Γιατί χειροκροτούν όρθιοι τον “Καποδίστρια”;

Διαβάζεται σε 4'
Γιατί χειροκροτούν όρθιοι τον “Καποδίστρια”;

Η υποδοχή του “Καποδίστρια” δηλώνει και κάτι ακόμα: την αναζήτηση μίας ηγεσίας που εμπνέει και διακρίνεται για το πατριωτικό της συναίσθημα. Και αν την επενδύσουμε με ψυχολογικά κριτήρια, θα αναδειχθεί η διαχρονική μας ανάγκη για κάποιον εθνικό «πατερούλη»

Ημουν μαθητής Δημοτικού όταν πήγαμε, με το σχολείο, να παρακολουθήσουμε την ταινία για τον Παύλο Μελά. Δεν ξέρω τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά στη Μακεδονία, η παρακολούθηση, δεν ήταν, απλώς, υποχρεωτική. Ηταν πατριωτικό καθήκον.

Λογικό. Οι παππούδες μας ήταν Μακεδονομάχοι, ο από βορρά κίνδυνος υπαρκτός και η Βουλγαρία φάνταζε σαν το σκυλί που περιμένει να δαγκώσει. Με κινηματογραφικούς όρους η ταινία ήταν άθλια. Και σήμερα διασώζεται μόνο η μουσική του Σπανού και αυτή ως σύνθημα στην κερκίδα του ΠΑΟΚ δια του οποίου οι ένθερμοι οπαδοί μας υπενθυμίζουν ότι δεν είναι καλά στα μυαλά τους.

Ομως βγαίνοντας από την αίθουσα του «Γαλαξία», επί της Λεωφόρου Στρατού, όλα τα αγόρια είχαμε κυριευτεί από τον πόθο. Να μεγαλώσουμε, να βγάλουμε τσιγκελωτό μουστάκι και να πάρουμε κανένα Βούλγαρο στο κατόπι. Αλλωστε στο σχολείο τραγουδούσαμε καθημερινά το «Μακεδονία Ξακουστή που έδιωξες τους Βούλγαρους και ελεύθερη είσαι τώρα». Αργότερα, για πολιτικούς λόγους, οι «Βούλγαροι» αντικαταστάθηκαν από τους «βάρβαρους».

Οι ταινίες με αναφορά σε θέματα πατρίδας κάνουν πάντα σουξέ στο box office. Η «Πολίτικη Κουζίνα» κατέχει το ρεκόρ. Η «Υπολοχαγός Νατάσσα» κρατούσε για δεκαετίες την πρώτη θέση. Αλλά και η ταινία για τον Καζαντζίδη έκοψε πιο πολλά εισιτήρια από τους δίσκους που πούλησε ο Στελλάρας στην εποχή του. Είναι, λοιπόν, απολύτως λογικό ο «Καποδίστριας» να γεμίζει σήμερα τις αίθουσες και οι τίτλοι τέλους να συνοδεύονται από χειροκρότημα.

Είναι η ταινία που μίσησαν οι κριτικοί και λάτρεψε το κοινό. Αναμενόμενο. Οι κριτικοί βλέπουν κινηματογράφο. Το κοινό μένει στο πατριωτικό συναίσθημα. Μάλιστα όσο πιο απλοϊκή είναι μία ταινία αντίστοιχου περιεχομένου, τόσο πιο διεισδυτική είναι η επίδραση της στους θεατές.

Το μεγάλο, κοινό αποθεώνει την ταινία. Το βλέπεις στις αναρτήσεις στα social. Και στάζει χολή για την κριτική, αλλά και την ιστορική συζήτηση για την εξουσιαστική φυσιογνωμία του Καποδίστρια. Μεταξύ μας, δεν έχει λόγο και βάση η κριτική στον Καποδίστρια με σημερινά μέτρα και σταθμά. Είναι ιστορικά άστοχο να τον ελέγχεις για αυταρχισμό στην Ελλάδα των ημιάγριων κλεφτών και των κοτζαμπάσηδων.

Γιατί όμως οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι την ταινία του Σμαραγδή; Δεν επιβραβεύουν την κινηματογραφία του, αλλά το περιεχόμενο και το μήνυμα. Είναι σαν το κοινό που χειροκροτεί με θέρμη μία σχολική παράσταση για την επέτειο της Επανάστασης. Δεν εξετάζουν την υποκριτική δεινότητα των παιδιών, αλλά την ένταση με την οποία εκπέμπουν το πατριωτικό μήνυμα.

Ομως η υποδοχή του «Καποδίστρια» δηλώνει και κάτι ακόμα: την αναζήτηση μίας ηγεσίας που εμπνέει και διακρίνεται για το πατριωτικό της συναίσθημα. Και αν την επενδύσουμε με ψυχολογικά κριτήρια, θα αναδειχθεί η διαχρονική μας ανάγκη για κάποιον εθνικό «πατερούλη». «Εναν σαν τον Πούτιν, βρε αδερφέ». Κάποιον που να κάνει τη δουλειά εξ ονόματος του λαού, που θα συγκρουστεί με τα κατεστημένα συμφέροντα. Και ας είναι και κομματάκι αυταρχικός, δεν χάθηκε ο κόσμος. Οι ηγέτες πρέπει να έχουν στιβαρά χέρια. Μήπως τελικά η λατρεία του Καποδίστρια είναι περισσότερο λατρεία της ιδέας ενός ισχυρού ηγέτη παρά του ίδιου του ανθρώπου;

Δεν ξέρω πώς θα διαβάσει η πολιτική τάξη την επιτυχία του «Καποδίστρια». Δεν είμαι σίγουρος αν θα το επιχειρήσει. Ομως θα έπρεπε. Γιατί τα εισιτήρια που κόβει πληρώνονται σε ευρώ, όχι σε παλιές δραχμές. Και στα μάτια των θεατών, ο «Καποδίστριας» δεν δείχνει, απλώς, επίκαιρος. Δείχνει και απαραίτητος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα