Η εργατική τάξη εκδικείται την Κεντροαριστερά

Διαβάζεται σε 8'
Η εργατική τάξη εκδικείται την Κεντροαριστερά
Ακροδεξιοί στις ΗΠΑ AP Photo/John Locher

Το μάθημα για την Αριστερά πρέπει να είναι απολύτως σαφές. Όπως δεν επιτρεπόταν να παραχωρήσουμε την έννοια της ελευθερίας στους “φιλελεύθερους”, δεν δικαιούμαστε να παραχωρήσουμε την γλώσσα της ταξικής σύγκρουσης στους φασίζοντες.

Ένα φάντασμα στοιχειώνει τη Δύση – το φάντασμα μιας εργατικής τάξης της οποίας η πολιτική στέγη έχει περάσει σε… πολιτικούς servicers. Για δεκαετίες, παρασυρμένη από τις σειρήνες των Κλίντον, Μπλερ, Σρέντερ, Σημίτη και Σια, πεπεισμένη ότι το μόνο που έχει σημασία είναι να βρίσκεται η ίδια στην κυβέρνηση, η Κεντροαριστερά εγκατέλειψε την ιδέα της πάλης των τάξεων.

Στην προσπάθειά της να γίνει ευυπόληπτη εντός των τειχών της «καλής» κοινωνίας, και να αποδείξει στους ισχυρούς ότι είναι πιο αποτελεσματική διαχειρίστρια του καπιταλισμού τους, η Κεντροαριστερά σταμάτησε να αναφέρεται καν στην εκμετάλλευση, επιλέγοντας σκόπιμα να αποσιωπά πως η σχέση κεφάλαιου-εργασίας είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική, βίαιη. Στην πορεία, αυτή η συνθηκολογημένη Κεντροαριστερά «εκκαθάρισε» την αισθητική και τον πολιτικό της λόγο από την φρασεολογία και τους συμβολισμούς που χρησιμοποιούν οι ίδιοι εργαζόμενοι, από τις ιδιοσυγκρασίες τους, τον τρόπο ζωής τους και τις αγωνίες τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κορυφαίοι εκπρόσωποί της δεν δίστασαν να λοιδορήσουν την εργατική τάξη, αναφερόμενοι σε αυτούς ως αξιοθρήνητα ανθρωπάκια έτοιμα να ασπαστούν τον λαϊκισμό και να αγκαλιάσουν τη μισανθρωπία.

Από τότε που η ερημοποίηση και η ένδεια κατέλαβαν τις πάλαι ποτέ περήφανες εργατουπόλεις, από το Ντιτρόιτ ως την Ελευσίνα, όπου πλέον η εργατική τάξη βρέθηκε εντελώς εγκαταλελειμμένη (αντιμετωπιζόμενη από την Κεντροαριστερά ως «μια ακόμα» δημογραφική ομάδα μικρής επιρροής στην αγορά ψήφων και εμπορευμάτων), μια λαχτάρα αναδύθηκε στον αιθέρα – ένα κενό που αποζητούσε μια νέα υπόσχεση για αξιοπρέπεια, για μια αφήγηση που αντιπαραθέτει ένα συλλογικό «εμείς» έναντι ενός ισχυρού «αυτοί».

Κάπου εκεί, ανταποκρινόμενη σε αυτή την ανάγκη της εργατικής τάξης, εμφανίστηκε μια πανούργα αφηγήτρια με εμπειρία ενός αιώνα στο να γεμίζει τέτοια κενά: η ξενοφοβική ακροδεξιά. Οι ακροδεξιές δυνάμεις, που οι ακροκεντρώοι αδέξια ονόμασαν «λαϊκισμό», δεν δημιούργησαν αυτή την λαχτάρα – απλώς την εκμεταλλεύτηκαν με τον κυνισμό ενός έμπειρου έμπορου που εντόπισε μια ανεκμετάλλευτη αγορά. Στις εργατικές περιοχές του Περάματος και της Καλαμαριάς, στα πρώην «κόκκινα» προάστια του Παρισιού ή της Μασσαλίας, στις εργατικές συνοικίες στο Ίλιον ή στο Ίλινοϊ, όπου και να κοιτάξουμε, παρατηρούμε μαζικές μετατοπίσεις ψηφοφόρων προς κόμματα που δημιουργήθηκαν από τους πολιτικούς κληρονόμους του Μουσολίνι και του Γκέμπελς. Το μοντέλο ίδιο κι απαράλλαχτο:

Άλλη μια φορά, παρουσιάζονται ως οι σημαιοφόροι της περιθωριοποιημένης εργατικής τάξης που της προσφέρουν ένα Φαουστιανό σύμφωνο: Εμείς θα σας κάνουμε περήφανους. Θα σας προσέξουμε, διπλασιάζοντας κατώτατους μισθούς και συντάξεις. Θα εξαγνίσουμε την πατρίδα μας από τα μιάσματα που βρωμίζουν το κοινό μας αίμα και, έτσι, με μέσο την απόλυτη εξουσία που θα μας δώσετε, θα κάνουμε την πατρίδα ξανά σπουδαία και σένα ξανά περήφανο.

Άλλη μια φορά, πίσω από την αντισυστημική φρασεολογία και τους μύδρους κατά της «σάπιας» άρχουσας τάξης, οι φασίζοντες ηγέτες χαριεντίζονται με τους ολιγάρχες και τα βρίσκουν μια χαρά. Φαεινό παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, κάτω από την σκιά του Μεγάλου Ηγέτη, του Ντόναλντ Τραμπ, μια ετερόκλητη ομάδα λευκών ρατσιστών, χριστιανών φονταμενταλιστών και τεχνοφεουδαρχών καταφέρνουν να συμπαρασύρουν σε παθιασμένες προεκλογικού τύπου συγκεντρώσεις πλήθη φτωχών εργαζόμενων, πολλοί εκ των οποίων είναι προδομένοι πρώην ψηφοφόροι του Ομπάμα.

Η σύγκριση με την περίοδο του Μεσοπολέμου μπορεί να μας παρασύρει σε αναλυτικά σφάλματα αν δεν είμαστε προσεκτικοί, αλλά δεν παύει να είναι απαραίτητη. Και ενώ η τάση πολλών αριστερών να αποκαλούν φασίστα κάθε δεξιό και ακροκεντρώο είναι ασυγχώρητη, το γεγονός παραμένει ότι παντού πια μυρίζει φασισμό. Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Όταν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης εγκαταλείφθηκαν απ’ άκρου σε άκρον της Δύσης, κάποια στιγμή δεν θα ανέβαινε σε κάποιο βήμα κάποια ή κάποιος φασίζων δημαγωγός να τους πουλήσει νέα ελπίδα για μια εθνική παλινγένεση, για την εθνική αναγέννηση που θα επαναφέρει, δήθεν, ένα χρυσό παρελθόν (που δεν υπήρξε ποτέ);

Μόλις το δόλωμα δαγκώθηκε, το επόμενο βήμα ήταν να εκτρέψουν την οργή της εργατικής τάξης από τις πραγματικές κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις που τους βούλιαξαν στη φτώχεια (το κεφάλαιο, με άλλα λόγια) προς κάποια θολή συνωμοσία, είτε αυτή ήταν η «κοσμοπολίτικη ελίτ», μια εβραϊκή συνωμοσία, ή κάποιο τζιχαντιστικό σχέδιο αντικατάστασής τους και μετατροπής τους σε γιουσουφάκια. Μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό, εκμεταλλευόμενοι τον ενθουσιασμό και το πάθος που δημιουργούν στις ψυχές θυμωμένων ανθρώπων, οι φασίζοντες ανεβαίνουν δημοσκοπικά επιτιθέμενοι, από τη μια, στις φιλελεύθερες ελίτ και τους τραπεζίτες της και, από την άλλη, στους εξαθλιωμένους μετανάστες και στην Αριστερά – την οποία στοχοποιούν με λύσσα την ώρα που της κλέβουν συνθήματα και επιχειρήματα.

Και κάπου εκεί έρχεται το coup de grâce των φασιζόντων: η απόρριψη της ταξικής πάλης και η επιβολή της πατριαρχικής λογικής που παρουσιάζει την καπιταλιστική επιχείρηση ως μια οικογένεια της οποίας ο πατέρας-αφέντης-καπιταλιστής, με την καθοδήγηση του Μεγάλου Ηγέτη, θα φροντίσει όλα τα «παιδιά» του, εφόσον αυτά δεν αντιμιλούν βέβαια. Ξεχάστε συνδικάτα, συλλογικές διαπραγματεύσεις, δικαιώματα. Θα σας προσέξουμε αλλά εσείς τσιμουδιά, πέραν των βοών ευτυχίας σας στα συλλαλητήρια του Μεγάλου Ηγέτη.

Κάπως έτσι, στις ΗΠΑ, ο θυμός εναντίον των αφεντικών που έκλεισαν το τοπικό εργοστάσιο για να το μεταφέρουν στο Βιετνάμ, ανακατευθύνεται εναντίον των Κινέζων εργατών. Η οργή εναντίον της τράπεζας που τους πήρε το σπίτι αντικαθίσταται σταδιακά από μίσος για τους Εβραίους κατοίκους της Νέας Υόρκης, τους μουσουλμάνους γιατρούς και τους Μεξικανούς μεροκαματιάρηδες. Όποιος τους υπενθυμίζει ότι το κεφάλαιο συσσωρεύεται καταβροχθίζοντας, εκτοπίζοντας και τελικά απορρίπτοντας την εργασία ανθρώπων όπως αυτοί, αντιμετωπίζεται ως εθνικός προδότης.

Στη δεκαετία του 2020, όπως και στη δεκαετία του 1920, η Ακροδεξιά σκαρφάλωσε στην εξουσία με αυτό τον τρόπο. Αυτό δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη. Η απελπισία της εργατικής τάξης που τελικά την έριξε στις δαγκάνες των φασιζόντων χτίζεται λίγο-λίγο από το τέλος του Bretton Woods, το 1971. Τι ήταν όμως εκείνο που επέτρεψε στην Ακροδεξιά να μετασχηματιστεί από κίνημα διαμαρτυρίας εντός της συντηρητικής παράταξης σε μια αυτόνομη δύναμη που αναλαμβάνει την εξουσία, καταστρέφει ξεδιάντροπα τους αστικούς φιλελεύθερους θεσμούς και ξεκινά ένα σχέδιο εξόντωσης του «πολιτιστικού μπολσεβικισμού» – έναν όρο που εφηύρε, μην ξεχνάμε, ο Γιόζεφ Γκέμπελς;

Δύο εξελίξεις συνέβαλαν καθοριστικά στον θρίαμβό τους. Πρώτον, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κατάρρευση του 2008, το δικό μας 1929, που οδήγησε τους κυβερνώντες ακροκεντρώους να επιβάλουν σκληρή λιτότητα στην εργατική τάξη, ενώ παράλληλα επέκτειναν τη «σοσιαλιστική», κρατικά χρηματοδοτούμενη αλληλεγγύη προς το μεγάλο κεφάλαιο. Δεύτερον, η μοιραία επιλογή κεντροαριστερών και κεντροδεξιών (που πρωτοείδαμε στη δεκαετία του 1920) να μισούν την Αριστερά περισσότερο απ’ ότι φοβόντουσαν τους φασίζοντες.

Το μάθημα για την Αριστερά πρέπει να είναι απολύτως σαφές. Όπως δεν επιτρεπόταν να παραχωρήσουμε την έννοια της ελευθερίας στους «φιλελεύθερους», δεν δικαιούμαστε να παραχωρήσουμε την γλώσσα της ταξικής σύγκρουσης στους φασίζοντες. Ναι, πρέπει να παλεύουμε για τα δικαιώματα όλων αλλά ούτε μια στιγμή να μην αγνοούμε την υλική πραγματικότητα της παραγωγής που, όσο το κεφάλαιο είναι ιδιωτικό, παράγει ταξική πάλη, εκμετάλλευση, αποπνικτική βία. Είναι σαν να αφοπλιζόμαστε μπροστά σε εχθρό που έχει μετατρέψει σε όπλο του την εγκατάλειψη της ίδιας μας της θεωρητικής και πολιτικής κληρονομιάς.

Το καθήκον μας, συνεπώς, δεν είναι να εγκαταλείψουμε τους ζωτικούς αγώνες ενάντια στον ρατσισμό και την πατριαρχία, αλλά να τους ενσωματώσουμε σε μια ανανεωμένη, ισχυρή κριτική της ταξικής εξουσίας. Πρέπει να ανακτήσουμε το λεξιλόγιο της αλληλεγγύης και της εκμετάλλευσης, αποδεικνύοντας ότι ο πραγματικός εχθρός των εργαζομένων δεν είναι οι μετανάστες, αλλά οι εισοδηματίες, οι χρηματιστές, οι τεχνοφεουδάρχες, οι εργοδότες κι οι χρηματοδότες τους που αντιμετωπίζουν το μέλλον της ανθρωπότητας ως κερδοσκοπικό παράγωγο.

Η εναλλακτική λύση είναι να παραμείνουμε θεατές μιας πολιτικής τραγωδίας, παρακολουθώντας τους ανθρώπους που «ξεσκαρτάρισε» η Κεντροαριστερά, της εργατικής τάξης, να στρατολογούνται στον ολέθριο πόλεμο, εντός, εκτός και επί των συνόρων μας, που γεννά η φασίζουσα φαντασίωση της εθνικής καθαρότητας. Η εργατική τάξη, τόσο το προλεταριάτο όσο και το πρεκαριάτο, είναι το κλειδί. Είναι καιρός να δείξουμε στην πράξη ότι, αντίθετα με την Κεντροαριστερά, το κατανοούμε.

Το άρθρο αποτελεί απόδοση στα ελληνικά της μηνιαίας στήλης του Γ. Βαρουφάκη στο Project Syndicate.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα