Ο φόβος μπροστά στην κάλπη

Ο φόβος μπροστά στην κάλπη
Εκλογές - κάλπη Eurokinissi

Πρώτιστος στόχος του κ. Τσίπρα και των συν αυτώ είναι να έχουν μια "διαχειρίσιμη ήττα". Και αυτό σημαίνει δύο τινά: η ΝΔ να είναι μακριά από ποσοστό που παραπέμπει σε αυτοδυναμία και η διαφορά των δύο κομμάτων να μην ξεπεράσει τις πέντε μονάδες.

Ποιος φοβάται περισσότερο την κάλπη; Η πρώτη -και εύκολη- απάντηση είναι «αυτός που θα χάσει». Πόσο μάλλον αν το ξέρει από πριν. Εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, αφού (ξέρουν ότι) θα χάσουν στις 26 Μαίου. Έτσι δεν λένε (σχεδόν) όλοι;

Έτσι λένε. Όμως, όσοι το λένε-και ιδίως οι πολιτικοί τους αντίπαλοι- γνωρίζουν και κάτι άλλο. Ότι υπάρχουν ήττες και «ήττες». Όπως και νίκες και «νίκες». Εξ ου και η Πύρρειος νίκη, που μπορεί να είναι κάτι χειρότερο από ήττα. Ας προσπαθήσουμε να τα ξεμπλέξουμε.

Παράμετρος πρώτη, ιστορική: Συνήθως, όποιος κερδίζει στις ευρωεκλογές, νικάει και στις εθνικές εκλογές. Προσοχή στη διαφορά των δύο ρημάτων. Το «κερδίζω» δεν σημαίνει πάντα και «νικάω». Για παράδειγμα, στις δύο τελευταίες ευρωεκλογές (2009 και 2014) το κόμμα που νίκησε έγινε και κυβέρνηση. Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου το ίδιος έτος (2009) και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα λίγους μήνες μετά (2015). Στις ευρωεκλογές του 1999 η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή κέρδισε με διαφορά 3,10 μονάδων. Αλλά στις εθνικές εκλογές του 2000 έγινε η ανατροπή: νίκησε το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη και ανανέωσε την κυβερνητική του θητεία.

Παράμετρος δεύτερη, το σήμερα: Με ποιες μοιάζουν οι σημερινές ευρωεκλογές; Με το 2009 και το 2014 ή με το 1999; Η πρώτη-και εύκολη-απάντηση είναι με τις δύο πρώτες. Σχεδόν όλες οι προβλέψεις, εδώ και τρία χρόνια, προεξοφλούν τη νίκη της ΝΔ όχι μόνο την προσεχή Κυριακή, αλλά και στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Επιπλέον, η μνημονιακή περίοδος έχει παγιώσει την πεποίθηση ότι οι κυβερνήσεις δεν ανανεώνουν την θητεία τους(κυβέρνηση Παπανδρέου και κυβέρνηση Σαμαρά). Είναι ίδια η περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα;

Παράμετρος τρίτη, τα δεδομένα: Η απάντηση στο αμέσως προηγούμενο ερώτημα εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, μη ορατές όλες επί του παρόντος. Για παράδειγμα, αρκεί στη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη μια (οποιαδήποτε) νίκη στις ευρωεκλογές της επόμενης Κυριακής, ώστε να θεωρείται βέβαιη η επανάκαμψή της στην κυβερνητική εξουσία; Ούτε οι ίδιοι έχουν καταλήξει. Το ένα στέλεχός της (Νίκος Δένδιας) θέλει στις ευρωεκλογές νίκη με τα ποσοστά του παλιού δικομματισμού (40% και άνω). Το άλλο (Άδωνις Γεωργιάδης) αρκείται σε μια νίκη αντίστοιχη με εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ το 2014: ποσοστό 26,56% και άνω και διαφορά τουλάχιστον 3,84%.

Και ο αρχηγός; Θέλει μεν τις ευρωεκλογές «δημοψήφισμα» και να καταγάγει το κόμμα του «μεγάλη νίκη», αλλά ο προσδιορισμός της είναι πολύ αόριστος. Πάντως, στη νεοδημοκρατική πιάτσα, το πρώτο και εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της νίκης (πρέπει να) είναι ο αριθμός τρία(3) πριν από το ποσοστό που θα καταγραφεί. Αν το ποσοστό αυτό είναι κάτω του 30%, θα έχουν πρόβλημα. Διότι ο στόχος της αυτοδυναμίας στις εθνικές εκλογές θα φαίνεται πολύ δύσκολα επιτεύξιμος, ίσως και ανέφικτος. Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο θα είναι η διαφορά. Οτιδήποτε κάτω από πέντε μονάδες δεν θα είναι καλό αποτέλεσμα για τη ΝΔ με τις προσδοκίες που έχουν καλλιεργήσει στους οπαδούς τους. Μάλιστα, αν η διαφορά αυτή περιοριστεί στα όρια του (κατά τους δημοσκόπους) στατιστικού λάθους(πέριξ του 3%), τότε η ζωή του κ. Μητσοτάκη θα γίνει δύσκολη.

Στον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν ότι, με βάση τα δεδομένα που έχουν, η πρωτιά είναι από πολύ δύσκολη έως ανέφικτη. Εκτός αν επαναληφθεί το φαινόμενο του 2015, όταν σχεδόν όλοι οι λεγόμενοι (στην ουσία δεν υπάρχουν, είναι ένα δημοσκοπικό εφεύρημα, επειδή δεν απαντούν) «αναποφάσιστοι» πήγαν στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος του κ. Τσίπρα και των συν αυτώ είναι να έχουν μια «διαχειρίσιμη ήττα». Και αυτό σημαίνει δύο τινά: η ΝΔ να είναι μακριά από ποσοστό που παραπέμπει σε αυτοδυναμία και η διαφορά των δύο κομμάτων να μην ξεπεράσει τις πέντε (5) μονάδες.

Τι θα κρίνει τις εκλογές; Η απάντηση σε ένα διπλό δίλημμα. Ο κ. Τσίπρας ποντάρει στο αφήγημα «εμείς προστατεύουμε τους αδύναμους»,εξ ου και το μπαράζ των μέτρων. Ο κ. Μητσοτάκης στην «εξόντωση της μεσαίας τάξης», την οποία καταλογίζει εξ ολοκλήρου στη σημερινή κυβέρνηση. Οι ψηφοφόροι θα δώσουν την απάντηση.

Περισσότερο, όμως, από τα κόμματα και τους αρχηγούς τους την κάλπη φοβούνται οι δημοσκόποι. Ευλόγως, μετά το κάζο που έπαθαν στο δημοψήφισμα του Ιουλίου και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Το τελευταίο διάστημα μετριάζουν τις θηριώδεις διαφορές που έδιναν μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Την τελευταία εβδομάδα θα τις μετριάσουν κι άλλο. Και στις «αναλύσεις» τους φροντίζουν να αναφέρουν ότι υπάρχουν («ακόμα») πολλοί «αναποφάσιστοι», η τελική στάση των οποίων μπορεί να αλλάξει άρδην τα(δικά τους) δεδομένα.

Όμως, «αναποφάσιστοι» ψηφοφόροι, τουλάχιστον στον(τεράστιο) αριθμό που προβάλλουν οι δημοσκοπήσεις, δεν υπάρχουν. Υπάρχουν ψηφοφόροι που δεν απαντούν. Και οι έρευνες δεν μπορούν ούτε καν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις τους. Γι’ αυτό και καταφεύγουν σε διάφορες αλχημείες, όπως η «αναγωγή» και η «κατανομή» των αναποφάσιστων είτε «αναλογικά» είτε με βάση «το κόμμα προέλευσής τους». Έτσι ώστε, ό,τι και να συμβεί την Κυριακή το βράδυ, να ισχυριστούν ότι «μέσα έπεσαν».

Ο φόβος μπροστά στην κάλπη μοιάζει σε πολλά με το φόβο του τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι. Όμως, με τόση συσσωρευμένη πείρα και πολλά δεδομένα πάνω στο τραπέζι, το βράδυ των ευρωεκλογών δεν θα υπάρχουν πολλές δικαιολογίες. Διότι, όπως έχει πει ο μέγας πολέμαρχος Ναπολέων Βοναπάρτης, «το να ηττηθείς είναι συγχωρητέο. Το να αιφνιδιαστείς, ποτέ».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα