Ερμος και βαρύς στο μονοπάτι
Διαβάζεται σε 6'
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας μεγάλωσε, μας έμαθε να αγαπάμε, να αμφισβητούμε και να ακούμε μουσική. Δεν ήταν ανάγκη να συμφωνείς μαζί του, αλλά ποιος δεν έχει τραγουδήσει τους στίχους του;
- 22 Οκτωβρίου 2025 08:50
Ο Σαββόπουλος ακούγεται δυνατά, όταν είσαι μόνος σπίτι και μονολογείς “μες τη χοντρή μου κοιλιά λεχώ – λεχώνα, την τροφή του χειμώνα” ή ακούς το σόλο από την κιθάρα του Johnny Lambizzi στο εμβληματικό “Κιλελέρ”: “6 Μαρτίου 1910…”
Σαββόπουλο όμως τραγουδήσαμε με την αγαπημένη μας να παίζει στην κιθάρα “μία η άνοιξη, ένα το σύννεφο” ή πιο ερωτευμένοι ακόμα “μια θάλασσα μικρή”. Πόσα αγόρια και κορίτσια δεν έμαθαν να αγαπάνε, να ερωτεύονται, με τις νότες και τα λόγια του νεαρού που είχε ανέβει στο “Φορτηγό” για να κατέβει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια ατέλειωτη παράγκα “με κυράδες, φιλάνθρωπους, παππάδες” και η “πλατεία είναι (πάντα) γεμάτη από το νόημα που’ χει κάτι” εξήντα χρόνια μετά από τότε που γράφτηκαν οι στίχοι ενός τραγουδοποιού, τελείως διαφορετικού για την ελληνική μουσική, σχεδόν ή εξ ολοκλήρου ποιητή και σίγουρα ενός ανθρώπου που ήξερε να διηγείται μελωδικά.
Ποιος άλλος θα μπορούσε να τραγουδήσει την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, σε ένα -σχεδόν- δεκαπεντάλεπτο σφυροκόπημα μουσικής και στίχων μαζί: “Λοιπόν, μολύβι και χαρτί η απόγνωση άνοιξε λαγούμι” .Ο Μάνος Χατζιδάκις, με την παροιμιώδη απέχθεια του στις επίσημες αρχές, το επέβαλε με το έτσι θέλω, παίζοντας το στο “Τρίτο”, προκαλώντας την οργή του τότε υπουργού προεδρίας Παναγιώτη (Νανά) Τσαλδάρη, που ήθελε να το “εξαφανίσει” από τα ερτζιανά. Η λογοκρισία που λειτουργούσε ακόμα το 1978 (επί Καραμανλή) είχε κόψει τον στίχο “το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απέξω”. Λες και το’ γραψε πριν από μια εβδομάδα…
Με τον Σαββόπουλο μάθαμε μουσική, γίναμε ροκάδες. Ο πατέρας δυσφορούσε και αναρωτιόταν “μα καλά τι μουσική είναι αυτή”; Ηλεκτρικές κιθάρες, νταούλια, ζουρνάδες, τύμπανα και μια βραχνή φωνή να φωνάζει “τι τρέχει, έγινε κατολίσθηση και έπεσε κάνας βράχος”; Ο “Μπάλλος” -ακόμα και τώρα- ηχεί περίεργα στα ασυνήθιστα αυτιά: “Μπαμπά άκουσε προσεχτικά. Πρόσεξε τους στίχους” είπα στον κυρ Βασίλη, με την θρασύτητα ενός 16χρονου που … σας “γαμεί τα Λύκεια”.
Ο πατέρας ξανάβαλε τους δίσκους. Το “Φορτηγό”, τη “Ρεζέρβα”, τον “Περιβόλι του Τρελού”, τον ίδιο τον “Μπάλο” και κυρίως τα “10 χρόνια κομμάτια”. Τον είδα να δακρύζει με τη φωνή της Μπέλου στο ανυπέρβλητο Ζεϊμπέκικο: “Να σηκωθεί σαν μαύρο πνεύμα, η τρομερή μας η λαλιά…”. Μετά με κοίταξε χαμογελαστός: “Έχεις δίκιο…”
Οι δίσκοι του Σαββόπουλου ήταν πάντα εκεί. Λαμπεροί, να τους λιώνουμε στο πικ απ, για να μάθουμε τα λόγια, δεν ήταν κι εύκολο. Ο αδερφός μου έμαθε τα πρώτα ακομπανιαμέντα του, γρατζουνώντας τα τραγούδια του, με πρώτη την κλασική “Συννεφούλα”: “Να γυρίσεις σου ζητώ…” Δίσκοι με μουσική και νοήματα αλλά και εξώφυλλα, το καθένα ένα μικρό έργο τέχνης είτε ήταν σκίτσα, ζωγραφιές, είτε φωτογραφίες εκείνου του περίεργου με τα μούσια (και αργότερα) τις τιράντες.
Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, οι του 60 οι εκδρομείς, μιλούσαν για τα βράδια στο Κύτταρο και τις μοναδικές παραστάσεις στο λυκαυγές της χούντας και μετά στην απελευθέρωση της Μεταπολίτευσης. Εμείς οι νεότεροι τον προλάβαμε αργότερα στην Πλάκα, ή πιο μετά στη μοναδική παράσταση με Κιουρτσόγλου και Λάντσια στο “Γκαζάρτε”. Ο “Πυρήνας”…
Το 1983 κυκλοφόρησαν “Τα Τραπεζάκια Έξω”. Ο Σαββόπουλος είχε ήδη φύγει από το Κύτταρο και τους φανατικούς σαββοπουλικούς και απευθύνεται σε πλατιές μάζες: “Ας κρατήσουν οι χοροί”. Στο Ολυμπιακό Στάδιο ξεσαλώνει. Αρχίζει και φαλτσάρει, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε εμείς, ίσως τα ίδια να έλεγαν οι “άλλοι” στο άκουσμα του πιο αριστερού τετράστιχου που γράφτηκε ποτέ, κάτι σαν έρωτας και επανάσταση:
“Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή, στα παιδιά και τους εργάτες, στους πολίτες, στους οπλίτες, στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά, η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά…”
Αλλά αυτός ήταν ο Νιόνιος. Γεμάτος αντιθέσεις. Έκανε κόνξες στα “χατζιδάκια μου και θοδωράκια” επειδή “εσείς τρώτε και πίνετε κι εμένα με τρώει η αρκούδα μου”, αλλά στ’ αλήθεια τους είχε σε μεγάλη υπόληψη ειδικά τον Μάνο, ο οποίος τον κάλεσε στο Σείριο και έπαιξε στο πιάνο “Μια θάλασσα μικρή” με τον Διονύση να έχει φανερό τρακ…
Μπορεί να μας ξένισαν οι “νεωτερισμοί” και οι ιδέες του από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και μετά, θυμώσαμε μαζί του, αλλά δεν σταματήσαμε ποτέ να τον αγαπάμε. Εσωτερικός όσο κανείς. Μονίμως να ψάχνει την ολοκλήρωση “κι όλο πλησιάζεις, δέσμες φως μοιράζεις…” αλλά και πάντα λυρικός, ποιητικός και παράδοξος: “Θύρα εφτά και θύρα, κάτω από τις ερπύστριες”…
Με τον Σαββόπουλο μεγαλώσαμε. Αγαπήσαμε, επαναστατήσαμε, κάποια στιγμή συμβιβαστήκαμε όπως κι αυτός, αλλά μέσα μας σιγόκαιε η φλόγα του, γυρνούσαν γύρω μας οι “Μάγοι”, η “Ζωζώ”, η “Κυρία Μάρω” και κοιτάζαμε το πέλαγος στη “Θαλασσογραφία”. Οι λέξεις του άλλοτε παράταιρες, άλλοτε αρμονικές, κάτι είχαν να μας πουν πάντα: “Μα ο χρόνος ο αληθινός, είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός” Υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια;
Ο Σαββόπουλος σημάδεψε τη νιότη μας. Το έργο του παραμένει μοναδικό και η προσφορά του στη μουσική ασύγκριτη. Όσοι δημιούργησαν αργότερα τη νέα ελληνική σκηνή χρωστάνε τα πάντα σε αυτόν. Οι πιο πολλοί, άλλωστε, παρέλασαν από τις μοναδικές εκπομπές του στην ΕΡΤ, πρωτοποριακές σε σύνθεση και δημιουργία: “Ζήτω το ελληνικό τραγούδι”.
Δεν ξέρω, αλλά αυτή η εισαγωγή που κάποτε έπαιζε ασταμάτητα στο cd player, με είχε συνεπάρει. Ίσως γιατί το τραγούδι της εκπομπής είναι εν τέλει ο απόλυτος σαββοπουλισμός:
Ο Νιόνιος όμως, που έπαιζε το ρόλο του όπως έλεγε κι ο ίδιος, ήξερε να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Τσαλακώθηκε γιατί ονειρευόταν “σαν το καραγκιόζη”, αλλά μας προκαλούσε να μας … γιουχαΐσει στην παράσταση. Δεν πολυδίναμε σημασία, πλέον, στα λογίδρια του, προτιμούσαμε να βάζουμε τους δίσκους για να θυμόμαστε τη νιότη μας. Τις μοναδικές συγχορδίες του και τα λόγια: “Χωρίς βουλή, χωρίς Θεό. Σαν βασιλιάς σ΄αρχαίο δράμα”
Αυτός που γεννήθηκε ένα Δεκέμβρη του 44, ενώ γύριζε ο θανατάς, έφυγε σε ηλικία 81 ετών. Πάντα οι απώλειες των πραγματικά μεγάλων δημιουργούν ένα κενό, γεμίζουν τον κόσμο μας με μελαγχολία. Θα μείνει, ωστόσο, εδώ για να συντροφεύσει και να μεγαλώσει τις επόμενες γενιές κι ας ήταν θλιβερή η είδηση για τον θάνατο του.
Σα να μου φαίνεται ότι από κάπου ακουγόταν, πλέον, το “Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό…”