Η κουλτούρα ως μέσο προπαγάνδας στον Ψυχρό Πόλεμο
Διαβάζεται σε 7'
Η πιο αποτελεσματική προπαγάνδα είναι όταν το υποκείμενο κινείται προς την επιθυμητή κατεύθυνση νομίζοντας ότι πρόκειται για δική του επιλογή.
- 06 Μαΐου 2025 06:59
Ο Ψυχρός Πόλεμος (1945–1991) υπήρξε ένα από τα πιο σύνθετα και παρατεταμένα γεωπολιτικά φαινόμενα της σύγχρονης ιστορίας. Πέρα από τις στρατιωτικές και πολιτικές αναμετρήσεις, αναπτύχθηκε μια αθέατη αλλά κρίσιμη διάσταση: η πολιτιστική σύγκρουση. Η τέχνη, η λογοτεχνία, η μουσική και ο κινηματογράφος μετατράπηκαν σε όπλα «ήπιας ισχύος»*, με στόχο την επιρροή συνειδήσεων και την προβολή του πολιτικού μοντέλου κάθε πλευράς. Η κουλτούρα, είτε ως εργαλείο προπαγάνδας είτε ως φωνή αντίστασης, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή τη σιωπηρή αλλά σφοδρή μάχη.
Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω της CIA, οργάνωσε ένα μυστικό πρόγραμμα πολιτιστικής προπαγάνδας με στόχο τη μετατόπιση της δυτικοευρωπαϊκής διανόησης από τον κομμουνισμό προς τον φιλελεύθερο αμερικανισμό. Κεντρικό όργανο αυτής της εκστρατείας ήταν το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία, που χρηματοδοτούσε περιοδικά, εκθέσεις, συνέδρια και βραβεία. Η δράση του οργανώθηκε μέσω ενός δικτύου πρώην αριστερών διανοουμένων και ελίτ στελεχών που λειτουργούσαν ως πολιτιστικό κονσόρτσιουμ υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων, ενώ συχνά αγνοούσαν ότι εργάζονταν υπό την αιγίδα της CIA.
Το πρόγραμμα, που αποκαλύφθηκε αργότερα, θέτει σοβαρά ηθικά και πολιτικά ερωτήματα: κατά πόσο χειραγωγήθηκε η διανόηση, αν προωθήθηκαν πρόσωπα για τις πολιτικές τους θέσεις και όχι για την αξία τους, και αν τελικά παρεμποδίστηκε η ελεύθερη έκφραση. Η εικόνα της CIA έχει να παρουσιάσει παρεμβάσεις, ανατροπές κυβερνήσεων και συγκαλυμμένη προπαγάνδα.
Η Frances Stonor Saunders υποστηρίζει ότι η αληθινή ιστορία αυτής της περιόδου παραμένει θαμμένη πίσω από «επίσημους μύθους» και πως η αποκάλυψή της απαιτεί απομάγευση και επιστροφή στην αλήθεια – όχι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά για χάρη της ίδιας της Ιστορίας.
Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός και η CIA
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να προβάλουν την εικόνα μιας χώρας που ενσάρκωνε την ελευθερία της έκφρασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γεννήθηκε το ρεύμα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, με πρωταγωνιστές καλλιτέχνες όπως ο Jackson Pollock, ο Willem de Kooning και ο Mark Rothko.
Πίσω από την προώθηση αυτής της τέχνης βρισκόταν η CIA, η οποία μέσω του Congress for Cultural Freedom (1949–1967) χρηματοδότησε εκθέσεις και περιοδείες. Τα έργα αυτά παρουσιάζονταν σε Ευρώπη και Ασία, προβάλλοντας μια εικόνα ατομικής δημιουργικότητας και απεριόριστης ελευθερίας, σε αντίθεση με τον κρατικό έλεγχο της σοβιετικής τέχνης. Τονιζόταν η ατομική ελευθερία σε αντίθεση με τον σοβιετικό κρατικό παρεμβατισμό.
Δεν είναι σίγουρο πως οι καλλιτέχνες, πάντα, γνώριζαν πως η προώθησή τους οφειλόταν στη CIA. Η εμπλοκή του ΜοΜΑ αποτέλεσε βασικό κανάλι για τη διεθνή προβολή της αμερικανικής μοντέρνας τέχνης. Χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα με δεσμούς με τη CIA, όπως το Farfield Foundation, και συνεργάστηκε με το Congress for Cultural Freedom για τη διοργάνωση διεθνών εκθέσεων αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Η CIA δεν εμφανιζόταν ποτέ ανοιχτά ως χορηγός.
Η λογοτεχνία στην υπηρεσία της ιδεολογικής μάχης
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο ήταν η λογοτεχνία. Η CIA δημιούργησε το Books Program, ένα δίκτυο μέσω του οποίου διένειμε πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα “απαγορευμένων” βιβλίων στις ανατολικές χώρες. Άρθρο του The Guardian παρουσιάζει την κρυφή επιχείρηση QRHELPFUL της CIA κατά τον Ψυχρό Πόλεμο και τη διακίνηση των βιβλίων.
Ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν έργα όπως:
- Animal Farm και 1984 του George Orwell
- Doctor Zhivago του Boris Pasternak (σε παράνομες ρωσικές εκδόσεις)
- Δυτικά φιλελεύθερα έργα που αναδείκνυαν τα μειονεκτήματα του ολοκληρωτισμού.
Η στρατηγική αυτή δεν στόχευε μόνο στην προπαγάνδα αλλά και τη δημιουργία μιας υπόγειας διανοητικής αντιπολίτευσης στις κομμουνιστικές χώρες.
Ο ρόλος της τζαζ
Η μουσική χρησιμοποιήθηκε ως ένας από τους πιο επιδραστικούς φορείς “ήπιας ισχύος”. Σημαντικές μορφές της τζαζ, όπως οι Dizzy Gillespie, Louis Armstrong και Duke Ellington, συμμετείχαν σε περιοδείες χρηματοδοτούμενες από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη jazz – μια αρχικά περιθωριακή μορφή μουσικής – ως σύμβολο δημοκρατίας και φυλετικής ανεκτικότητας.
Αυτές οι αποστολές είχαν στόχο:
- Να παρουσιάσουν τις ΗΠΑ ως πολυφυλετική δημοκρατία (παρά την πραγματικότητα του ρατσισμού).
- Να προβάλλουν την τζαζ ως σύμβολο αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας — αντίθετο στο κρατικό σχήμα τέχνης της ΕΣΣΔ.
Το Hollywood στον Ψυχρό Πόλεμο
Το Hollywood λειτούργησε ως εξαγωγέας «αμερικανικού τρόπου ζωής» σε χώρες-στόχους του Ψυχρού Πολέμου.
Η έρευνα κατά της “κομμουνιστικής διείσδυσης” στο Hollywood οδήγησε στη μαύρη λίστα δημιουργών (π.χ. Dalton Trumbo, Ring Lardner Jr), ενισχύοντας την ευθυγράμμιση του κινηματογράφου με την επίσημη ιδεολογία.
Ο αμερικανικός κινηματογράφος χρηματοδοτήθηκε και αξιοποιήθηκε από κρατικούς μηχανισμούς για την ενίσχυση αντικομμουνιστικών αφηγημάτων. Το Hollywood, ήδη κυρίαρχο στη μαζική κουλτούρα, συνεργάστηκε για:
- Παραγωγή ταινιών όπως The Red Menace (1949) που καταδίκαζε τον κομμουνισμό.
- Προώθηση αμερικανικών αξιών μέσω εμπορικών επιτυχιών που απεικόνιζαν το “American Dream”.
- Δημιουργία ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικών ειδήσεων (newsreels) με έμμεση πολιτική στόχευση.
Λογοτεχνία και περιοδικά
Ανάμεσα στους πιο έντονους χώρους πολιτισμικού ανταγωνισμού ήταν αυτός της λογοτεχνίας. Το περιοδικό Encounter, το Partisan Review, και μεταφράσεις έργων όπως του Παστερνάκ ή του Σολζενίτσιν χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα πνευματικής επιρροής. Η CIA χρηματοδότησε μεταφράσεις του Doctor Zhivago για να δείξει τον “αντιστασιακό χαρακτήρα” Ρώσων διανοούμενων.
Ο Τρίτος Κόσμος και ο πολιτιστικός ανταγωνισμός
Ο πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος επεκτάθηκε σε χώρες του Τρίτου Κόσμου: αφρικανικά και ασιατικά κράτη έγιναν στόχοι μέσω πολιτιστικών ανταλλαγών, χρηματοδότησης φεστιβάλ, αποστολών βιβλίων, κινητών βιβλιοθηκών κ.ά. Στόχος η ιδεολογική διείσδυση και η γεωπολιτική επιρροή.
Κλείνοντας μπορούμε να συμπεράνουμε πως η πολιτιστική στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου:
- Καθόρισε την αντίληψη για την τέχνη και τη διανόηση σε όλο τον κόσμο.
- Εξάπλωσε δυτικές πολιτιστικές αξίες ακόμα και σε περιοχές με ελάχιστη στρατιωτική ή οικονομική επιρροή.
- Άφησε ένα μόνιμο ερώτημα: Πού τελειώνει η τέχνη και πού αρχίζει η προπαγάνδα;
Σήμερα, η μελέτη του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου αναδεικνύει τη δύναμη της κουλτούρας όχι απλώς ως αντανάκλαση της κοινωνίας αλλά ως εργαλείο διαμόρφωσης της πολιτικής και των συνειδήσεων.
Η παρουσίαση της επιδιωκόμενης επιρροής της κοινής γνώμης μέσω του πολιτισμού από τις ΗΠΑ, δεν σημαίνει πως και η Σοβιετική Ένωση δεν προωθούσε την δική της πολιτιστική κληρονομιά και κουλτούρα ως εργαλείο προπαγάνδας.
Η κουλτούρα στον Ψυχρό Πόλεμο δεν ήταν ούτε αθώα ούτε ουδέτερη. Από τις αφίσες και τις ταινίες μέχρι τις συμφωνίες και τα ποιήματα, υπήρξε εργαλείο ιδεολογικής επικράτησης. Σήμερα, η μελέτη του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου αποκαλύπτει πώς η τέχνη και η διανόηση μπορούν να μετατραπούν – άλλοτε διακριτικά, άλλοτε επιθετικά – σε μέσα ισχύος. Η «ήπια ισχύς» δεν ήταν παρά μια άλλη όψη του ψυχρού ανταγωνισμού.
*Ως «ήπια ισχύς» (soft power) ορίζεται η ικανότητα μιας χώρας να επηρεάζει άλλες όχι μέσω στρατιωτικής ή οικονομικής πίεσης, αλλά μέσω πολιτισμού, αξιών και ιδεών.
ΠΗΓΕΣ
Frances Stonor Saunders, The cultural Cold War. The CIA and the world of arts and letters, New York, 2000
Στρατής Μπουρνάζος, Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το CCF και ο πολιτισμικός ψυχρός πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967), Αντίποδες
Sonny Bunch, The CIA funded a culture war against communism. It should do so again, The Washington Post, August 22, 2018
Charlie English, The CIA Book Club (2024), αναφορά από The Guardian
Penny Von Eschen, Satchmo Blows Up the World: Jazz Ambassadors Play the Cold War, 2004