Η διαφθορά θα φέρει (ξανά) την πτώχευση
Διαβάζεται σε 5'
Ο λόγος που δεν αλλάζει τίποτα είναι γιατί στα “αναποτελεσματικά ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας” βρίσκεται ο πυρήνας του πελατειακού Κράτους.
- 18 Νοεμβρίου 2025 06:04
Όταν στις παρέες μας το θέμα της συζήτησης φτάνει στη διαφθορά, εξαντλείται σε αφηγήσεις για «φακελάκια» στους γιατρούς του ΕΣΥ και την Πολεοδομία καθώς και το περίφημο «γρηγορόσημο» που καταβάλλει όποιος θέλει να αποφύγει εμπειρίες «καφκικού τύπου» στις συναλλαγές του με το Δημόσιο.
Μόνο που αυτά δεν είναι καν η κορυφή του παγόβουνου.
Όσα αποκαλύπτει για την Ελλάδα ο Δείκτης Παγκόσμιου Οργανωμένου Εγκλήματος 2025 που δημοσίευσε το NEWS 24/7 την περασμένη Κυριακή, είναι πραγματικά σοκαριστικά και πρέπει να συζητηθούν δημοσίως αλλά κυρίως πρέπει να περάσουν και στις κουβέντες με τις παρέες μας και την οικογένειά μας.
Η έκθεση σε μία παράγραφο:
Η Ελλάδα παραμένει βασικός κόμβος εμπορίας ανθρώπων και διακίνησης μεταναστών, με ενεργά διεθνή κυκλώματα. Τα τελευταία χρόνια, αυξήθηκε η διακίνηση ναρκωτικών, κυρίως κοκαΐνης, ενώ το παράνομο εμπόριο όπλων και απομιμήσεων επώνυμων προϊόντων παραμένει ισχυρό. Η χώρα είναι ευάλωτη σε κυβερνοεπιθέσεις και έχουν ενταθεί οι απάτες, η φοροδιαφυγή (κυρίως στο ΦΠΑ) και οι καταχρήσεις στο πρόγραμμα Golden Visa.
Όπως εξήγησαν οι ερευνητές στο NEWS 24/7, κρίσιμος παράγοντας για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα σήμερα είναι η προστασία που απολαμβάνουν εγκληματικά δίκτυα από διεφθαρμένα ή αναποτελεσματικά ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας.
Απλά: το διεφθαρμένο Κράτος επιτρέπει, αν όχι υποθάλπει το οργανωμένο έγκλημα ακόμα και στην πιο σκληρή, ποινική του εκδοχή.
Όλοι έχουμε παρατηρήσει ότι το Κέντρο της Αθήνας ( π.χ. το Κολωνάκι) αλλά και τα Νότια Προάστια έχουν γεμίσει «μπράβους». Ειδικά στα Νότια Προάστια, στη Γλυφάδα και το Φάληρο, δεν διστάζουν να τραβήξουν πιστόλι στους πολίτες που θα… τολμήσουν να διαμαρτυρηθούν για επικίνδυνη οδήγηση ή για παρκάρισμα πάνω στα πεζοδρόμια.
Ποιους προστατεύουν όλοι αυτοί;
Ποιος προστατεύει εμάς από όλους αυτούς;
«Πλέον, χωρίς “προστασία” δεν μπορείς να διατηρείς ούτε περίπτερο», μου είπε φίλος δικηγόρος. «Τα δίκτυα της μαφίας υπαγορεύουν στους μικροεπαγγελματίες ακόμα κι από ποιους θα προμηθεύονται τα προϊόντα για το μαγαζί τους».
Αλλά και το περίφημο real estate είναι, σύμφωνα με την έρευνα, μεγάλη εστία διαφθοράς. Και είναι να σε πιάνει απελπισία όταν βλέπεις τον αστικό Τύπο να καλύπτει εκτενώς «ειδήσεις» που αφορούν το αντικείμενο και δεν χρειάζεται να θυμίσουμε το σάλο που δημιούργησε ο Νέος Οικοδομικός Κανονισμός.
Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό γιατί η διαφθορά που κρατάει τη χώρα αρχαϊκή τέμνεται με την πολιτική.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης γράφτηκαν ατελείωτα άρθρα, δημοσιεύθηκε πλήθος βιβλίων που απέδιδαν την πτώχευση «στον χαρακτήρα του Έλληνα» που αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις, ανέλυαν δήθεν «βαθιές, πολιτισμικές ρίζες της αρχαϊκής Ελλάδας», μια ατελείωτη πολιτισμική και κοινωνική ψευδοϊστορία.
Μια παραλλαγή αυτής της συζήτησης καταναλώσαμε πρόσφατα με αφορμή τα τελευταία εξοργιστικά γεγονότα στα Βορίζια Ηρακλείου, όταν διάφοροι έσπευσαν να βαφτίσουν «βεντέτα», δηλαδή έθιμο, τη δράση καταδικασμένων εγκληματιών.
Κανένας Έλληνας δεν αντιστέκεται στις μεταρρυθμίσεις, οι περισσότεροι θέλουν να αλλάξουν πολλά, να κατανέμεται δικαιότερα ο πλούτος, να αυξηθούν οι μισθοί.
Σε κανένα μέρος της Ελλάδας σήμερα δεν αλληλοσκοτώνονται «για λόγους τιμής».
Και το πολιτικό πρόβλημα δεν το προκαλούν «πολιτισμικοί παράγοντες». Συνδέεται ευθέως με τον τρόπο που παράγεται ο πλούτος στη χώρα. Γιατί όταν ο πλούτος παράγεται από τα εγκληματικά δίκτυα που διατηρούνται χάρις και στην προστασία που τους παρέχει το Κράτος και το Κράτος στην Ελλάδα το διαχειρίζεται το κόμμα που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία, δεν υπάρχει καμία περίπτωση αυτό να μεταρρυθμιστεί.
Ο λόγος που δεν αλλάζει τίποτα είναι γιατί εκεί, στα «αναποτελεσματικά ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας», όπως τα χαρακτηρίζει η έρευνα, βρίσκεται ο πυρήνας του πελατειακού Κράτους.
Αυτοί που αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις 52 χρόνια τώρα, είναι τα ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας που πλέον πουλάνε προστασία στο οργανωμένο έγκλημα, δεν είναι «οι Έλληνες που δεν έχουν περάσει Διαφωτισμό».
Αυτός είναι ο λόγος που κανένας μας δεν έχει το δικαίωμα να σιωπά σε κάθε απόπειρα συγκάλυψης ακόμα και πολιτικών λαθών ή παραλείψεων δεδομένου ότι όλα ξεκινούν και καταλήγουν από τον παράνομο πλουτισμό.
Προφανώς και δεν είναι η παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας η μόνη που κατά τη Μεταπολίτευση επιδόθηκε σε τέτοιες πρακτικές. Καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να αναλάβει τις ευθύνες της.
Απλώς, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ακριβώς γιατί εξελέγη μετά από μια δεκαετή κρίση με την υπόσχεση να διευρύνει τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης και να προσπαθήσει να σπάσει τα οργανωμένα «ενδιάμεσα επίπεδα εξουσίας» του πελατειακού Κράτους, προκαλεί την οργή σε όσους τη στήριξαν γιατί δεν το έκανε.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη απέτυχε. Είναι ότι δεν προσπάθησε καν. Τα στοιχεία που το αποδεικνύουν κυριαρχούν στην ειδησεογραφία, δεν χρειάζεται να τα απαριθμήσουμε.
Από την ώρα που διαβάσαμε το ρεπορτάζ, σκεφτόμαστε διαρκώς αυτή παρατήρηση: «Η εγκληματικότητα αυξήθηκε στο 5,55 ενώ η ανθεκτικότητα των θεσμών μειώθηκε στο 5,13. Η διαφορά αυτή δεν υποδηλώνει κατάρρευση κρατικής ικανότητας, αλλά μια σταδιακή διάβρωση της θεσμικής ακεραιότητας».
Είναι ακριβώς όπως περιέγραψε εκείνος ο ήρωας του Χέμινγουεϊ πώς χρεοκοπεί κανείς: στην αρχή σταδιακά, και μετά ξαφνικά.
Το αποκαρδιωτικό είναι ότι ενώ δεν συνήλθαμε καλά-καλά από την πρόσφατη πτώχευση, οδεύουμε με μαθηματική ακρίβεια προς την επόμενη. Και οι ευθύνες όσων αποστρέφουν το πρόσωπο από την πραγματικότητα στο όνομα μια δήθεν σταθερότητας, δηλαδή όλοι εμείς που στηρίξαμε την υπόσχεση για κάτι καλύτερο, θα είναι τεράστιες.
Γιατί την επόμενη φορά, κανείς μας δεν θα μπορεί να δηλώσει έκπληκτος και αιφνιδιασμένος αφού θα είναι συνένοχος και όχι με ασαφείς «πολιτισμικούς όρους», όχι «επειδή δεν περάσαμε Διαφωτισμό» αλλά γιατί ως πολίτες αρνηθήκαμε να αναλάβουμε την πολιτική ευθύνη που μας αναλογεί, επιλέγοντας να εκλογικεύουμε λάθη και να «καταπίνουμε» ευτελείς δικαιολογίες. Και όλα αυτά γιατί τελικά δεν έχουμε πιστέψει ότι αξίζουμε καλύτερα.