσο μακρινό – παρελθόν…
ΑΘΗΝΑ-Αποκλεισμένος από εργαζομένους που συμμετέχουν στην 24ωρη απεργία της Ομοσπονδίας Συνδικάτων Μεταφορών Ελλάδος (ΟΣΜΕ), είναι ο σταθμός ΚΤΕΛ . (EUROKINISSI-ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ) Eurokinissi

Διαβάστε μία ιστορία που εκτυλίσσεται μέσα στον εκσυγχρονισμένο στόλο των υπεραστικών συγκοινωνιών, μεταξύ αναχρονιστικών νοοτροπιών και αποσυγχρονισμένων ανθρώπων...

Οκτώ το πρωί, σε λεωφορείο του ΚΤΕΛ που εκτελεί υπεραστικό δρομολόγιο με προορισμό την Αθήνα. Οι  επιβάτες περιμένουν στην ουρά για την τακτοποίηση των αποσκευών, η διαδρομή θα διαρκέσει μερικές ώρες. Η υπάλληλος του σταθμού, σβέλτα, ήπια και πολύ ευγενικά, εξυπηρετεί τον κόσμο. Καθώς δεν ταξιδεύω συχνά με λεωφορείο, εντυπωσιάζομαι από το ολοκαίνουργιο, κλιματιζόμενο όχημα αλλά κυρίως από την συμπεριφορά των εργαζομένων που σε τίποτα δε θυμίζει παλαιότερες εποχές μυστακιοφόρων οδηγών “κλείσε-πίσω-φύγε!” με ανοιχτό πουκάμισο, καδένα και διαπασών Ρίτα Σακελλαρίου.

Το λεωφορείο είναι γεμάτο. Ανεβαίνω τελευταία και κατευθύνομαι προς τη θέση μου, αρ. 6, η οποία, φυσικά, είναι κατειλημμένη: κυρία μέσης ηλικίας, εύσαρκη, περιποιημένη, με ξανθές ανταύγειες, επώνυμα γυαλιά ηλίου, λευκή μπλούζα και ασορτί πασμίνα. Στα πόδια της κάθεται ένα ιλουστρασιόν περιοδικό μόδας και πάνω του, ένα ροζ κουφετί τσαντάκι. “Συγνώμη”, σκύβω και της λέω, “έχετε κι εσείς τον αριθμό 6;” Με κοιτάζει μέσα από τα γυαλιά, χωρίς να απαντήσει. “Μήπως έχει γίνει λάθος”, συνεχίζω, “και έχουν δώσει τη θέση διπλά;” Δεν παίρνω απάντηση και πάλι. Ανεβαίνουν δυο ακόμα επιβάτες που κατευθύνονται προς τις πίσω θέσεις. Παραμερίζω και περιμένω για λίγη ώρα στο πλάϊ, ώσπου να περάσουν. Το βλέμμα της κουφετί κυρίας καρφώνεται μπροστά, στο κενό. Τα οπίσθιά της καρφώνονται εξ´ίσου αποφασιστικά στη θέση αρ. 6. (Καθ´ότι η επικοινωνία μεταξύ μας καθίσταται προβληματική εξ´αιτίας του όρκου σιωπής που προφανώς έχει δώσει, προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τις μύχιες σκέψεις της: “Άντε παράτα μας κι εσύ πρωί-πρωί, δε βλέπεις ότι κάθεται άλλος;”)

Κάνω μία τελευταία προσπάθεια να εισακουστώ, η οποία, απρόσμενα, κινητοποιεί το αδρανοποιημένο αισθητήριό της. Στρέφει το βλέμμα της πάνω μου, κοιτάζοντάς με εξεταστικά, με ίχνη απαξίωσης, και με βαριεστημένο, μάλλον αδιάφορο ύφος, μου απαντάει: “Κι εμένα στη θέση μου κάθεται άλλος…” Αρπάζω την ευκαιρία (αντί για το μαλλί που, όσο να ´ναι, θα μου ερχόταν πιο εύκολο) και προσπαθώντας να ανασύρω τα τελευταία ψήγματα ευγένειας που μου απομένουν, της προτείνω “καλύτερα ίσως να πάρουμε τις κανονικές μας θέσεις για να μην έρθει κάποιος άλλος σε λίγο και μας σηκώσει”. Εμφανώς ενοχλημένη, απαντά: “Κοιτάξτε, εγώ είμαι εντάξει εδώ, να πάτε εσείς να βρείτε κάπου να κάτσετε!” (Ο πληθυντικός είναι bonus. Mτφρ: “Εγώ μια χαρά βολεύτηκα, σιγά μη σηκωθώ, εσύ να πάς να κόψεις το λαιμό σου…”)

Το βλέμμα της επιστρέφει στο κενό, ενώ το δικό μου στρέφεται στο πίσω μέρος του λεωφορείου προσπαθώντας να εντοπίσει κενή θέση. Εκεί εκτυλίσσεται μικρή σύρραξη σε σπαστά ελληνικά, μεταξύ Ελληνοαυστραλέζας που έχει έρθει να δει τους συγγενείς της και να δείξει στα δύο της παιδιά τις ρίζες τους, και δύο νεαρών με κοτσίδες και σκουλαρίκια, που στρογγυλοκάθονται στις θέσεις:

“Βλέπετε τί λέει εδώ; Αυτές οι θέσεις είναι δικές μας!”

“Tώρα όμως, τις πιάσαμε εμείς.”

“Δεν καταλαβαίνετε ότι πρέπει να κάθομαι κοντά στα παιδιά μου;”

“Κι εμείς παιδιά είμαστε!”

Ο πρώτος πρωινός καφές δεν επαρκεί για να κινητοποιήσει όλες μου τις διεκδικητικές ικανότητες, κι έτσι αρχίζω να ρίχνω απελπισμένα βλέμματα στην υπάλληλο που προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα. Μου βρίσκει τελικά μία θέση, και, γεμάτη ενοχές, γυρίζω να καθησυχάσω την κουφετί κυρία: “Μην ανησυχείτε,” της λέω, “βρήκα θέση, δε χρειάζεται να σηκωθείτε, κρατήστε αυτήν, έτσι κι αλλιώς προτιμώ παράθυρο για να ακουμπάω…” Με κοιτάζει παραξενεμένη, χωρίς φυσικά να μου απαντήσει. (Μτφρ: “Ποιός χ……;”)

Το ταξίδι ξεκινά, η Ελληνοαυστραλέζα λέει τον πόνο της στον Ολλανδό τουρίστα που κάθεται δίπλα της (“This is Greece for you!”), τα παιδιά της παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια αρχειοθετώντας στο μυαλό τους τις αναμνήσεις από τη χώρα των προγόνων τους, κι εμένα με παίρνει ο ύπνος.

Μέχρι που, ξαφνικά, αντηχεί παντού το “Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας”. Μετά από λίγο, και ενώ η εκτέλεση συνεχίζεται διαπασών, καταλαβαίνω πως αυτό έχει επιλέξει για ringtone ο  – προφανώς βαρήκοος – κύριος που κάθεται μπροστά μου. Ώσπου να εντοπίσει το κινητό μέσα στις χειραποσκευές του, κοντεύουμε όλοι να μερακλώσουμε.

Τελικά, όλα αυτά τα χρόνια, μπορεί να μην έχουν αλλάξει και τόσα πολλά.

* Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα